Το τέλος της ελληνικής παρουσίας αιώνων στη Μικρά Ασία γράφτηκε μέσα σε δύο εβδομάδες. Μετά την επίθεση που ανέτρεψε την αμυντική γραμμή στο Αφιόν Καραχισάρ στις 13/26 Αυγούστου 1922 ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε σε άτακτη υποχώρηση και τελικά στην πλήρη αποχώρηση, ενώ ο τουρκικός κατέλαβε τη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου.

Ακολούθησαν λεηλασίες, σφαγές και ο εμπρησμός της κοσμοπολίτικης πόλης: η πυρκαγιά που ξέσπασε στις 1/13 Σεπτεμβρίου με ευθύνη των Τούρκων πυρπόλησε πλήρως την ελληνική και την αρμενική συνοικία. Η τραγωδία των εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων που κατέφυγαν στην προκυμαία της Σμύρνης αναζητώντας τη διά θαλάσσης σωτηρία υπό την απειλή της ανομίας, των φόνων και των βιασμών έχει εξιστορηθεί πολλές φορές στο παρελθόν, η προσέγγιση όμως του καθηγητή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Λου Γιουρένεκ συνδύασε τη μαρτυρία των αυτοπτών μαρτύρων με εκείνη των αρχείων του αμερικανικού Ναυτικού, την πιστή περιγραφή των γεγονότων με την έμφαση στη δράση των ατόμων.

Λου Γιουρένεκ

Η μεγάλη φωτιά. Σμύρνη – Σεπτέμβριος 1922

Μετάφραση Χρήστος Καψάλης.

Εκδόσεις Ψυχογιός, 2016, σελ. 544, τιμή 19,90 ευρώ

Στη Μεγάλη φωτιά (εκδ. Ψυχογιός) ο αιδεσιμότατος Εϊσα Τζένινγκς, ο αμερικανός πλωτάρχης Χάλσεϊ Πάουελ και ο κυβερνήτης του θωρηκτού «Κιλκίς», πλοίαρχος Ιωάννης Θεοφανίδης, με προεξάρχοντα τον πρώτο ο οποίος θα τιμούνταν στα τέλη του 1922 από την Ελλάδα με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος για την προσφορά του, είναι οι τρεις καίριοι διαμεσολαβητές στις ανεπίσημες επαφές με τις αρχές στην Αθήνα, το αμερικανικό Ναυτικό και τις κεμαλικές δυνάμεις, που θα οδηγούσαν τελικά στην προσέγγιση ελληνικών πλοίων στη Σμύρνη και στη σωτηρία 250.000 ανθρώπων. Η συνεισφορά τους, όπως και η μνήμη της Καταστροφής παγκοσμίως, τα αίτια και οι σκοπιμότητες της διεθνούς αδράνειας για τη διάσωση των κατοίκων είναι ορισμένα από τα θέματα που θίξαμε στη συζήτησή μας για τον μοιραίο Σεπτέμβριο του 1922.

Για την κοινή γνώμη στην Ελλάδα και στην Τουρκία η Μικρασιατική Εκστρατεία είναι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Ωστόσο, στη σύγχρονη βιβλιογραφία αυτή, όπως και άλλες συγκρούσεις της περιόδου 1918-1923, νοείται ως προέκταση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

«Οπωσδήποτε. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έληξε οριστικά ως το 1923. Τότε άλλωστε συνομολογήθηκαν οι τελικές συνθήκες με τους εθνικιστές Τούρκους του Μουσταφά Κεμάλ. Και αυτή υπήρξε και η αποτυχία των συμμαχικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, κυρίως της Βρετανίας, ωστόσο ρόλο έπαιξαν και η Γαλλία και η Ιταλία. Απέτυχαν να επιβάλουν την ειρήνη και τους διακηρυγμένους στόχους τους, κάτι που οδήγησε στην εξέγερση των εθνικιστών, στην οργάνωση του στρατού τους, στην ήττα του ελληνικού στρατού και στην έξωση των ελληνικών και άλλων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία».

Στιγμιότυπο από την πυρπόληση της Σμύρνης σε φωτογραφία της εποχής

Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από την ανάδυση της μνήμης και της σημασίας της τόσο στην ιστοριογραφία όσο και στη δημόσια σφαίρα. Εν τούτοις, όπως επισημαίνετε στο βιβλίο σας, «στις μέρες μας η ιστορία της Σμύρνης έχει παραδοθεί εν πολλοίς στη λήθη».

«Είναι ένα ερώτημα που με στοιχειώνει κι εμένα. Ηδη κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, και πολύ περισσότερο μετά την ολοκλήρωσή της, αντιλήφθηκα πόσο σημαντικό είναι να κατανοήσει κανείς τη σύγχρονη ιστορία της Μεσογείου αλλά και την ιστορία των γενοκτονιών. Αναρωτήθηκα κι εγώ, λοιπόν, γιατί δεν είναι γνωστή η ιστορία της Σμύρνης παγκοσμίως. Αλλά ακόμη και στην Ελλάδα και στην Τουρκία δεν είναι γνωστή σε όλες της τις λεπτομέρειες. Η απάντηση στο ερώτημα είναι πολύπλοκη. Ως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την καταστροφή της Σμύρνης ακολούθησε μια έντονη διένεξη σχετικά με το αν η χώρα έπρεπε να αναγνωρίσει διπλωματικά την Τουρκία. Στη μια πλευρά βρισκόταν η θρησκευτική κοινότητα, ιδιαίτερα οι εξαιρετικά ισχυρές εκείνη την εποχή προτεσταντικές εκκλησίες, που αντιτάχθηκαν στην επίσημη αναγνώριση εξαιτίας της βίας και των καταστροφών. Στην άλλη πλευρά βρισκόταν το Στέιτ Ντιπάρτμεντ που την ευνοούσε για γεωπολιτικούς και εμπορικούς λόγους. Το υπουργείο Εξωτερικών διεξήγαγε μια εκστρατεία παραπληροφόρησης προκειμένου να πείσει την κοινή γνώμη ότι στη Σμύρνη δεν υπήρξε γενοκτονία αλλά μια εσωτερική διαμάχη που εξετράπη με άσχημα αποτελέσματα και ήταν καιρός να πάψει να απασχολεί την αμερικανική συνείδηση. Η διελκυστίνδα κράτησε χρόνια και η Τουρκία αναγνωρίστηκε από της ΗΠΑ μόλις στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όμως η διένεξη και ο τρόπος διεξαγωγής της θεωρώ ότι ευθύνεται για τη σημερινή σιωπή γύρω από το ζήτημα. Ως προς την Ελλάδα, οι λόγοι που η ιστορία είναι μεν γνωστή αλλά όχι πλήρως, είναι ακόμη πιο πολύπλοκοι. Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι τους κατέχω πλήρως, θα περιοριστώ σε όσα διαπίστωσα στη διάρκεια της έρευνάς μου. Ο Βενιζέλος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την οικοδόμηση μιας σχέσης με την Τουρκία και πίστευε, όπως και άλλοι, ότι αυτή δεν θα ευοδωνόταν αν η Ελλάδα «μνημειοποιούσε» τη γενοκτονία στη Μικρά Ασία και την καταστροφή της Σμύρνης. Κατά μία έννοια, ο ίδιος και όσοι συμφωνούσαν με τον συγκεκριμένο τρόπο σκέψης προτιμούσαν η χώρα να τα αφήσει όλα αυτά πίσω της. Επίσης, το τμήμα της ακαδημαϊκής κοινότητας στην Ελλάδα που πρόσκειται στην Αριστερά αποφεύγει οτιδήποτε θεωρεί πως σχετίζεται με τον εθνικισμό. Υπάρχει επιπλέον ένα διάχυτο αίσθημα ντροπής, καθώς ο πόλεμος κατέληξε σε ήττα – και ποιος θέλει να θυμάται τις ήττες; Στην Αμερική, για παράδειγμα, δεν θυμόμαστε πρόθυμα το Βιετνάμ. Θα πρέπει, φυσικά, να θυμόμαστε τις ήττες και υπάρχουν πολύ σοβαροί λόγοι για να το πράττουμε. Ομως, μια και μιλάμε για μνήμη, δεν πρέπει να ξεχνάμε, από την άλλη πλευρά, ότι στην Ελλάδα διαμορφώθηκε και η προσφυγική συνείδηση μιας συμπαγούς κοινότητας».

Ο Εϊσα Τζένινγκς ενσάρκωνε το προτεσταντικό θρησκευτικό κίνημα της εποχής. Η ζωή του ως μεθοδιστή ιερέα περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της υπηρεσίας προς την ανθρωπότητα. Ηταν επινοητικός χαρακτήρας και είχε τον τρόπο του να πείθει τους ανθρώπους

Αμνησία υπάρχει στην Τουρκία;

«Συνειδητή αμνησία. Κοιτάξτε, ο Μουσταφά Κεμάλ δεν δημιούργησε μόνο το τουρκικό έθνος, δημιούργησε και την ιστορία του. Κατά τη δική του ερμηνεία της ιστορίας και κατά την ερμηνεία της ιστορίας που διδάσκεται στα τουρκικά σχολεία η Σμύρνη αποτελεί τη νίκη του τουρκικού εθνικισμού έναντι της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας που χρησιμοποίησε τους Ελληνες ως μαριονέτες. Οταν ήμουν στην Τουρκία διαπίστωσα ότι πολύς κόσμος, καθηγητές πανεπιστημίου, επαγγελματίες, μορφωμένοι άνθρωποι, γνωρίζει την πυρκαγιά της Σμύρνης ως γεγονός. Οι λεπτομέρειες, όμως, ως προς το ποιος ευθύνεται για τον εμπρησμό, για παράδειγμα, απουσιάζουν από τη γνώση αυτή. Γνώρισα έναν καθηγητή πανεπιστημίου στη διάρκεια της έρευνάς μου ο οποίος με ξενάγησε σε διάφορες τοποθεσίες της Σμύρνης, με έκανε να κατανοήσω την πόλη και με βοήθησε εξαιρετικά. Κάποτε, λοιπόν, σταματήσαμε μαζί σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και έτυχε να συζητήσουμε το θέμα με τον μηχανικό: «Α, για τη φωτιά παλιά κατηγορούσαμε τους Αρμένιους», μας είπε, «τώρα όμως που τα πάμε καλά μαζί τους, κατηγορούμε τους Ελληνες». Στην Τουρκία, λοιπόν, επικρατεί άγνοια, και δεν χρησιμοποιώ τον όρο με την υποτιμητική του έννοια, αλλά με την έννοια της έλλειψης πληροφόρησης ως προς το τι συνέβη».

Επηρεάστηκε η θέση της καταστροφής της Σμύρνης στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας και από τις ιστοριογραφικές πρακτικές, τον τρόπο μελέτης των γενοκτονιών, για παράδειγμα;

«Τα γεγονότα της Σμύρνης υποβαθμίστηκαν στην πορεία του χρόνου και εξαιτίας του διαχωρισμού των βιαιοτήτων στον οποίο προέβη η επιστημονική έρευνα. Την εποχή που ξεκίνησα τη δική μου αναζήτηση, δεν γινόταν λόγος για «μικρασιατική γενοκτονία». Συναντούσε κανείς τους όρους «αρμενική γενοκτονία», «γενοκτονία των Ελλήνων της Ιωνίας», «κοπτική γενοκτονία» – σε κάποιες υποσημειώσεις και τη «γενοκτονία των Ασσυρίων». Ολες εκλαμβάνονταν ως διαφορετικά μεταξύ τους γεγονότα. Θεωρώ, επομένως, ότι συνέβαλα κι εγώ στο να γίνει κατανοητό ότι η γενοκτονία ήταν μία και αφορούσε την εξαφάνιση των χριστιανικών κοινοτήτων της Μικράς Ασίας προς εκτουρκισμό της αναδυόμενης Τουρκίας. Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η αντίληψη ότι πρόκειται περί μιας, ενιαίας γενοκτονίας, κατά την οποία 3 ως 3½ εκατομμύρια χριστιανοί δολοφονήθηκαν, ενώ πολλοί περισσότεροι εκδιώχθηκαν από τις εστίες τους».

Οι διεθνείς κρατικοί και κυβερνητικοί παράγοντες καθυστέρησαν δραματικά να αναλάβουν δράση για τη σωτηρία των Ελλήνων της Σμύρνης. Πού οφείλεται αυτή η αδράνεια ενώ η τραγωδία που εξελισσόταν είχε ήδη γίνει γνωστή;

«Πράγματι, όλοι οι παράγοντες άργησαν να δράσουν και ακόμη και ο χαρακτηρισμός τους ως ανεύθυνων θα είναι ευφημισμός. Ωστόσο, δεν καθυστέρησαν όλα τα κράτη για τους ίδιους λόγους. Η Ελλάδα είχε μόλις χάσει τον πόλεμο. Ο στρατός της είχε εκκενώσει τη Μικρά Ασία και η χώρα ήταν χρεοκοπημένη. Δεν ήταν σε θέση να σώσει τους ανθρώπους της με τη δύναμη των όπλων. Επιπλέον, δεν επιθυμούσαν όλοι την έλευση των Μικρασιατών στην Ελλάδα, αν κρίνουμε από την αρχική τους μεταχείριση. Επομένως, η περίπτωση της Ελλάδας είναι αυτή ενός ηττημένου έθνους, ανίσχυρου να πράξει το οτιδήποτε. Η Βρετανία ήταν εξαντλημένη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προέβη σε κάποιες ενέργειες διάσωσης και αρωγής, δεν ήταν όμως πρόθυμη να φτάσει ως το σημείο να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία. Θα έλεγα ότι για την Ιταλία και τη Γαλλία η ιστορία είναι πιο επαίσχυντη. Διαγκωνίζονταν για την εύνοια των Τούρκων ώστε να αποκτήσουν εμπορικές σφαίρες επιρροής. Οι Ηνωμένες Πολιτείες διήγαν τη φάση του απομονωτισμού. Ο τότε πρόεδρος, ο Γουόρεν Χάρντινγκ, είχε εκλεγεί με την υπόσχεση να αποσυνδέσει τις ΗΠΑ από τις διεθνείς της υποχρεώσεις και η συμμετοχή της χώρας στην Κοινωνία των Εθνών είχε απορριφθεί. Η πλειοψηφία των Αμερικανών δεν είχε διάθεση να στείλει δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες για να νικήσει τους κεμαλιστές. Στα ανώτερα κλιμάκια της κυβέρνησης δεν υπήρχε καν η διάθεση να συμμετάσχουν στη διάσωση. Η κοινή γνώμη άργησε να ασκήσει πίεση και ως τότε τη διάσωση είχαν ήδη αναλάβει άτομα που αισθάνονταν ηθική ευθύνη για τα τεκταινόμενα. Συνοπτικά, δύο πράγματα συνέβαιναν. Οι συμμαχικές δυνάμεις μόλις είχαν ολοκληρώσει έναν πόλεμο και δεν ήθελαν να αρχίσουν έναν άλλον. Και οι Τούρκοι έδειχναν πως θα επικρατούσαν, θα γίνονταν κύριοι μιας χώρας με σημαντικούς φυσικούς πόρους, επομένως υπήρχε μια τάση να επιζητηθεί η εύνοιά τους με τον νου σε μελλοντικές παραχωρήσεις δικαιωμάτων ορυχείων, σιδηροδρόμων, πετρελαίου».

Γράφετε ότι η στάση των ξένων δυνάμεων κυμαινόταν «μεταξύ αδιαφορίας και παρέμβασης». Είναι ενδεικτικές για τα δύο αυτά άκρα από τη μια πλευρά ο αμερικανός ναύαρχος Μαρκ Μπρίστολ και από την άλλη ο πάστορας Εϊσα Τζένινγκς και ο πλωτάρχης Χάλσεϊ Πάουελ;

«Ο Μαρκ Μπρίστολ, αξιωματικός του Ναυτικού και ταυτόχρονα ένα είδος πρέσβη, καθώς οι ΗΠΑ δεν είχαν ακόμη διπλωματικές σχέσεις με την Τουρκία, δεν ήταν σε καμία περίπτωση διατεθειμένος να βοηθήσει τους Ελληνες. Τους αντιπαθούσε, όπως και τους Αρμένιους. Θεωρούσε ότι σε αντίθεση με τους Τούρκους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν μια πιο φιλοπόλεμη κουλτούρα, εκείνοι αποτελούσαν κατώτερες κουλτούρες, κατώτερα έθνη. Σήμερα θα τον λέγαμε ρατσιστή. Οι εντολές προς τους αξιωματικούς του ήταν να αποφύγουν οποιαδήποτε ανάμειξη. Και μάλιστα αυτές οι εντολές υπερέβαιναν τις οδηγίες που λάμβανε από την Ουάσιγκτον. Από την άλλη πλευρά έχουμε τον Εϊσα Τζένινγκς και τον Χάλσεϊ Πάουελ, οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της ακραίας οδύνης εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων χωρίς τροφή και νερό, με ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, υπό το κράτος των φόνων και των βιασμών. Ο Τζένινγκς ενσάρκωνε το προτεσταντικό θρησκευτικό κίνημα της εποχής. Η ζωή του ως μεθοδιστή ιερέα περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της υπηρεσίας προς την ανθρωπότητα. Ηταν επινοητικός χαρακτήρας και είχε τον τρόπο του να πείθει τους ανθρώπους. Oπλισμένος με την επινοητικότητά του και μόνο ναύλωσε ένα ατμόπλοιο, δωροδόκησε έναν ιταλό καπετάνιο με τα χρήματα μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, προχώρησε σε κινήσεις διπλωματικά ανορθόδοξες, αλλά τελικά αποτελεσματικές. Ο Πάουελ ήταν θαρραλέος και αποτελεσματικός, με άψογο πολεμικό μητρώο – ήταν ήρωας πολέμου. Τόσο η συνείδηση όσο και η ενσυναίσθησή του ήταν ανεπτυγμένες και, αν και υπήρξε προσεκτικός στις ενέργειές του, το ρίσκο που έπαιρνε ήταν μεγάλο γιατί η στάση του συνιστούσε απείθεια σε διαταγές και ο Μαρκ Μπρίστολ είχε ήδη τερματίσει τις σταδιοδρομίες άλλων αξιωματικών για ελάσσονες παρόμοιες παρεμβάσεις. Αυτή η ασυνήθιστη συνεργασία που αργότερα έγινε τριπλή, με την προσθήκη του έλληνα πλοίαρχου Ιωάννη Θεοφανίδη, δημιούργησε τις συνθήκες σωτηρίας 250.000 ανθρώπων από βέβαιο θάνατο».