Οι Πανελλαδικές δεν στήνουν… κάλπες
Ξεκίνησαν οι διαδικασίες για την επιλογή των 250 ατόμων που θα συγκροτήσουν την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων και όλες τις υποεπιτροπές της
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Την περασμένη εβδομάδα, στον τρίτο όροφο του υπουργείου Παιδείας τίποτα δεν ήταν ίδιο: κλειστές πόρτες, μικροσυσκέψεις παντού, άδεια γραφεία. Η αίσθηση του αιφνιδιασμού ήταν εκεί. Οπως και η αίσθηση της ανατροπής ενός σχεδιασμένου «δρομολογίου».
Πρόκειται ωστόσο για ένα από τα υπουργεία στα οποία κανείς δεν δικαιούται να «κατεβάσει» απογοητευμένος τα μολύβια, τουλάχιστον όχι πριν το κάνουν οι 100.000 υποψήφιοι που σε πέντε ημέρες μπαίνουν στα εξεταστικά κέντρα της χώρας για να διεκδικήσουν μια από τις θέσεις στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας.
Κάλπες και εξετάσεις
Καθυστερημένα (όπως όλα εφέτος, καθώς ακόμη και η κατανομή των νέων τμημάτων σε επιστημονικά πεδία έγινε στο παρά πέντε των εξετάσεων) τα τηλέφωνα ξεκίνησαν: χιλιάδες είναι οι κλήσεις που πρέπει να γίνουν μέχρι να επιλεγούν τα συνολικά 250 άτομα που θα συγκροτήσουν την Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων και όλες τις υποεπιτροπές της.
Τηλεφωνήματα που εφέτος ακολουθούνται από επιπλέον «προϋποθέσεις». Πρόκειται για τη μοναδική εξεταστική περίοδο ως σήμερα που γίνεται μια… ανάσα από τις βουλευτικές εκλογές.
Ποια άτομα θα επιλεγούν τελικά για τις επιτροπές που θα βάλουν τα θέματα στις Πανελλαδικές; Με ποια κριτήρια; Εμπειρα μέλη της Επιτροπής εκμυστηρεύονταν στο «Βήμα» τις προηγούμενες ημέρες ότι ο κίνδυνος επιλογής προσώπων με διαφορετικά κριτήρια από τα επιστημονικά που απαιτούνται είναι πάντα υπαρκτός και τώρα πολύ περισσότερο.
Το βέβαιο είναι ότι οι Πανελλαδικές Εξετάσεις θα αποτελέσουν την τελευταία δοκιμή ετοιμότητας της κρατικής μηχανής στις ακραίες πολιτικές συνθήκες που ήδη δημιουργούνται. Η Παιδεία όμως δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως προεκλογικό εργαλείο στα χέρια κανενός: ούτε του υπουργείου Παιδείας με την επιλογή εύκολων θεμάτων που θα «χαϊδέψουν» τους 17άρηδες υποψηφίους και εφετινούς ψηφοφόρους, αλλά θα οδηγήσουν σε συνωστισμό αριστούχων έξω από τα ΑΕΙ και σε στρατιές ανέργων μελλοντικά, ούτε όμως και της αντιπολίτευσης με την κριτική των θεμάτων που θα επιλεγούν ή της διαδικασίας που θα ακολουθηθεί εάν αυτή είναι τυπική και σωστή.
Οι «17» και ο «λύτης»
Η διαδικασία της επιλογής των μελών της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων του υπουργείου Παιδείας απαιτεί κάθε χρόνο γερά νεύρα και αντοχή στις εντάσεις.
Η Κεντρική Επιτροπή αποτελείται από 17 μέλη, 3 από τα οποία είναι εκ των πραγμάτων μέλη του υπουργείου Παιδείας: ο διευθυντής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ο διευθυντής της Υπηρεσίας Διεξαγωγής των Πανελλαδικών Εξετάσεων και ο νομικός σύμβουλος του υπουργείου.
Οι υπόλοιποι είναι καθηγητές των ΑΕΙ, 2-3 συντονιστές πρώην σχολικοί σύμβουλοι και 2 καθηγητές της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Παρών βέβαια σε όλες τις συνεδριάσεις της είναι και ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Και βεβαίως όλα τα μέλη της Επιτροπής ορίζονται ετησίως από τον υπουργό Παιδείας κατά τη βούλησή του, αλλά ζητείται και η σύμφωνη γνώμη του Οργανισμού Πανελλαδικών Εξετάσεων. Για κάθε μάθημα που εξετάζεται σχηματίζονται υποεπιτροπές των 4 ατόμων. Είναι προφανές ότι κανείς τους δεν πρέπει να έχει στο περιβάλλον του κάποιον που να δίνει Πανελλαδικές Εξετάσεις μέχρι τρίτου βαθμού συγγένειας.
Ποια είναι η ψυχολογική «ισορροπία» μέσα στις επιτροπές αυτές; Οι καθηγητές ΑΕΙ ελέγχουν την επιστημονική επάρκεια των θεμάτων και οι καθηγητές των σχολείων αν είναι συμβατά με την πραγματικότητα των σχολείων και με όσα έχουν διδαχθεί οι μαθητές. Και αυτό γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που επικράτησαν οι βαρύγδουπες απόψεις πανεπιστημιακών καθηγητών και επελέγησαν για τις εξετάσεις θέματα που ούτε το 70% των καθηγητών του σχολείου δεν μπορούσε να τα λύσει, ειδικά στις θετικές επιστήμες, τσακίζοντας έτσι την ψυχολογία χιλιάδων νέων.
Η αλήθεια είναι ότι η προετοιμασία της διαδικασίας θυμίζει αστυνομική ταινία δράσης: Οι επιτροπές αυτές συνεδριάζουν από τις 7 το βράδυ της προηγούμενης ημέρας των εξετάσεων στο υπουργείο Παιδείας, αποκλεισμένες σε ειδική αίθουσα, χωρίς κινητά, με γενική φραγή της κινητής τηλεφωνίας σε όλη την περιοχή. Επιλέγουν τα θέματα των εξετάσεων στη διάρκεια της νύχτας και τα ξημερώματα (4 ή 5 η ώρα) τα δίνουν στον περίφημο «λύτη», που δεν είναι άλλος από κάποιον συνάδελφό τους, για να κρίνει αν μπορεί να τα λύσει εύκολα και αν είναι συμβατά με τη διαδικασία.
Στη συνέχεια τα εισηγούνται στην Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις παρατυπιών βέβαια, καθώς υπάρχουν και εκπαιδευτικοί που επιμένουν για την επιλογή συγκεκριμένων θεμάτων, κάτι που για τα έμπειρα μέλη της Επιτροπής σημαίνει ότι οι ίδιοι έχουν διδάξει καλύτερα τα θέματα αυτά σε μαθητές στους οποίους ενδεχομένως παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα, οπότε η οποιαδήποτε επιμονή «τιμωρείται» άμεσα με αποκλεισμό του θέματος!
Επίσης, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ύστερα από 12 ώρες σύσκεψης φτάνουν στην Επιτροπή θέματα λάθος ή ακατάλληλα, κάτι που ειδικά στην περίπτωση της Εκθεσης είναι πολύ εύκολο να γίνει. Με το δεδομένο ότι αυτές οι συζητήσεις γίνονται στις 6 η ώρα τα ξημερώματα, σε έναν χώρο αποκλεισμένο από πολυμέσα ή τηλέφωνα, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων πρέπει να επιλέξουν πολύ γρήγορα ένα νέο αξιόπιστο θέμα.
Οπως λένε χαριτολογώντας παλιά έμπειρα μέλη της Επιτροπής που μιλούν στο «Βήμα», «αυτές είναι οι περιπτώσεις που εσείς οι δημοσιογράφοι και οι αναλυτές των θεμάτων σχολιάζετε για το πόσο τετριμμένο θέμα επελέγη εκείνη τη χρονιά στην Εκθεση». Και αυτό, γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις ανασύρεται η «Πρακτική φιλοσοφία» του Ευάγγελου Παπανούτσου και επιλέγονται «εύκολα» θέματα.
«Η Νέα Δημοκρατία δεν θα αιφνιδιάσει τους μαθητές»
«Τις ημέρες αυτές δεν είναι μόνο οι υποψήφιοι που αγωνιούν, αλλά και οι μαθητές που ολοκληρώνουν τη Β’ Λυκείου και θα δώσουν τον αγώνα τους κατά το προσεχές ακαδημαϊκό έτος. Και αυτό, καθώς οι πρόσφατες αλλαγές στο εξεταστικό σύστημα που επέφερε το τελευταίο νομοθέτημα του υπουργείου Παιδείας δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί.
Η Νέα Δημοκρατία, εφόσον αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μετά τις επερχόμενες εθνικές εκλογές, δεν σκοπεύει να αιφνιδιάσει κανέναν. Ως εκ τούτου, το σύστημα εισαγωγής δεν πρόκειται να αλλάξει, τουλάχιστον για την επόμενη χρονιά. Η δική μας λογική είναι ότι πριν από οποιαδήποτε αλλαγή χρειάζεται λεπτομερής – πρωτίστως στρατηγικός – σχεδιασμός, ουσιαστικός διάλογος με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, να έχουν υποβληθεί υλοποιήσιμες προτάσεις και, φυσικά, ένα μεταβατικό στάδιο προσαρμογής.
Για εμάς κεντρική προτεραιότητα συνιστά η ανάκτηση του αυτόνομου παιδαγωγικού ρόλου του Λυκείου. Σε αυτό το πλαίσιο, δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην απόκτηση Εθνικού Απολυτηρίου, στο οποίο θα οδηγεί η επιτυχής ολοκλήρωση του Λυκείου. Για τον προσδιορισμό του βαθμού του Εθνικού Απολυτηρίου θα συνυπολογίζονται οι βαθμοί και των 3 τάξεων του Λυκείου με ειδικό συντελεστή ανά τάξη. Παράλληλα, σε αυτή τη διαδικασία, και για την επίτευξη μεγαλύτερου βαθμού αντικειμενικότητας, θα αξιοποιηθεί ο ανανεωμένος και βελτιωμένος θεσμός της Τράπεζας Θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, κατά τη διεξαγωγή των γραπτών προαγωγικών εξετάσεων από τάξη σε τάξη, για όλες τις τάξεις του Λυκείου. Περαιτέρω, στο πρόγραμμά μας περιλαμβάνεται ο καθορισμός ελάχιστης βάσης για την εισαγωγή στα Ανώτατα Ιδρύματα. Πέραν δε αυτής της ελάχιστης βάσης, τα Ιδρύματα θα μπορούν να ορίζουν βάση εισαγωγής υψηλότερη της ελάχιστης, αλλά και να καθορίζουν τον ετήσιο αριθμό των εισακτέων βάσει των δυνατοτήτων τους».

