Οι καλές προθέσεις του κακού γούστου
Μια αναπάντεχη έκθεση στην Κωνσταντινούπολη αποσκοπεί στο να επαναπραγματευθεί την έννοια του κιτς μέσα από την τέχνη.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Αυτός που κάνει το κιτς – μια λέξη τόσο ψεύτικη που εμπεριέχει την περιφρόνηση και δηλώνει μια ανωτερότητα, κοινώς ό,τι ο άλλος είναι κι εσύ δεν είσαι -, έχει πολύ περισσότερα κοινά με εμένα απ’ ό,τι μπορώ να δεχτώ». Ο αρχιτέκτονας και καθηγητής Πολεοδομίας Δημήτρης Φιλιππίδης είχε σε ανύποπτο χρόνο δώσει, δίχως να το επιδιώξει, μια πολύ ωραία ερμηνεία για την τόσο παρεξηγημένη αισθητική τάση. Είτε μιλάμε για κτίρια, είτε για αντικείμενα και έργα τέχνης, αυτή η λέξη που δεν ηχεί ευχάριστα στα αφτιά, λες και έχει φαγωθεί από ανθρώπους σε μια κάποια απόμακρη ελληνική οροσειρά, εμπεριέχει πολύ περισσότερη γοητεία απ’ όση γενικά της αναγνωρίζεται.
Είναι ζήτηµα γούστου, «A Question of Taste», όπως µπορεί να αντιληφθεί κανείς µέσα από µια έκθεση στο Μουσείο Pera στην Κωνσταντινούπολη (έως τις 8 Αυγούστου). Μια ομαδική έκθεση που πραγματεύεται την έννοια του κιτς, μιας αισθητικής τάσης που νοηματοδοτείται εντελώς διαφορετικά σήμερα απ’ ό,τι πριν από έναν αιώνα. Το κιτς είναι πανταχού παρόν μέσα από τη μαζική κουλτούρα, καθώς προσφέρει τις πλούσιες πτυχές της για να εκκολαφθεί αυτή η καθόλου σοβαροφανής τέχνη, η οποία δηλώνει ηχηρά παρούσα στη διαδικασία της μετάβασης του υλικού πολιτισμού προς την ψηφιακή εκδοχή του.
Σε αυτή την έκθεση, λοιπόν, συμμετέχουν δεκατρείς καλλιτέχνες και κολεκτίβες που θέτουν ζητήματα αισθητικής και γούστου όπως αυτά διαμορφώνονται σε Ανατολή και Δύση. Οπως για παράδειγμα o αμερικανός εικαστικός Νικ Κέιβ, ο οποίος δημιουργεί φαντεζί κιτς κοστούμια-υπερπαραγωγές που παντρεύουν επιρροές από την αισθητική φυλών της Αφρικής, μέχρι την εξτραβαγκάνζα ενός Λιμπεράτσε, συγχέοντας τα όρια μεταξύ μόδας, τέχνης και περφόρμανς. Ή το δίδυμο των Γάλλων Pierre et Gilles, οι οποίοι εμμένουν εδώ και περίπου σαράντα χρόνια στην απεικόνιση μιας ζαχαρωμένης camp αισθητικής, αλλά και η κολεκτίβα Slavs and Tatars με το επιτηδευμένο κιτς των αισθητικών αναζητήσεων, όπως και η Τουρκάλα Γκιουλσούν Καραμουσταφά με το «κακό γούστο» των καλών προθέσεων και το δίδυμο των αμερικανών street artists, FAILE, με τα φθηνά thrills του δρόμου.
Κιτς, όπως «λασπώνω»
Η λέξη kitsch πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη μετα-βιομηχανική Γερμανία, κάπου ανάμεσα στα μέσα και τα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να περιγράψει αμφιβόλου ποιότητας φθηνούς, λαϊκούς, εμπορικούς πίνακες και σκίτσα της εποχής. Ενδέχεται να είναι παραφθορά της αγγλικής λέξης sketch που χρησιμοποιούσαν ξένοι επισκέπτες στο Μόναχο για να ζητήσουν σχέδια των ντόπιων καλλιτεχνών. Υπάρχει και η ενδιαφέρουσα και πιο ευφάνταστη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία το κιτς παραπέμπει στην παλιά ομόηχη γερμανική λέξη που σήμαινε «παίζω με τις λάσπες» και ήταν μια υποτιμητική αναφορά σε αυτούς τους επισκέπτες που αγόραζαν ό,τι κακότεχνο έβρισκαν μπροστά τους. Και ό,τι πιο έντονα βαμμένο, για να μην ξεχνιόμαστε, καθώς ο Γκαίτε είχε αποκλείσει την πολυχρωμία από το καλό γούστο, έχοντας ήδη πει «στα εκλεπτυσμένα άτομα δεν αρέσει το χρώμα». Εξ ου και η σύνδεση του κιτς με το κακό γούστο και η παρουσία του ως κριτήριο ή ένδειξη κοινωνικής τάξης, σαφέστατα κατώτερης. Μιας τάξης που δεν είχε τα εργαλεία και την πρόσβαση για να αποκτήσει εκλέπτυνση μέσα από την παιδεία, τη μόρφωση, την αγωγή ή απλώς τη συνήθεια. Το σίγουρο είναι ότι επανήλθε στο προσκήνιο τη δεκαετία του ’30 ως το βδελυρό αντίθετο της υψηλής τέχνης και σταδιακά έγινε μια πολυδιάστατη έννοια που δόξασαν η ποπ αρτ ή ο μεταμοντερνισμός, έχοντας ήδη βρει τη θέση της σε πολλές γλώσσες, χωρίς ποτέ να μεταφράζεται. «Σε μια εποχή που το διαφορετικό, το αμφίσημο, αυτό που δεν μπορεί πλέον να ειπωθεί, έχει αγιοποιηθεί, μπορεί να γίνει το κιτς το εργαλείο που θα προχωρήσει τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα;» διερωτάται η επιμελήτρια της έκθεσης στο Μουσείο Pera, Ούλια Σόλεϊ. Μπορεί ο στοχασμός γύρω από το αβανγκάρντ και το κιτς να συμβαδίσουν και όχι να κινούνται αντιθετικά λες και πρόκειται για τον Θεό και τον Διάβολο;
Μουσείο με ελληνικά θεμέλια
Οσοι έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στην Κωνσταντινούπολη έως τις 8 Αυγούστου, θα μπορέσουν ενδεχομένως να το διαπιστώσουν. Αλλά και να γνωρίσουν ένα μικρό μουσείο της Πόλης που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 2005 και είναι ένα ιδιωτικό μουσείο που ιδρύθηκε από τους Σουνά και Ινάν Κιράτς, ένα ζευγάρι δισεκατομμυριούχων της γειτονικής χώρας. Η Σουνά Κοτς (1941-2020), όπως ήταν το πατρικό της, υπήρξε η κόρη του πλουσιότερου για μια περίοδο επιχειρηματία της Τουρκίας και αντιπρόεδρος του βιομηχανικού ομίλου που εκείνος δημιούργησε, του Koc Holding. Συλλέκτες μαζί με τον σύζυγό της, Ινάν Κιράτς, ο οποίος υπήρξε υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας, ίδρυσαν το Suna and İnan Kıraç Foundation το 2003, με τον στόχο να κληροδοτήσουν στον τουρκικό λαό ένα ίδρυμα που θα προωθούσε την εκπαίδευση, τις τέχνες αλλά και την ιατρική έρευνα με έμφαση στις νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Η ίδια η Σουνά Κιράτς είχε διαγνωστεί με αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση (ALS) και είχε περάσει τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής της δίχως να μπορεί να περπατήσει ή να μιλήσει.
Η προώθηση των τεχνών γίνεται μέσα από το Μουσείο Pera στο Τεπέμπασι στην περιοχή Μπέγιογλου, σημερινή ονομασία του Πέραν. Το κτίριο που στεγάζει το Μουσείο ήταν κάποτε το Bristol Hotel, ένα ξενοδοχείο που είχε σχεδιαστεί το 1893 από τον Ρωμιό Αχιλλέα Μανούσο. Το κτίριο ανακαινίστηκε το 2003 και το εσωτερικό του μεταμορφώθηκε σε ένα μοντέρνο και πλήρως εξοπλισμένο μουσείο δίχως να αλλοιωθεί η ιστορική πρόσοψή του. Το μουσείο έχει συστήσει στο τουρκικό κοινό έναν μεγάλο αριθμό από διάσημους και πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Γκόγια, ο Ρέμπραντ, ο Πικάσο, ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Φερνάντο Μποτέρο ή η Φρίντα Κάλο, καθώς έχει συνεργαστεί με μεγάλα μουσεία και συλλογές του κόσμου, όπως η Tate Britain, το Victoria & Albert ή το Κρατικό Μουσείο της Ρωσίας στην Αγία Πετρούπολη, δίχως να σταματήσει να κοπιάζει για την προώθηση νέων καλλιτεχνών. Εκτός από τις περιοδικές εκθέσεις, αυτό το μικρό μουσείο στεγάζει τρεις μόνιμες συλλογές του Ιδρύματος Σουνά και Ινάν Κιράτς. Η μία απαρτίζεται από οριενταλιστικούς πίνακες ευρωπαίων καλλιτεχνών που έχουν εμπνευστεί από τον οθωμανικό κόσμο, η δεύτερη περιλαμβάνει μέτρα και σταθμά που χρησιμοποιούνταν στην Ανατολία τα τελευταία 4.000 χρόνια και η τρίτη τα πολύχρωμα παραδοσιακά κεραμικά της Κιουτάχειας. Στην πρώτη συλλογή περιλαμβάνονται και ορισμένα έργα από τον διάσημο διανοούμενο, αρχαιολόγο και ζωγράφο Οσμάν Χαμντί Μπέη με προεξάρχον το «Ο εκπαιδευτής της χελώνας» (1906). Πρόκειται για έναν πίνακα στον οποίο εικονίζεται ένας ηλικιωμένος άνδρας με την παραδοσιακή οθωμανική θρησκευτική φορεσιά ανάμεσα σε χελώνες που υποτίθεται προσπαθεί να εκπαιδεύσει. Επίσης, υποτίθεται ότι η πρόθεση του δημιουργού του ήταν να στηλιτεύσει τις αργές και αναποτελεσματικές απόπειρες μεταρρύθμισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό είναι το πιο διάσημο απόκτημα του μουσείου, το οποίο το είχε διεκδικήσει μαζί με την İstanbul Modern σε μια δημοπρασία-θρίλερ το 2004 των Artam Antik A.Ş. Είχε επικρατήσει τελικά το μουσείο Pera, προσφέροντας 3,5 εκατομμύρια δολάρια, το υψηλότερο ποσό που είχε δοθεί μέχρι τότε για ένα τουρκικό έργο τέχνης (το οποίο, σημειωτέον, πωλούνταν για λογαριασμό της χρεοκοπημένης İktisat Bankası μετά την τραπεζική κρίση του 2001). Ο Οσμάν Χαμντί Μπέη ήταν πασίγνωστος αρχαιολόγος και ζωγράφος, ιδρυτής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης και της Ακαδημίας Καλών Τεχνών και γιος του πανίσχυρου Ιμπραήμ Ετχέμ Πασά, ο οποίος θρυλείται ότι ήταν επιζών της Σφαγής της Χίου.

