Τέσσερα διεθνή προγράμματα προώθησης αγροτικών προϊόντων σε εννιά χώρες, δύο εθνικά και δύο διακρατικά, με τη συμμετοχή ιταλικών και ρουμανικών επαγγελματικών φορέων, υλοποιεί και έχει στο «χαρτοφυλάκιό» της η Κοινοπραξία Συνεταιρισμών Νομού Ημαθίας. Ο επικεφαλής της και πρόεδρος στην Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Πυρηνόκαρπων Χρήστος Γιαννακάκης απαντάει στις ερωτήσεις μας για το παρελθόν και το μέλλον του ροδάκινου στον τόπο μας.

Πώς ξεκίνησε και πώς αναπτύχθηκε η καλλιέργεια του ροδάκινου στην περιοχή μας;

«Το ροδάκινο, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, είναι ένα δέντρο που ήρθε από την Ανατολή, κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και καλλιεργούνταν στην Περσία και στην Κίνα. Αρχικά, στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε ερασιτεχνικά και η σωστή αξιοποίησή του άρχισε τη δεκαετία του ’50, όταν ο επιχειρηματίας Λαναράς κάλεσε έναν γεωτέχνη από την Κάτω Ιταλία και του ανέθεσε να αναπτύξει την καλλιέργεια στις ιδιόκτητες εκτάσεις του. Αυτό αποτέλεσε υπόδειγμα για την ευρύτερη περιοχή. Ξεκινώντας η καλλιέργεια κυρίως από την περιοχή της Νάουσας, επεκτάθηκε και έφθασε στα σημερινά επίπεδα. Το πρώτο κονσερβοποιείο το οποίο δημιουργήθηκε στη χώρα ήταν το Βέρμιον-Νάουσα με χρηματοδότηση από την Αγροτική Τράπεζα, στο οποίο συμμετείχαν συνεταιριστικές οργανώσεις της περιοχής και αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της ανάπτυξης του μεταποιημένου ροδάκινου (κονσέρβα)».

Σιγά-σιγά, στην πορεία των χρόνων, άρχισαν να αναπτύσσονται συνεταιρισμοί και να αναλαμβάνουν τη διακίνηση του προϊόντος.

«Το 1981 η χώρα μας μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η ελληνική ροδακινοπαραγωγή γνώρισε τεράστια ανάπτυξη. Δυστυχώς όμως ανακαλύφθηκε και ένας καινούργιος θεσμός που παρείχε η Ευρωπαϊκή Ενωση για τη στήριξη της τιμής του προϊόντος: η απόσυρση προϊόντων και η χωματερή. Τα χρόνια που ακολούθησαν, όταν η διαδικασία ήταν ανεξέλεγκτη, άρχισαν να δημιουργούνται συνεταιρισμοί επί συνεταιρισμών. Ετσι, ενώ θα έπρεπε να έχουμε στην Ημαθία 10-15 οργανώσεις παραγωγών που να έχουν δικαίωμα να κάνουν απόσυρση, φθάσαμε να έχουμε 52 και η πλειοψηφία τους ασχολούνταν με την απόσυρση, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τα ελληνικά ροδάκινα από τη διεθνή αγορά και να κυριαρχήσουν οι ιταλοί και ισπανοί ανταγωνιστές. Ετσι, ενώ εκείνοι αξιοποιούσαν τις αγορές και κέρδιζαν πολλαπλάσια, εμείς αξιοποιούσαμε την εύκολη λύση της απόσυρσης, παραδίνοντας τις αγορές στους ανταγωνιστές μας.

Οταν η Ευρωπαϊκή Ενωση επέβαλε δραστικούς περιορισμούς στην απόσυρση προϊόντων, ο μεγαλύτερος αριθμός των συνεταιριστικών οργανώσεων οδηγήθηκε σε κατάρρευση και επιβίωσαν μόνο όσοι έκαναν εξαγωγές και εμπορία. Αυτό έγινε γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90.

Μετά ήρθε η ανασύνταξη. Οσες συνεταιριστικές επιχειρήσεις είχαν εμπορικό προσανατολισμό τις αγορές στάθηκαν στα πόδια τους, καθώς άνοιξε και η μεγάλη ρωσική αγορά, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορέσαμε να κερδίσουμε τις αγορές της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης, διότι οι Ισπανοί και οι Ιταλοί ήταν πανίσχυροι, πολύ καλά οργανωμένοι, είχαν μεγάλους όγκους παραγωγής και μεγάλη ποικιλία προϊόντων, στοιχεία που ο κάθε ελληνικός συνεταιρισμός δεν διέθετε. Εδώ, λοιπόν, γίνεται αντιληπτό πως τα μικρά εμπορικά μεγέθη οδηγούν στην αδυναμία πρόσβασης στις μεγάλες αγορές.

Ταυτόχρονα και η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τις καταστάσεις. Παγετοί, χαλάζια, βροχοπτώσεις και καύσωνες μειώνουν τις ποσότητες.

Επομένως η αγορά στρεφόταν σε επιχειρήσεις που είχαν ποσότητες, ποικιλία, καλή οργάνωση, παρείχαν συστήματα ποιότητας, όπως ολοκληρωμένης διαχείρισης παραγωγής και ISO, και έλεγχαν την παραγωγική διαδικασία για τη διασφάλιση της υγείας του καταναλωτή από φυτοφάρμακα και λιπάσματα. Μόνο ορισμένες μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις είχαν αυτή τη δυνατότητα, οι οποίες πλήρωναν και ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους παραγωγούς και στους πελάτες τους.

Οι εξελίξεις αυτές επηρέασαν όλο το σύστημα εμπορίας και μεταποίησης των ροδάκινων με αποτέλεσμα να περιοριστεί ο αριθμός των συνεταιρισμών, των εμπορικών επιχειρήσεων καθώς και των μεταποιητικών. Ειδικότερα στις μεταποιητικές βιομηχανίες, σήμερα έμειναν 16.

Και σταθεροποιήθηκε η κατάσταση εκεί. Αυτές, λοιπόν, οι 16 αύξησαν τη δυναμικότητά τους και με χαμηλότερα κόστη παραγωγής, με αποτέλεσμα η ελληνική κονσερβοποιία ροδάκινου να ελέγχει το 50% της παγκόσμιας αγοράς».

Τι νομίζετε ότι πρέπει να γίνει για τη βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας;

«Πρέπει να αντικατασταθούν οι ευαίσθητες ποικιλίες στους παγετούς διότι παθαίνουν ζημιές λόγω κλιματικής αλλαγής και επίσης οι ευαίσθητες στις ασθένειες και οι χαμηλής παραγωγικότητας. Πρέπει να γίνει οργανωμένη αναδιάρθρωση με νέες ποικιλίες και με επιδοτούμενα προγράμματα.

Παράλληλα, η συγκέντρωση της παραγωγής και η δημιουργία μεγάλων εμπορικών συμπράξεων θα βοηθούσε να ανοίξουν καινούργιες αγορές που θα απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες και θα πληρώσουν σε καλύτερες τιμές».

Ποια θεωρείτε καλύτερη αγορά για το ελληνικό ροδάκινο;

«Η καλύτερη αγορά είναι η ευρωπαϊκή αγορά. Γενικά η αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γιατί είναι μια αγορά που για το ευπαθές μας προϊόν είναι κοντά, μπορούμε να στείλουμε τα προϊόντα μας με φορτηγά αυτοκίνητα-ψυγεία και έχει ο ευρωπαίος καταναλωτής υψηλά εισοδήματα. Η ευρωπαϊκή αγορά, λοιπόν, είναι η καλύτερη αγορά για το φρέσκο ροδάκινο αλλά και για το μεταποιημένο».

Ποια εφόδια πρέπει να έχει κάποιος που θέλει να γίνει αγρότης ή παραγωγός ροδάκινου;

«Πρέπει να έχει, κατ’ αρχάς, τα αγροτεμάχια, τα οποία είναι απαραίτητα. Παλιά, ένας αγρότης μπορούσε να επιβιώνει με άνεση καλλιεργώντας 25-30 στρέμματα. Σήμερα αυτή η έκταση δεν επαρκεί. Πρέπει να καλλιεργεί κανείς πάνω από 60 στρέμματα γης. Το δεύτερο είναι ότι πρέπει τα αγροκτήματα να αρδεύονται εύκολα. Σε χωράφια στα οποία δεν υπάρχει άρδευση δεν είναι δυνατόν να καλλιεργηθούν δενδρώδεις καλλιέργειες, ιδιαίτερα πυρηνόκαρπα. Τρίτον, πρέπει να κατέχει μηχανολογικό εξοπλισμό αλλά και έναν επιστημονικό σύμβουλο για να τον καθοδηγεί για τους ψεκασμούς και τα λιπάσματα. Επίσης, να διασφαλίζονται κάποια καλλιεργητικά δάνεια αλλά και η ασφαλής πώληση του προϊόντος. Τέλος, θέλει πολλή όρεξη για δουλειά».