Τσέλα και Τσικίτα. Δύο μεσόκοπες γυναίκες στην Ασουνσιόν της Παραγουάης, σε μια εποχή που ποτέ δεν ορίζεται με ακρίβεια. Το ίδιο ακαθόριστη όμως φαίνεται να είναι και η σχέση τους, κατά πάσα πιθανότητα ερωτική, καθώς οι γυναίκες ζουν χρόνια μαζί στο ίδιο σκοτεινό, πολυτελές αλλά και παρηκμασμένο πια σπίτι. Ανόμοιοι χαρακτήρες, η Τσέλα εσωστρεφής και αγέλαστη, παίζει πιάνο και μοιάζει μονίμως μελαγχολική. Η Τσικίτα από την άλλη μεριά είναι παρορμητική, έξω καρδιά, πίνει, καπνίζει, τραγουδάει. Οταν κάποια στιγμή η μοίρα τις χωρίζει, η κάμερα εστιάζει στην Τσέλα και στις εναλλασσόμενες καθημερινές αγωνίες της σε έναν κόσμο που φαίνεται ότι την ξεπερνά.
Αυτές οι δύο γυναίκες είναι οι βασικές ηρωίδες στις «Κληρονόμους» («Las herederas»), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του παραγουανού σκηνοθέτη Μαρσέλο Μαρτινέσι, ο οποίος έκανε την έκπληξη στο περασμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου: οι «Κληρονόμοι» κέρδισαν την Αργυρή Αρκτο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για την Ανα Μπριν που υποδύεται την Τσέλα (η Μαργκαρίτα Ιρούν είναι η Τσικίτα), την Αργυρή Αρκτο Alfred Bauer Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας, αλλά και το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI). Από την περασμένη Πέμπτη, οι «Κληρονόμοι» προβάλλονται και στις ελληνικές αίθουσες έχοντας νωπή τη βράβευσή τους με τη Χρυσή Αθηνά Καλύτερης Ταινίας στο 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Τέλος, η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Παραγουάης για το Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας 2019.
Οι «Κληρονόμοι» είναι μια ταινία στην οποία η κυριαρχία του γυναικείου στοιχείου είναι τόσο έντονη που όταν μου δόθηκε η ευκαιρία μιας συνέντευξης με τον Μαρσέλο Μαρτινέσι εύλογα θα τον ρωτούσα αν το γυναικείο φύλο τον ελκύει περισσότερο ως κινηματογραφιστή, αν η εξερεύνηση γυναικών έχει για εκείνον μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκριτικά με των ανδρών. «Οταν κάθισα για πρώτη φορά να γράψω για έναν δικό μου «κόσμο», ένα δικό μου σενάριο, οι φωνές των γυναικών ήταν οι πρώτοι ήχοι που ήρθαν στο μυαλό μου» απάντησε ο Μαρτινέσι, που πριν από τις «Kληρονόμους» είχε ασχοληθεί κυρίως με τις προσαρμογές διηγημάτων της Παραγουάης σε μικρού μήκους ταινίες. «Οι φωνές των γυναικών αποτελούν τη μνήμη μου». Οντως, ο σκηνοθέτης λέει ότι μεγάλωσε σε έναν κόσμο διαμορφωμένο από γυναίκες: μητέρα, αδελφές, γιαγιάδες, θείες, κυρίες στη γειτονιά. Η δημιουργία ενός «γυναικείου κέντρου» έμοιαζε για εκείνον με κάτι οργανικό, οικείο και πιο άνετο, «ειδικά επειδή ήθελα να θέσω ερωτήσεις με αυτή την ταινία, να διερευνήσω τον κόσμο γύρω μου. Και όσο περισσότερο το σκέφτομαι τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι στην κοινωνία μου εμείς – τα αγόρια – εκπαιδευτήκαμε για να έχουμε όλες τις απαντήσεις, να αισθανόμαστε πάντα βέβαιοι. Ομως η ευαισθησία των ερωτήσεων είναι γυναικεία».
Οι περιορισμοί οδηγούν στη δημιουργία
Ζητώ από τον σκηνοθέτη να μου μιλήσει λίγο περισσότερο για τα παιδικά του χρόνια, για θέματα που ο ίδιος θεωρεί ότι διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του, για το πώς εισχώρησε στον κινηματογράφο, μια τέχνη χωρίς καμία απολύτως παράδοση στην Παραγουάη. Ο Μαρσέλο Μαρτινέσι γεννήθηκε τo 1973 στην Ασουνσιόν, «μια μικρή πόλη που αναγκάστηκε να γίνει πρωτεύουσα, μια πόλη χωρίς ταυτότητα, μια πόλη ανάμεσα στη μικρή γοητεία και στην επιτήδευσή της». Οταν ο δικτάτορας Αλφρέδο Στρέσνερ την κατέλαβε, ο πατέρας του Μαρσέλο (που αργότερα θα γινόταν δικηγόρος) ήταν 11 χρόνων. Και όταν δεκαετίες αργότερα ο Στρέσνερ έφυγε από την εξουσία, το 1989, ο ίδιος ο Μαρσέλο ήταν 16. «Συνεπώς, μιλάμε για περισσότερες από δύο γενιές που επηρεάστηκαν από τον αυταρχισμό, ένα συναίσθημα που στην πατρίδα μου έχει διεισδύσει ολοκληρωτικά στην κοινωνική δομή των σχολείων, των οικογενειών και κάθε είδους σχέσεων» λέει ο Μαρτινέσι. Και συμπληρώνει: «Είναι αδύνατον, σήμερα, να μιλήσουμε ακόμη και για τον κινηματογράφο της Παραγουάης χωρίς να γνωρίζουμε τις δεκαετίες σκοταδιού, όταν κανείς δεν είχε τη δυνατότητα δημιουργίας σε κανέναν τομέα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970 και ενώ η υπόλοιπη Λατινική Αμερική διηγούνταν τις δικές της ιστορίες στη μεγάλη οθόνη, η χώρα μου παρέμεινε αόρατη. Μόνο τα τελευταία 15 χρόνια έχουμε αρχίσει να έχουμε κάποιες ταινίες – ένα είδος έκρηξης του παραγουανικού κινηματογράφου».
Ομως στην Ασουνσιόν, την πόλη των νιάτων του σκηνοθέτη, οι ασυνείδητες ενέργειες δεν προέρχονταν απλώς από το δικτατορικό καθεστώς. «Η βία, η μισαλλοδοξία και οι προκαταλήψεις κληρονομούνταν από κάθε γενιά και μεταβιβάστηκαν στην επόμενη» λέει. «Σε μια κοινωνία η οποία ανέκαθεν δραπέτευε ενεργά από την αλλαγή, μόνον οι στρεβλωμένες ζωές, οι παγιδευμένες ανάμεσα στις καταπιεστικές επιθυμίες και στην ανάγκη να αισθάνονται αποδεκτές και εκτιμημένες ζωές, ήταν οι δυνατές ζωές».
Οι «Κληρονόμοι» είναι μια ταινία που προέκυψε από αυτούς ακριβώς τους περιορισμούς. Αλλά όχι μόνο. Είναι επίσης μια εξερεύνηση οικείων αναμνήσεων του σκηνοθέτη στις οποίες «πρωταγωνιστούν» κουτσομπόλες της «υψηλής» κοινωνίας, γυναίκες που άκουγε ως παιδί, ενώ συνόδευε τη μητέρα του στα καθημερινά ψώνια, στα κομμωτήρια ή στο τσάι με τις φίλες της. «Είναι η ιστορία δύο γυναικών που έχουν κουραστεί να ζουν, να αγαπούν και να είναι οι ίδιες» λέει. «Αλλά μέσα από έναν φυσικό χωρισμό, μία από αυτές ξαναβρίσκει την αίσθηση του εαυτού της και μεταμορφώνεται. Από έξω, αυτό φαίνεται να είναι μια ανεπαίσθητη αλλαγή. Αλλά για μια στείρα κοινωνία, αυτή είναι μια μεγάλη μεταμόρφωση».
Η καταπίεση που επικρατεί στην Παραγουάη
Μια στείρα κοινωνία. Με αυτό το σχόλιο ο Μαρτινέσι είναι σαν να λέει ότι οι «Κληρονόμοι» δεν είναι μόνο μια ταινία «ανθρώπινων σχέσεων» αλλά επίσης μια πολιτική ταινία. «Ενδιαφέρομαι για την καθημερινή ζωή που λαμβάνει χώρα έξω από τις περιοχές της εξουσίας, ακόμη και μέσα στην άρχουσα τάξη» λέει ο ίδιος. «Δεν θα έβρισκα νόημα αν τοποθετούσα τους «Κληρονόμους» σε μια συγκεκριμένη στιγμή της πολιτικής ιστορίας της Παραγουάης. Αυτό θα ήταν μια ευκολία γιατί το συναίσθημα της ζωής σε μια γιγαντιαία φυλακή παραμένει το ίδιο. Και αυτή η ταινία αφορά τους περιορισμούς γενικότερα».
Συνεπής με την πολιτική ώθηση που τον οδήγησε να φτιάξει τις «Κληρονόμους», ο σκηνοθέτης είχε την επιθυμία (τουλάχιστον σε μεταφορικό επίπεδο) να μιλήσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο για την πολιτική της χώρας του. «Ετσι λοιπόν, εκτός από την τοποθέτηση της κάμερας μέσα στο σπίτι των Τσέλα και Τσικίτα, ήθελα να απεικονίσω το ισχυρό συναίσθημα της καταπίεσης που επικρατεί στην Παραγουάη, παρότι ο δικτάτορας έφυγε σχεδόν 30 χρόνια πριν. Γιατί αυτό το συναίσθημα, πιστέψτε με, επικρατεί ακόμη».
Να όμως που παρ’ όλα αυτά, ο Μαρσέλο Μαρτινέσι έχει παραμείνει στην Ασουνσιόν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και η οικογένειά του εξακολουθεί να ζει εκεί. Χαμογελά. «Από τότε που είχα μια αίσθηση του εαυτού μου, αδημονούσα πάντα να δραπετεύσω από αυτή την πόλη-φυλακή. Μα ακόμη και όταν τα κατάφερνα, όταν πράγματι βρισκόμουν μακριά της, με έκπληξή μου αντιλαμβανόμουν ότι δεν μπορούσα ποτέ να ξεφύγω από το αίσθημα του ότι ανήκω εκεί».