Oι λεπτές ισορροπίες επιχειρήσεων και κοινωνίας
Πότε είναι ειλικρινής και αποδεκτή η στράτευση μιας εισηγμένης σε σκοπούς άσχετους με το αντικείμενό της
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2020 που διεξήχθη από τις 10 έως τις 21 Σεπτεμβρίου στο Τορόντο του Καναδά έκανε πρεμιέρα ένα σίκουελ της ταινίας «Η Εταιρεία» που είχαν παρουσιάσει επίσης στο ίδιο Φεστιβάλ το 2003 οι σκηνοθέτες Μαρκ Αχμπάρ και Τζένιφερ Αμποτ. Η ταινία εκείνη βασιζόταν στο βιβλίο του αμερικανοκαναδού καθηγητή στη Νομική Σχολή του University of British Columbia Τζόελ Μπάκαν με τίτλο «Η Εταιρεία: Η παθολογική αναζήτηση του κέρδους και της ισχύος» και προσέγγιζε υπό μορφή ντοκιμαντέρ την επιχείρηση ως έναν εκ των ισχυρών θεσμών της εποχής μας. Συγκεκριμένα, ερευνούσε την ιστορία της «Εταιρείας», ανέλυε τις αλληλεπιδράσεις της με τους άλλους θεσμούς και την επιρροή της στις κοινωνίες και στη δημοκρατία, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο νομικό μεν, που όμως έχει αναπτύξει με την πάροδο των δεκαετιών πολλά κοινά σημεία με τα φυσικά πρόσωπα εμφανίζοντας μάλιστα… ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές όπως κάποια από αυτά.
Η κοινή γνώμη
και η σαγήνη
Στην ταινία του 2020 που τιτλοφορείται «Η Νέα Εταιρεία: H δυστυχώς αναγκαία συνέχεια» ο καθηγητής Τζόελ Μπάκαν και η Τζένιφερ Αμποτ ερευνούν τους τρόπους και αναλύουν τις μεθόδους που μετέρχονται οι εταιρείες για να περισπάσουν την προσοχή της κοινής γνώμης από την ολοένα και πιο οφθαλμοφανή και αισθητή εξουσιαστική σχέση που αναπτύσσουν με την κοινωνία και την πολιτική – εις βάρος και της κοινωνίας και της πολιτικής.
Η προσέγγιση των συγγραφέων-ερευνητών και κινηματογραφιστών είναι και πάλι ψυχολογική, καθώς επιχειρείται να καταδειχθεί πώς ενώσεις προσώπων νομικών που έχουν ως ιδρυτικό σκοπό και ως καταστατική αποστολή το κέρδος επιχειρούν να αναπτύξουν ταυτόχρονα και ένα μη κερδοσκοπικό προφίλ. Στόχος τους είναι «μέσω της σαγήνης, της γοητείας και ενός λόγου ανειλικρινούς, σαν να πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, να κερδίσουν την εύνοια της κοινής γνώμης». Των εν δυνάμει πελατών τους δηλαδή στην ουσία. Παρατηρείται μια «απελπισμένη» προσπάθεια των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων να επαναπροσδιοριστούν ως κοινωνικώς υπεύθυνοι. Διότι απώτερος σκοπός τους είναι να εξιλεωθούν ενώπιον της κοινής γνώμης, η οποία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 συνειδητοποίησε με βίαιο τρόπο τα αποτελέσματα της «οικονομίας της απληστίας»: ταχεία επίταση των εισοδηματικών ανισοτήτων και φτωχοποίηση ενός μεγάλου τμήματος της μεσαίας τάξης στις δυτικές κοινωνίες. Η προϊούσα κρίση του κορωνοϊού επιταχύνει δραματικά τη διαδικασία αυτή – σύμφωνα με έρευνα της ελβετικής τράπεζας UBS το διάστημα Μαΐου-Ιουλίου 2020 οι πολυεκατομμυριούχοι αύξησαν κατά 27,5% τα πλούτη τους.
Πλούτος για
τους φτωχούς
Ο λόγος των δημιουργών είναι και πάλι καταγγελτικός. «Κοινωνική ευθύνη εκ μέρους των επιχειρήσεων είναι κάτι που απλώς δεν υφίσταται» υποστηρίζουν, διότι κεντρική αρχή και υπαρξιακή αποστολή μιας εισηγμένης εταιρείας είναι η με κάθε τρόπο εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων των μετόχων της. Ωστόσο για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη και να εξασφαλιστούν οι συνθήκες απρόσκοπτης λειτουργίας και άνθησης των επιχειρήσεων, οι διοικήσεις τους φροντίζουν να εξωραΐσουν το κερδοσκοπικό προφίλ τους και να τις εμφανίσουν ως φίλες και συμμάχους της κοινωνίας. Οχι ως καθοδηγητές του «κατασκοπευτικού κεφαλαίου» μέσω τερατωδών μηχανισμών που «αλλοιώνουν την ανθρώπινη φύση και καταπατούν τις ατομικές ελευθερίες και τη δημοκρατία», όπως παρατηρεί η καθηγήτρια στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων του Harvard Σοσάνα Ζούμποφ στο «Μεγάλο Αλλότριο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα και στην Ελλάδα, αλλά ως προαγωγούς ενός «δημιουργικού καπιταλισμού». Ενός καπιταλισμού δηλαδή που παράγει πλούτο για να τον αναδιανείμει και να βοηθήσει τους φτωχούς.
Η απαξίωση
της φορολόγησης
Ταυτόχρονα η «Εταιρεία» προσπαθεί να στρέψει την κοινή γνώμη κατά των αντιπάλων της, φορτώνοντας εν προκειμένω στις κυβερνήσεις όλα τα προβλήματα που δημιουργεί η δική της καταστατική απληστία – αλλά και η ιδιοσυγκρασιακή των στελεχών της. Πώς γίνεται αυτό; Απαξιώνοντας την έννοια της φορολόγησης. Δαιμονοποιώντας το κράτος και τους ελεγκτικούς του μηχανισμούς. Και βέβαια καθαγιάζοντας και ιδανικοποιώντας τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Ετσι εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες για να συλλέγει στοιχεία, πληροφορίες και δεδομένα (data) με σκοπό τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των ανθρώπων και των αναγκών τους και τη μεγιστοποίηση των πωλήσεών της (το «κατασκοπευτικό κεφάλαιο» της Ζούμποφ). Προωθεί τον καταναλωτισμό και επιρρίπτει στους πολιτικούς και στις κυβερνήσεις ακέραιες τις ευθύνες για κάθε αποτυχία ή «αστοχία» στη λειτουργία του καπιταλισμού.
Κοινωνική προσφορά
και ακτιβισμός
Η εξουσιαστική σχέση μεταξύ εταιρείας και κοινωνίας έχει αναλυθεί τα τελευταία χρόνια από πολλούς «ειδικούς του συστήματος» και μάλιστα όχι λιγότερο καταγγελτικά – ένας καθηγητής του British Columbia ή του Harvard δύσκολα κατατάσσεται στη χορεία των μπαχαλάκηδων. Αλλά αν δεχθεί κανείς ότι η παγκόσμια επανάσταση ακόμα αργεί, ανακύπτει το ταπεινό ερώτημα τι το κακό υπάρχει στη στράτευση μιας επιχείρησης σε κάποιον «καλό σκοπό». Κατά πόσο μια χορηγία για την τέχνη ή για τη δημόσια υγεία, ας πούμε, λειτουργεί τόσο «παραπλανητικά για τις μάζες», που καλύτερα να μην υπάρχει;
Η απάντηση στο ερώτημα έχει να κάνει με τη διόλου λεπτή γραμμή που χωρίζει την κοινωνική προσφορά με τον ακτιβισμό. Η κοινωνική προσφορά μιας εταιρείας δεν προκαλεί το κοινό αίσθημα διότι δεν κρύβει ότι παρέχεται από μια κερδοσκοπική επιχείρηση, στην οποία εξάλλου και η ίδια η προσφορά αποφέρει οικονομικά οφέλη. Ο ακτιβισμός και το φιλανθρωπικό έργο αναλαμβάνονται από ανθρώπους προσωπικά ή από ιδρύματα που έχουν αυτή την καταστατική αποστολή.
Οι αρετές
της ομορφιάς
Η καμπάνια της Unilever το 2004 με τα προϊόντα προσωπικής φροντίδας Dove έκανε πάταγο. Η αφίσα έδειχνε με τα εσώρουχά τους γυναίκες με διαφορετικούς σωματότυπους, που πόρρω απέχουν από τον εξιδανικευμένο των φωτομοντέλων. Η εταιρεία διευκρίνισε ότι σκοπός της είναι να δείξει τις αρετές της «πραγματικής, προσιτής ομορφιάς». Ο τζίρος των προϊόντων Dove εκτινάχθηκε μέσα σε μια δεκαετία από τα 2,5 στα 4 δισ. δολάρια. Ηταν μια ειλικρινής διαφημιστική εκστρατεία που πέτυχε τον σκοπό της και, αν και κατηγορήθηκε για σεξισμό, είχε έναν αδιαμφισβήτητο κοινωνικό χαρακτήρα στο μέτρο που προέβαλε τη συμφιλίωση των γυναικών με το σώμα τους.
Ο κόσμος αντιλαμβάνεται τι είναι αυθεντικό και τίμιο
«Το πρόβλημα ανακύπτει όταν οι επιχειρήσεις στρατεύονται σε σκοπούς άσχετους με το αντικείμενό τους. Τότε κινδυνεύουν να παραγίνουν διδακτικές, να έχουν αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα για να εξιλεωθούν για την αντιπεριβαλλοντική ή αντεργατική ή αντικοινωνική δράση τους» σημειώνει στο BBC η καθηγήτρια εταιρικής ηθικής στο London University Λόρα Σπενς. Και αναφέρει ως παράδειγμα την εκστρατεία #RaceTogether που ανέλαβε προ ετών η Starbucks, ενθαρρύνοντας τους υπαλλήλους της να ξεκινούν με τους πελάτες συζητήσεις για να προωθούν την ιδέα της φυλετικής ισότητας.
«Ο κόσμος αντιλαμβάνεται τι είναι ανοησία, αντιλαμβάνεται και τι είναι αυθεντικό και τίμιο και σχετικό με την εταιρική υπόσταση και τον κλάδο που υπηρετείς. Ο σκοπός μιας κοινωνικής εκστρατείας πρέπει να συνδέεται με τη λειτουργία της επιχείρησης» σημειώνει η Σπενς. Εφόσον βέβαια η εκστρατεία πληρώνεται με τα χρήματα της εταιρείας. Αν πρόκειται για δωρεά από την προσωπική περιουσία του Μπιλ Γκέιτς ή του Γουόρεν Μπάφετ, για παράδειγμα, το πράγμα αλλάζει. Εδώ δεν «προσωποποιείται» η εταιρεία. Δεν δημιουργούνται υπόνοιες ότι πρόκειται για προσπάθεια αποκατάστασης ενός τραυματισμένου εταιρικού προφίλ.
Η κοινωνική ευθύνη, με άλλα λόγια, θεωρείται ειλικρινής και αποδεκτή από μια εταιρεία. Ο κοινωνικός ακτιβισμός, όμως, έχει προσωπικό χαρακτήρα. Οσο για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και την οργανωμένη αναδιανομή του πλούτου στην κοινωνία, αρμόδιες για να τη διεκπεραιώνουν είναι οι εκλεγμένες κυβερνήσεις που διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση και ελέγχονται από τον εντολέα τους, τον λαό.
Εκαστος εφ’ ω ετάχθη δηλαδή.

