Οι κλειδωμένες καρδιές

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η χρονιά ολοκληρώθηκε με τη χώρα να βρίσκεται σε καθεστώς lockdown, που lockdown δεν είναι. Δεν περάσαμε τις εφετινές γιορτές όπως τις προηγούμενες, αλλά δεν ήμασταν και κλεισμένοι στα σπίτια μας, όπως το Πάσχα. Μάλλον χρησιμοποιήσαμε τις γιορτές για να δώσουμε ένα άλλοθι στον εαυτό μας να συνεχίσουμε να ντριμπλάρουμε το lockdown, το οποίο το ζούμε ως τιμωρία που δεν αξίζουμε.
Το δεύτερο lockdown δεν είχε καμία σχέση με το πρώτο – συμβαίνει και με τις ταινίες και τα σίριαλ. Δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον παραλληλισμό: και το lockdown έχει κάτι που μοιάζει με σενάριο. Το πρώτο το ζήσαμε περίπου ως πρωταγωνιστές – με έναν φόβο για το τι μέλλει γενέσθαι που τον μεγάλωναν οι εικόνες από την Ιταλία, την Ισπανία, την Αγγλία κυρίως. Το δεύτερο, αντιθέτως, το ζήσαμε ως θεατές, σαν να είναι κάτι που δεν μας αφορά και ιδιαίτερα αλλά εξελίσσεται κάπου αλλού και εμείς το παρακολουθούμε.
Δεν θυμάμαι πού είχα πρωτοδιαβάσει τη φράση, αλλά αναφερόταν στην οικονομική ζωή της Ανατολικής Γερμανίας – νομίζω τη γράφει ο Βίκτορ Σεμπέστιεν στο καταπληκτικό του βιβλίο «Η πτώση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας». Στα χρόνια που ακόμα υπήρχε η αξιοπερίεργη αυτή χώρα, ανάμεσα στους πολίτες της και το κράτος υπήρχε μια σύμβαση που περιγράφεται υπέροχα με τη φράση «εσείς θα κάνετε ότι δουλεύετε και εμείς θα κάνουμε ότι σας πληρώνουμε». Οι Ανατολικογερμανοί με βάση αυτό πορεύτηκαν για χρόνια: μια παραλλαγή της φράσης είναι και η δική μας σύμβαση με την κυβέρνησή μας. Η κυβέρνηση κάνει ότι υπάρχει lockdown και εμείς κάνουμε ότι το εφαρμόζουμε. Και θα ήταν όλα υπέροχα αν στο μεταξύ δεν συνέβαινε κάτι αληθινά τραγικό με το οποίο έκλεισε η άθλια αυτή χρονιά: σε αυτό το δεύτερο lockdown συνηθίσαμε την ιδέα του θανάτου – η σύμβαση της ντρίμπλας των όποιων περιορισμών μάς έχουν επιβληθεί μας οδήγησε στο να ακούμε απλά τους θανάτους ως νούμερα που ανακοινώσει ο ΕΟΔΥ.
Ακούω όλον αυτόν τον καιρό για τα κρούσματα που πρέπει να μειωθούν, για τα μέτρα που δεν τηρούνται, για τις ελλείψεις στους ελέγχους, για τις ΜΕΘ, που θα έπρεπε να είναι περισσότερες, και για το ΕΣΥ, για το οποίο κυβέρνηση και αντιπολίτευση τσακώνονται. Ολοι σχεδόν αποφεύγουμε να μιλάμε για τους θανάτους με τρόπο που να δείχνει σεβασμό στη μνήμη ανθρώπων οι οποίοι φεύγουν εντελώς άδικα: από έναν ιό που έπιασε την ανθρωπότητα απροετοίμαστη, από έναν ιό που θέρισε αθώους ανθρώπους εξαιτίας και της δυσκολίας των επιστημόνων να βρουν φάρμακο και (μέχρι πριν από λίγο καιρό) εμβόλιο. Ολα αυτά νομίζω τα ξεχνάμε. Το lockdown αυτή τη φορά προέκυψε στις καρδιές μας: αυτές είναι που έκλεισαν, και μάλιστα με κρότο. Υπερβάλλω; Καθόλου. Θυμηθείτε απλά τι συμβαίνει.
Ο ερχομός των γιορτών δεν έφερε κανενός είδους προβληματισμό που να είχε να κάνει με το πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και πόσο χρέος μας είναι να την προστατεύσουμε. H περίοδος των γιορτών (ειδικά η περίοδος πριν από αυτές) κύλησε με προβληματισμούς για το αν έπρεπε ή όχι να ανοίξουν συγκεκριμένα καταστήματα, για το τι θα γινόταν με την εστίαση, για το αν και πώς θα λειτουργούσε το… click away. Πιο πολύ μας απασχόλησε το αν θα άνοιγαν τα κομμωτήρια (και κυρίως τα κέντρα αισθητικής, χωρίς τα οποία φαίνεται πως δεν μπορούμε να ζήσουμε…) παρά η αύξηση των θανάτων. Προβληματιστήκαμε για το πώς θα περάσουμε τις γιορτές και ο προβληματισμός μας έγινε κυβερνητική πολιτική: υπήρξε μια σκηνοθετημένη ανομολόγητη χαλαρότητα των μέτρων για να βρεθούν οι οικογένειες γύρω από ένα τραπέζι και ο τρόπος κάλυψης των καταναλωτικών αναγκών μας έγινε μέγα θέμα. Και οι θάνατοι απλά νούμερα.
Στο πρώτο lockdown η χώρα έζησε μια φωτεινή στιγμή μέσα σε ένα κλίμα παγκόσμιας κατήφειας και τρόμου. Στο δεύτερο δεν είναι έτσι. Αν στο πρώτο lockdown μάς έμειναν στο μυαλό τα πλάνα των άδειων δρόμων και το βλέμμα του κ. Σωτήρη Τσιόδρα τον οποίο κοιτάζαμε με τον θαυμασμό που ταιριάζει σε ανθρώπους που μας κάνουν μαθήματα ζωής, από το δεύτερο στο μυαλό μας θα μείνουν οι γεμάτες γιορτινές πλατείες, το μποτιλιάρισμα, οι συνηθισμένες εικόνες της αγχωτικής μας καθημερινότητας που ήθελε να γιορτάσει τις γιορτές σαν να μην τρέχει τίποτα, κι ας έχουμε καθημερινά ανακοινώσεις δεκάδων θανάτων. Αν στο πρώτο lockdown βλέπαμε στην τηλεόραση το οικείο πρόσωπο του Σπύρου Παπαδόπουλου να μας συμβουλεύει και να μας προειδοποιεί, τώρα η τηλεόραση είναι γεμάτη από τα πρόσωπα των συνηθισμένων τηλεμαϊντανών που ζουν για να τσακώνονται μεταξύ τους. Κυριαρχούν στη ζωή μας οι εικόνες υπουργών που μας καθησυχάζουν ότι θα αρθούν οι περιορισμοί χάρη στα εμβόλια και οι φάτσες των πολιτευτών που ψάχνουν ψήφους ακόμα και στα μνήματα. Καθόμαστε και παρακολουθούμε ψυχαγωγικές εκπομπές σαν να μην πεθαίνουν καθημερινά και άδικα άνθρωποι. Ας μην είμαστε απογοητευμένοι με όσους τις σκέφτηκαν, τις σχεδίασαν και τις χαίρονται: έκαναν ό,τι και εμείς – ότι όλα ήταν κανονικά και πρωτοχρονιάτικα και ότι η πανδημία δεν είναι παρά μια ξερή, απλή απογευματινή ανακοίνωση με νούμερα του ΕΟΔΥ. Νούμερα που έχουν να κάνουν με άλλους.
Ενώ το 2020 έφευγε, σκεπτόμουν πως το χειρότερο που συνέβη αυτή την απίστευτη χρονιά είναι ότι συνηθίσαμε την ιδέα του θανάτου. Ακούμε καθημερινά για δεκάδες νεκρούς στην Ελλάδα και χιλιάδες νεκρούς στον κόσμο και μετά κάνουμε ζάπινγκ ψάχνοντας κάτι για να περάσουμε την ώρα μας. Θα μπορούσαμε να θυμόμαστε τη χρονιά ως κάτι απόλυτα φωτεινό: τη χρονιά που καταφέραμε με τη συμπεριφορά και την προσοχή μας να σώσουμε δεκάδες ανθρώπους – ίσως και να το έχουμε κάνει κιόλας και να μην το ξέρουμε. Αλλά το κακό είναι ότι συμπεριφερόμαστε δυστυχώς σαν αυτό να μη μας αφορά: κάνουμε σαν να μη μας νοιάζει τίποτα πέρα από το ότι δεν καταφέραμε να περάσουμε την Πρωτοχρονιά όπως θα θέλαμε και τα Χριστούγεννα όπως θα μας άρεσε. Από τη στιγμή που στο τραπέζι μας δεν υπήρχαν άδειες θέσεις γιατί κάποιον κηδέψαμε πρόσφατα, θρηνήσαμε για την κηδεία των γιορτών μας. Κι αν κάποιος τολμούσε να πει πως οι γιορτές και ο θάνατος δεν πάνε μαζί, τον κοιτάζαμε ύποπτα. Μάλλον κι αυτόν τον ψεκάζουν…

