«Οι τουρκικοί λεονταρισμοί δεν θα αναστείλουν τις εξορύξεις στην Κύπρο»

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οι μεγάλες πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες που αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν στην έρευνα και μελλοντικά στην εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) έχουν σταθμίσει προσεκτικά τους κινδύνους που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο και δύσκολα θα αποθαρρυνθούν από τους τουρκικούς λεονταρισμούς, εκτιμά ο Νικόλαος Φαραντούρης. Εμπειρος παρατηρητής και με μακρά εμπειρία στον χώρο της ενέργειας, ο κ. Φαραντούρης δεν είναι απλά ένας καταξιωμένος καθηγητής του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Είναι επίσης πρόεδρος της Νομικής Επιτροπής της EUROGAS στις Βρυξέλλες, της διεθνούς ένωσης 45 ενεργειακών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Μιλώντας στο «Βήμα», ο κ. Φαραντούρης δεν περιορίστηκε μόνο στις εξελίξεις στην «εύφλεκτη» περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά εξήγησε την ευρύτερη κινητικότητα στον ευρωπαϊκό ενεργειακό χάρτη, την «πρόκληση» του Nord Stream II, αλλά και τις αμερικανικές πρωτοβουλίες για περισσότερες εισαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Οι τουρκικές προκλήσεις
και το ενεργειακό σκάκι
Το πρώτο ερώτημα δεν θα μπορούσε παρά να αφορά τις τουρκικές κινήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το πόσο αυτές επηρεάζουν τη στάση των εταιρειών υδρογονανθράκων που δραστηριοποιούνται εντός της κυπριακής ΑΟΖ. «Οι εταιρείες που νόμιμα επιχειρούν στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι βασικά πολυεθνικές ενεργειακές εταιρείες (International Oil Companies – ΙΟC), οι οποίες ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους και εν τέλει τη διανομή μερίσματος στους μετόχους τους. Θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος», συμπληρώνει ο κ. Φαραντούρης, «να αντιπαραβάλει την αμιγώς επιχειρηματική αυτή προσέγγιση με άλλες προτεραιότητες εταιρειών ελεγχόμενων από κράτη και κυβερνήσεις (National Oil Companies – NOC): η δράση τους δεν καθοδηγείται πάντοτε από την επιδίωξη του επιχειρηματικού κέρδους, αλλά συχνά προωθεί κρατικές πολιτικές και κυβερνητικές επιλογές».
Τι κρύβει αυτή η διάκριση; «Η παρουσία πολυεθνικών ενεργειακών εταιρειών στην Κύπρο μαρτυρεί ισχυρή προσδοκία κέρδους, παρά τα ενδεχόμενα ρίσκα (τεχνικά, οικονομικά, γεωπολιτικά κ.λπ.), σύμφυτα άλλωστε με κάθε επιχείρηση έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων διεθνώς. Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα στάθμισαν προσεκτικά πριν λάβουν την απόφαση να επιχειρήσουν στην περιοχή βάσει του διεθνούς δικαίου και των (μόνων) νόμιμων συμβάσεων με την Κυπριακή Δημοκρατία. Και ασφαλώς οι πολυεθνικές αυτές εταιρείες δεν «σύρθηκαν» σε ένα τέτοιο εγχείρημα από τις κυβερνήσεις των χωρών στις οποίες είτε εδρεύουν ή με τις οποίες συνδέονται ιστορικά, επιχειρηματικά κ.ά.». Αντιθέτως, οι χώρες από τις οποίες προέρχονται οι εταιρείες αυτές έδειξαν έτοιμες να στηρίξουν τις αποφάσεις και να προασπίσουν τα συμφέροντα εταιρειών όπως η ExxonMobil ή η Total. Ο κ. Φαραντούρης εκφράζει δε την αισιοδοξία ότι «το πρόγραμμα εξορύξεων δεν θα ανασταλεί υπό το κράτος παράνομων λεονταρισμών. Αλλοι παράγοντες, τεχνικής ή οικονομικής φύσης, θα μπορούσαν να επηρεάσουν πολύ περισσότερο τη συνέχιση του προγράμματος. Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται μέχρι στιγμής».
Τόσο η Λευκωσία όσο και η Αθήνα έχουν επενδύσει στην ευρωπαϊκή στήριξη για την προώθηση ενεργειακών έργων που τις ενδιαφέρουν. Μπορεί η ΕΕ να διαδραματίσει ενεργότερο ρόλο στον τομέα αυτόν όμως; «Για πολλά χρόνια οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρέμεναν εξαιρετικά επιφυλακτικές στον συντονισμό των ενεργειακών πολιτικών τους. Ωστόσο, πριν από μερικά χρόνια και εν μέσω της κλιμακούμενης ρωσο-ουκρανικής κρίσης, που κινδύνεψε να βυθίσει στο σκοτάδι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι κυβερνήσεις συμφώνησαν να θεσπίσουν νέες διατάξεις προς μια κοινή ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική με άξονα την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων. Ετσι», προσθέτει ο κ. Φαραντούρης, «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα άλλα όργανα της ΕΕ διαθέτουν πλέον εκτεταμένες εξουσίες. Μπορούν να στηρίξουν ένα ενεργειακό έργο χορηγώντας τις σχετικές άδειες και εγκρίσεις, αλλά επίσης και γενναία χρηματοδότηση. Μπορούν ακόμη και να το ματαιώσουν, αν θεωρούν ότι αντιστρατεύεται τους στόχους της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς και της ασφάλειας εφοδιασμού». Σε αυτό το πλαίσιο, ο Διασυνδετήριος Αγωγός Ελλάδας – Βουλγαρίας (IGB), ο Διαδριατικός Αγωγός (ΤΑΡ) και ο αγωγός East Med «θεωρούνται από την ΕΕ ότι ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια και προάγουν τη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων στην Ευρώπη, γι’ αυτό και έχουν υποστηριχθεί θεσμικά, ρυθμιστικά και οικονομικά».

