«Οι στίχοι μου είναι κυρίως βιωματικοί»
Η καταξιωμένη στιχουργός μιλάει για τη μαγεία της λέξης, τις μεγάλες συνεργασίες της και το χάρισμα να μετατρέπει το προσωπικό της βίωμα σε συλλογικό
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Η λευκή κόλλα αντικατοπτρίζει μια κενή στιγμή. Είναι μια άπραγη ώρα, που θα την ταρακουνήσει ξαφνικά μια λέξη. Και η μια λέξη έχει γεμάτα τα χέρια και με άλλες λέξεις. Εκεί τελειώνει η αγωνία της αναμονής και σε παίρνει ένα ποτάμι και σε πάει ως τις εκβολές του» αναφέρει η Ελένη Γιαννατσούλια μιλώντας στο «Βήμα». Ακόμα και όταν δεν γράφει στίχους, όταν απλώς εκφράζεται στη διάρκεια μιας κουβέντας, ο λόγος της κρύβει ποιητικότητα. Ισως γιατί η Ελένη Γιαννατσούλια, η στιχουργός με το άγγιγμα του Μίδα, που έχει γράψει διαχρονικές επιτυχίες για δημοφιλείς καλλιτέχνες όπως η Νατάσα Θεοδωρίδου, ο Κώστας Μακεδόνας, ο Δημήτρης Μπάσης, ο Νίκος Οικονομόπουλος και πολλοί άλλοι ακόμα, έχει μάθει να υποδέχεται πάντα με τρυφερότητα τις λέξεις που τη συναντούν αργά τα χαράματα για να τις μετατρέψει σε στίχους που αγγίζουν το συλλογικό αίσθημα.
Πώς ξεκινάει το ταξίδι σας στον κόσμο των στίχων;
«Τα ομοιοκατάληκτα σχολικά ποιήματα με γοήτευαν μοναδικά. Απ’ το δημοτικό σχολείο ήδη, έγραφα στίχους και πεζά και στην εφηβεία ποιήματα, κυρίως».
Αρχικά πάντως σπουδάσατε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο και συνεχίσατε με σπουδές στα Παιδαγωγικά. Η στιχουργική πώς ήρθε στη ζωή σας;
«Θα έλεγα ότι επέλεξα τα σωστά τρένα για την αυτοπραγμάτωσή μου. Διδασκαλία και στιχουργική. Ταξίδια με ανταμοιβές. Με τον δάσκαλό μου στην κιθάρα, Στέλιο Καρύδα, συμμετείχαμε το 1989 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τραγούδια που ερμήνευσαν ο Μανώλης Λιδάκης και η Κάτια Καραβασίλη. Πήραμε δύο βραβεία κι επιστρέφοντας η Κάτια με σύστησε σε δύο συνθέτες: τον Αλέξη Παπαδημητρίου που με εισήγαγε στη δισκογραφία και τον Τάκη Μπουγά που με μύησε στην τεχνική του στίχου. Στη συνέχεια, ο παραγωγός της Sony Music Γιάννης Δουλάμης μού εμπιστεύθηκε περισσότερες συνεργασίες, που έφεραν μεγάλες επιτυχίες».
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν ένας από τους πρώτους που μελοποίησε στίχους σας…
«Ναι. Μεγάλωσα με τα τραγούδια του, αφού ο αδελφός μου ήταν συλλέκτης δίσκων του. Ημασταν δύο έφηβοι που δεν έχαναν συναυλίες του. Οταν μας γνώρισε περισσότερο, μας αγάπησε αληθινά, στάθηκε δίπλα μας, δεύτερος πατέρας. Κάποτε, του πήγα το τετραδιάκι μου και μελοποίησε δύο έργα μου, που συμπεριέλαβε στον τελευταίο του δίσκο, το 1990. Οταν τραγούδησε στο στούντιο το «Θυμάμαι κάτι Κυριακές», ένιωθα δέος, δεν πίστευα πως ζούσα τέτοια στιγμή. Ο Γρηγόρης ήταν ωκεανός ευαισθησίας, αλτρουιστής, ηθικός, έντιμος, δίκαιος. Ηταν σπάνιος».
Εχετε γράψει τραγούδια που συγκίνησαν όλη την Ελλάδα. Με τον Χρήστο Νικολόπουλο για παράδειγμα χαρίσατε δύο μεγάλα τραγούδια σε σειρές του Μανούσου Μανουσάκη. Πώς γεννήθηκε το τραγούδι «Ψίθυροι καρδιάς», αλλά και το «Μη μου λες αντίο»;
«Η μοίρα που κινεί τα νήματα ένωσε κάποτε τους τρεις μας κι εκεί, στ’ άστρα σεναρίων, μουσικών και στίχων, είχαμε τις δημιουργικές εκρήξεις μας. Οι «Ψίθυροι καρδιάς» ήταν το συμπαντικό μου δώρο για κάποια προσωπική δοκιμασία του καιρού εκείνου. Το «Μη μου λες αντίο» με παίδεψε – θυμάμαι – όλη νύχτα στο μπαλκόνι. Το πρώτο φως λες και πυροδότησε την έμπνευση και γράφτηκε εν τέλει σε λίγα λεπτά».
Πώς καταφέρνετε αυτό που καταθέτετε προσωπικά με τον στίχο σας να το μετατρέπετε σε συλλογικό βίωμα;
«Τα λόγια μου είναι τα καθρεφτάκια μου, στα οποία κοιτάζομαι με ειλικρίνεια. Σε αυτά απεικονίζονται ίσως και αλήθειες άλλων ανθρώπων με ίδια ή παρόμοια βιώματα».
Ποιο είναι το καλύτερο κομπλιμέντο που σας έχουν κάνει για τραγούδι σας;
«Είναι δύο. Κάποτε βρέθηκα σε ένα μέρος που όλοι τραγουδούσαν τους στίχους μου – χωρίς να γνωρίζουν πως παρίσταμαι. Και το δεύτερο, η φράση: «Αλήθεια, τι ξέρεις για τη ζωή μου;»».
Φοβηθήκατε ποτέ μην πέσετε στην παγίδα του «σουξέ»;
«Θεωρώ τεχνητό το δίλημμα αυτό. Είμαι και θέλω να είμαι ο εαυτός μου. Με παρακινεί μια διαλεκτική σχέση με τους αποδέκτες των έργων μου. Το μείζον είναι να γραφτεί κάτι που θ’ αγγίξει, αλλά και θα έχει λόγο ύπαρξης, που θα προαγάγει και θα εξελίξει την τέχνη αυτή».
Δυστυχώς πάντως ο συνθέτης και ο στιχουργός είναι συνήθως οι αφανείς ήρωες των τραγουδιών…
«Δεν έχω ζητούμενο την αναγνωρισιμότητα, λόγω χαρακτήρα. Το έλλειμμα της «αφάνειας» των δημιουργών νομίζω πως το καλύπτει η «ολοφάνερη» ανταπόκριση του κοινού στα τραγούδια τους».
Είστε μητέρα δύο όμορφων κοριτσιών, εργαζόσασταν για χρόνια στην εκπαίδευση ως δασκάλα. Δίνετε την εντύπωση ενός γεμάτου, ευτυχισμένου ανθρώπου. Πόσο εύκολο λοιπόν είναι να μπαίνετε στις έντονες, δραματικές καταστάσεις που περιγράφετε;
«Προσωπικά αδιέξοδα με οδήγησαν κάποτε στην ψυχανάλυση. Ηταν το καλύτερο δώρο στον εαυτό μου. Η αυτογνωσία έφερε ψυχική ισορροπία, συναισθηματική ωριμότητα και μια όμορφη οικογένεια. Οι στίχοι μου είναι περισσότερο βιωματικοί. Σπανίως ιστορούν ζωές άλλων. Ο πόνος είναι θησαυρός που τον αποτιμάς πολύ αργότερα. Οταν, δε, τον μοιράζεσαι και ταυτίζονται κι άλλες ψυχές, είναι απερίγραπτη η χαρά».
Ακολουθείτε κάποια ιεροτελεστία όταν γράφετε;
«Προαπαιτούμενο της δημιουργικότητάς μου είναι η μοναχικότητα. Απομονώνομαι και γράφω νύχτα ως τα χαράματα. Χρησιμοποιώ συγκεκριμένα τετράδια και στυλό. Για ένα τραγούδι παιδεύομαι μόνο αν πρέπει να κάνω διορθώσεις. Προτιμώ να το ξαναγράψω απ’ την αρχή παρά ν’ αλλάξω λέξεις ή φράσεις».
Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεστε ιδιαίτερα με τον Γιώργο Σαμπάνη…
«Ναι, η συνεργασία μας έχει δικαιωθεί καλλιτεχνικά και μας συνδέει μια ειλικρινής φιλία. Πρόκειται για ένα πλουραλιστικό ταλέντο, που διαθέτει παράλληλα ήθος και ταπεινότητα, ενώ προσωποποιεί την αξιοκρατική ανάδειξη ενός καλλιτέχνη σήμερα. Δεν μπορώ να διακρίνω την πιο έντονη δημιουργική στιγμή μας. Είναι όλες φορτισμένες, λόγω της χημείας μας».
Η συναισθηματική σύνδεση με τον συνθέτη και τον ερμηνευτή ενός τραγουδιού πόσο σημαντική είναι για εσάς;
«Είναι αναντίρρητη συνθήκη η συναισθηματική σύνδεση με τους συνθέτες μου, γι’ αυτό και οι σχέσεις μας αντέχουν στον χρόνο. Με τους ερμηνευτές δεν έχω στενές επαφές, αλλά υπάρχει αμοιβαία εκτίμηση. Ο Ηλίας Καμπακάκης όμως, που είναι και συνθέτης κι ερμηνευτής των έργων μας, είναι ένα ξεχωριστό πρόσωπο στη ζωή μου».
H στιχουργική είναι ποίηση;
«Η στιχουργική πειθαρχεί σε τεχνικές. Η ποίηση δεν έχει τέτοιον ψυχαναγκασμό, έχει πεπλατυμένα όρια γενικότερα, ακόμα κι αν ομοιοκαταληκτεί. Το ιδανικό – κατά την άποψή μου – είναι να εμπλέκει ο στιχουργός στην «καθομιλουμένη» των στίχων του και την ποιητική του σκοπιά, χωρίς να κατρακυλήσει στο δυσνόητο, στο επιτηδευμένο».
Ποιον στίχο σας θα θέλατε να σας αφιερώσουν;
«Θα προτιμούσα να μου αφιερώσουν τον εξής συγκλονιστικό στίχο ενός παραδοσιακού τραγουδιού που αγνοούμε τον στιχουργό του: «Σ’ αγαπώ, γιατί είσαι ΕΣΥ». Τι σπουδαίο νόημα!».

