Οι πολιτικοί αντίπαλοι Νετανιάχου
Η χαρτογράφηση των δυνάμεων του αντιπολιτευτικού χώρου 73 ημέρες πριν από τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στο Ισραήλ
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Μόλις 73 ημέρες από τη διεξαγωγή των πρόωρων ισραηλινών βουλευτικών εκλογών της 23ης Μαρτίου 2021, των τέταρτων κατά σειρά την τελευταία διετία, το κεντρικό πρόσωπο παραμένει ο Βενιαμίν Νετανιάχου. Από την άλλη, κάποια νέα δεδομένα αλλάζουν και πάλι το προεκλογικό σκηνικό. Σύμφωνα με την εκλογική νομοθεσία, στις 4 Φεβρουαρίου θα ανακοινωθούν οριστικά ποια κόμματα ή πολιτικοί σχηματισμοί θα δώσουν τη μάχη κατά του Νετανιάχου. Μέχρι τότε όμως είναι χρήσιμη μια χαρτογράφηση των πολιτικών δυνάμεων του ευρύτερου αντιπολιτευτικού χώρου.
Η διάσπαση
στο Λικούντ
Οταν πριν από έναν χρόνο, στις 23.12.2019, ο ανθυποψήφιος του Βενιαμίν Νετανιάχου για την ηγεσία του Λικούντ, Γκιντόν Σάαρ, έλαβε το ταπεινό 27,5% του σώματος των εκλεκτόρων, λίγοι φαντάζονταν ότι θα αποφάσιζε να σχηματίσει δικό του κόμμα. Και όμως, στις 8 Δεκεμβρίου 2020 πήρε τη μεγάλη απόφαση και σχημάτισε τη «Νέα Ελπίδα» («Tikva Hadasha»), ευελπιστώντας να αποσπάσει παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους, που είτε πείστηκαν για την ενοχή του Νετανιάχου στις υποθέσεις διαφθοράς είτε θέλουν να τιμωρήσουν την ανακολουθία του Μπένι Γκαντς – ο οποίος, αντί για τιμωρός, αποδείχθηκε το βολικό δεκανίκι ενός πρωθυπουργού γαντζωμένου στην εξουσία. Μαζί με τον Σάαρ αποχώρησαν από το Λικούντ άλλοι πέντε βουλευτές, κομματικά στελέχη με θητεία στην τοπική αυτοδιοίκηση, και η δικηγόρος Μιχάλ Ντιαμάντ, εγγονή του πρώην ηγέτη του κόμματος και πρωθυπουργού Ιτσχάκ Σαμίρ – με όποια (λίγη) συμβολική σημασία αυτό συνεπάγεται.
Παρότι τα άτομα που συστρατεύθηκαν με τον Σάαρ στερούνται επιρροής στον δημόσιο λόγο, οι δημοσκοπήσεις έφεραν τη «Νέα Ελπίδα» στην εντυπωσιακή δεύτερη θέση με 17 έδρες, έναντι 28 του Λικούντ υπό τον Νετανιάχου, που παραμένει στην πρώτη θέση. Εξίσου εντυπωσιακό στοιχείο που προέκυψε από τις δημοσκοπήσεις είναι ότι ο καθ’ όλα δεξιός Γκιντόν Σάαρ θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, ακόμα και με κεντροαριστερές δυνάμεις. Από την άλλη, σε καμία δημοσκόπηση ο Σάαρ δεν έχει το προβάδισμα έναντι του Νετανιάχου στο ερώτημα περί καταλληλότητας για την πρωθυπουργία. Οσο «καθαρός» κι αν ακούγεται ο πολιτικός του λόγος, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης θεωρεί ακόμη ότι ο Νετανιάχου, καλώς ή κακώς, παραμένει αναντικατάστατος. Και όσο περνούν οι μέρες, το ρεύμα υπέρ του Σάαρ μειώνεται σταδιακά.
Καταλύτης
η πανδημία
Η συνθηματολογία περί απαλλαγής του πολιτικού συστήματος από «ύποπτες συμπορεύσεις εξουσίας-κεφαλαίου» μπορεί να ενθουσιάζει, αλλά δεν επαρκεί. Το ζητούμενο είναι πρακτικές λύσεις για τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία – και απτές λύσεις από τα χείλη του Σάαρ δεν ακούγονται.
Πάντως, ύστερα από τρεις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, είναι η πρώτη φορά που ο Νετανιάχου θα κληθεί να διαφυλάξει την ενότητα του κόμματός του – μια πρόκληση που μέχρι πρότινος δεν αντιμετώπιζε. Μπορεί στις τοπικές οργανώσεις οι ανώνυμοι προσκείμενοι στον Σάαρ να μπορέσουν να φέρουν ψήφους, αλλά σε επίπεδο μικροπολιτικών διεργασιών πρωθυπουργικά ταλέντα δεν αναδεικνύονται. Τουλάχιστον όχι μέσα σε μόλις 73 ημέρες πριν ανοίξουν οι κάλπες. Το ίδιο ισχύει και για τον Ναφτάλι Μπένετ, αρχηγό του δεξιότερου εθνοθρησκευτικού κόμματος «Γεμίνα», που δήλωσε ότι προτίθεται και εκείνος να διεκδικήσει την πρωθυπουργία, καλώντας τον Σάαρ να τον στηρίξει μετεκλογικά. Αλλά και έναντι του Ναφτάλι Μπένετ, ο Νετανιάχου στις δημοσκοπήσεις υπερτερεί.
Μια νέα
Κεντροαριστερά;
Στις επικείμενες εκλογές, ο μεγάλος ασθενής είναι η κεντροαριστερή παράταξη. Το άλλοτε κραταιό Κόμμα των Εργατικών κινδυνεύει να μην περάσει το κατώφλι της Κνέσετ, με τον ηγέτη του Αμίρ Πέρετς να επικρίνεται (εκ των υστέρων) από βουλευτές του κόμματος λόγω της συμμετοχής του στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Το «Μπλε και Ασπρο» κόμμα του Μπένι Γκαντς, που οι δημοσκοπήσεις διίστανται κατά πόσον θα καταφέρει να εκλέξει βουλευτές, φυλλορροεί και ο νυν υπουργός Εξωτερικών Γκάμπι Ασκενάζι αποφάσισε να απέχει από την ενεργό πολιτική δράση για το προσεχές διάστημα, ενώ φήμες που έφεραν τον τέως αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων, Γκάντι Αϊζενκοτ, να θέλει να τον αντικαταστήσει διαψεύστηκαν.
Από την άλλη, το κόμμα «Υπάρχει Μέλλον» του Γιαΐρ Λαπίντ γνώρισε κι εκείνο μία ηχηρή αποχώρηση. Ο άλλοτε στενός συνεργάτης του Λαπίντ, Οφερ Σέλαχ, ανέκρουσε πρύμναν και προχώρησε στην ίδρυση δικού του κόμματος. Αν και ο δημόσιος λόγος του επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, και περιέργως ξεφεύγει από τη μόνιμη επωδό «να φύγει ο Νετανιάχου», τελικά δεν έχει απήχηση. Ετσι, παρότι η παράταξη Λαπίντ συντηρεί την αξιοπρεπή τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις, τα επιχειρήματα που προβάλλει έχασαν τον ενθουσιασμό τους.
Ο κ. Γαβριήλ Χαρίτος είναι δικηγόρος, δρ Διεθνών Σχέσεων, ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν. Διδάσκει Ιστορία Ελληνοϊσραηλινών Σχέσεων στο ισραηλινό Πανεπιστήμιο Μπεν-Γκουριόν και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Νέοςπαίκτης
Ξαφνικά ένας νέος παίκτης εμφανίστηκε στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο επί δεκαετίες νυν δήμαρχος του Τελ Αβίβ, Ρον Χουλνταΐ, ίδρυσε την περασμένη εβδομάδα το κόμμα «Ισραελίμ» («Ισραηλινοί»), αποσπώντας μία σημαντική μεταγραφή: τον νυν υπουργό Δικαιοσύνης και τέως συνεργάτη του Μπένι Γκαντς, Αβι Νίσενκορεν. Δημοσκοπικά οι «Ισραελίμ» φέρονται να εκλέγουν 8 έδρες. Μέχρι στιγμής όμως ο Χουλνταΐ δεν κατάφερε να προσελκύσει σημαντικά ονόματα και μάλλον η παράταξη ήδη προσανατολίζεται να μην κατέλθει αυτόνομα στις εκλογές. Η προχωρημένη ηλικία του Χουλνταΐ, οι εμφανείς ανισότητες ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς κατοίκους του Τελ Αβίβ επί της δικής του πολυετούς δημαρχιακής θητείας και η απουσία πρότασης λύσεων – πέραν της επανάληψης των γνωστών κατηγοριών περί διαφθοράς εναντίον του Νετανιάχου – δεν προλέγουν τίποτα καλό.
Η αραβική ψήφος και τα προβλήματα ιδεολογικής συνοχής
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι τάσεις των αράβων ψηφοφόρων του Ισραήλ που αποτελούν το 20% του εκλογικού σώματος. Ο Ενιαίος Αραβικός Συνδυασμός για ακόμα μία φορά παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα ιδεολογικής συνοχής και σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η εξομάλυνση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και των αραβικών χωρών, και κυρίως με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η επισημοποίηση των διμερών σχέσεων Ισραήλ – ΗΑΕ ανοίγει νέους ορίζοντες για τους άραβες επιχειρηματίες της Χάιφας και της Ναζαρέτ, γεγονός που καθιστά πιο δημοφιλή τον άλλοτε απόλυτα αντιπαθή Νετανιάχου.
Ενόσω η αμηχανία των αραβικών κομμάτων είναι εμφανής μπροστά στα νέα δεδομένα, ο ηγέτης του ισλαμιστικού κόμματος «Ράαμ», Μανσούρ Αμπάς, τους τελευταίους μήνες με δηλώσεις και κινήσεις του σε κοινοβουλευτικό επίπεδο δεν κρύβει την προθυμία του να κτίσει γέφυρες με το Λικούντ. Και αναμφίβολα ούτε ο ίδιος ο Νετανιάχου δεν θα περίμενε ποτέ η ψήφος των Αράβων να αποδειχθεί «ο άσος στο μανίκι» του.

