Ηεμπάθεια, για να μην πούμε το μίσος, κατά του Κ. Σημίτη είναι συστατικό στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του Συνασπισμού, από το οποίο προήλθε. Είναι ενδεικτικό ότι η τότε ηγεσία του προτιμούσε ως συνομιλητή τον Ακη Τσοχατζόπουλο, παρά τον τότε πρόεδρο του ΠαΣοΚ, με τον οποίο ένα μέρος τουλάχιστον της ανανεωτικής Αριστεράς είχε περισσότερα κοινά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα λεγόμενα «ορφανά» του Ακη βρίσκονται στην αγκαλιά του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης.
 Η Αριστερά θεωρούσε ότι αυτή και μόνο αυτή αποτελούσε τον εκφραστή της προόδου και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρα όσοι με την πολιτική τους υπέσκαπταν αυτή την προνομιακή σχέση της με την κοινωνική αλλαγή, μετατρέπονται αυτομάτως σε ορκισμένους εχθρούς. Προτιμούσαν να συμπλέουν, όπως κάνουν και σήμερα, με τον παλαιοκομματισμό και τους εκφραστές της καθυστέρησης, αρκεί να ήταν εχθροί του εχθρού τους.
Η στοχοποίηση Σημίτη λοιπόν δεν είναι μόνο μια ευκαιριακή τυχοδιωκτική τακτική. Αφενός γιατί ο πρώην πρωθυπουργός εκφράζει μια εντελώς διαφορετική πολιτική κουλτούρα και αντίληψη από τους σημερινούς ενοίκους του Μαξίμου, αφετέρου γιατί αποτελεί ένα μέτρο σύγκρισης για το είδος και το ήθος διακυβέρνησης της χώρας. Προφανώς δεν υπήρξε αλάνθαστος, προφανώς σε κάποιες φάσεις υπέκυψε και αυτός σε συγκυριακές πολιτικές σκοπιμότητες, ωστόσο δεν εγκατέλειψε ποτέ τον βασικό πυρήνα της πολιτικής του.
Απέναντι στη διαχείριση της μιζέριας και την υποβάθμιση των θεσμών που εφαρμόζει η σημερινή εξουσία, η περίοδος Σημίτη εκφράζει τη βούληση μιας άλλης Ελλάδας, που επεδίωξε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να είναι ισότιμος συνομιλητής της Ευρώπης. Ηταν ο ηγέτης που δεν δίστασε να ευχαριστήσει τους Αμερικανούς, όταν η Αριστερά που σήμερα κυβερνά τον λοιδορούσε και σήμερα σπεύδει, χωρίς αιδώ, να προσκυνά τον Τραμπ.
Δεν επένδυσε στη δημαγωγία, δεν χάιδευε αφτιά, αντιπροσώπευε ένα στυλ ηγεσίας που μπορεί να μην ήταν προσφιλές στις μεγάλες μάζες, ούτε καν στο παλαιό πασοκικό ακροατήριο, αλλά προτιμούσε να υπηρετεί με συνέπεια και μεθοδικότητα τους στόχους που είχε βάλει. Σε πολλά σημαντικά τα κατάφερε, σε άλλα απέτυχε, όπως να αλλάξει την κουλτούρα του ίδιου του κόμματός του.
Προτίμησε όμως την αξιοπρέπεια, τη συνέπεια και την πολιτική μοναξιά – ακόμη και διάφοροι «φίλοι» τον εγκατέλειψαν – παρά να υποταχθεί στη φαυλότητα, στον λαϊκισμό και στον καιροσκοπισμό που κυριάρχησε και κυριαρχεί. Για αυτό και δεν τον αγγίζουν οι κυνικές μεθοδεύσεις των σημερινών εξουσιαστών.