Οι εθνικές όπερες του Παύλου Καρρέρ
Οι σπανίως παιζόμενες «Δέσπω» και «Κυρά Φροσύνη» θα παρουσιαστούν από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Εις το σκαμνί του πιαìνου εκαìθησα εγωì, και πλησιìον μου, εκ δεξιωìν, εκαìθητο ο Βασιλευìς Οθων, η δε Αμαλιìα εσταìθη οìρθιος οìπισθεìν μου (…). Τοìτε ο Βασιλευìς μοι εξεìφρασεν την επιθυμιìαν του ν’ ακουìση τεμαìχια τινά του Βοìτζαρη. Εγώ ηìρχισα να παιìζω τον χοροìν της τριìτης πραìξεως και τω ηìρεσεν τοìσον ωìστε με παρεκαìλεσεν να τον επαναλαìβω. Μετά την εκτεìλεσιν τριωìν τεμαχιìων η Βασιìλισσα με ηρωìτησεν πού εσπουìδασα, εαìν εις την Ζαìκυνθον υπαìρχει φιλομουσιìα, εαìν αι Κυριìαι μας φεìρωσιν ενδυμασιìας εθνικαìς ή ευρωπαϊκαìς και αìλλα τεìτοια. Εξετεìλεσα και παìλιν εìτερα πεìντε τεμαìχια, εν οìλω οκτωì, και τοìτε οι Βασιλειìς απεχωìρησαν». Ετσι περιγράφει ο Παύλος Καρρέρ την πρώτη παρουσίαση της όπεράς του «Μάρκος Βότζαρης», τον Απρίλιο του 1858, μπροστά στο βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος. Το οποίο αν και ικανοποιήθηκε, λίγο αργότερα του ανακοίνωσε πως «ένεκεν πολιτικών λόγων υψίστης σημασίας, δεν δύναται να επιτραπή η παράστασις του Μάρκου εν τω εν Αθηναίας θεάτρω». Ποιοι ήταν αυτοί οι λόγοι; Πιθανώς οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία που επέβαλλαν την αποφυγή των όποιων προκλήσεων, αλλά και οι αντιζηλίες ανάμεσα στους αγωνιστές της Επανάστασης που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την επιλεκτική διά μουσικής ηρωοποίηση ενός μόνο εξ αυτών. Ο Οθωνας απαγορεύοντας την όπερα προσπάθησε να κρατήσει τις απαραίτητες ισορροπίες, πικραίνοντας τον συνθέτη από τη Ζάκυνθο. Ομως, εκείνη η απογοήτευση δεν λειτούργησε αποτρεπτικά για τον Καρρέρ, καθώς μετά την παρουσίαση του «Μάρκου Βότζαρη» (η οποία τελικά έγινε στην Πάτρα, το 1861) συνέθεσε δύο ακόμα «εθνικές όπερες» με θέματα από την Τουρκοκρατία, την «Κυρά Φροσύνη» (1868) που θα παρουσιαστεί από την ΕΛΣ σε συναυλιακή μορφή στις 25 Απριλίου και τη «Δέσπω» (1875) που θα παιχτεί μέσα στον Μάρτιο.
Η «Δέσπω, η ηρωίς του Σουλίου», όπως είναι ο πλήρης τίτλος της μονόπρακτης όπερας, γράφτηκε για τους καθηγητές και τους σπουδαστές του νεοϊδρυθέντος Ωδείου Αθηνών. Πρωτοπαρουσιάστηκε όμως τελικά (στην ιταλική γλώσσα) στο θέατρο «Απόλλων» της Πάτρας το 1883. Το (εμπνευσμένο από δημοτικά τραγούδια) λιμπρέτο έγραψε ο κερκυραίος καθηγητής υποκριτικής του Ωδείου Αντώνιος Μανούσος. Κατά την υπόθεση που διαδραματίζεται στο Σούλι, όταν η Δέσπω Μπότση μαθαίνει ότι ο σύζυγός της σκοτώθηκε ορκίζεται εκδίκηση: «Μες τα σπλάχνα του Τούρκου, σπαθί μου,/ αίμα πιε και ποτέ μη χόρτασης,/ και συ χέρι στον φόνο αν δειλιάσης,/ μήτε ο τάφος να μη σε δεχθή!». Και κάνει τον όρκο της πράξη: Κλείνεται μαζί με τις Σουλιώτισσες στον Πύργο του Δημουλά και όταν εισβάλλουν οι Τούρκοι τον ανατινάζει, σκορπώντας τον θάνατο στους εχθρούς αλλά βρίσκοντας τον θάνατο και η ίδια. Το έργο με το μελοδραματικό, στα όρια του αφελούς για το γούστο του σημερινού θεατή λιμπρέτο, αλλά και με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μουσική του Καρρέρ, θα παρουσιαστεί μαζί με τους «Ελληνικούς χορούς» του Νίκου Σκαλκώτα είτε μπροστά σε κοινό είτε διά της GNO TV τις προσεχείς ημέρες. Μουσική διεύθυνση Γιώργος Ζιάβρας, σκηνοθεσία Γιώργος Νανούρης, σκηνικά-κοστούμια Αγγελος Μέντης. Ερμηνεύουν (την ελληνική εκδοχή του λιμπρέτου) οι Αρτεμις Μπόγρη, Δημήτρης Πακσόγλου, Γιάννης Σελητσανιώτης και Διαμάντη Κριτσωτάκη. Με την Ορχήστρα, τη Χορωδία και μέλη του Μπαλέτου της ΕΛΣ. Την παραγωγή, που όπως όλο το επετειακό πρόγραμμα της ΕΛΣ υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, χορηγεί η Τράπεζα Πειραιώς.
«Η “Δέσπω” μου έδωσε δύναμη»
«Οταν μου προτάθηκε ο ρόλος, ήμουν διστακτική» εξομολογείται η μεσόφωνος Αρτεμις Μπόγρη που ερμηνεύει τη Δέσπω, «όχι επειδή δεν βρήκα τη μουσική ενδιαφέρουσα, αλλά επειδή φοβήθηκα πως ένα έργο που αναφέρεται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας κινδυνεύει να φανεί επί σκηνής γραφικό». Είχε όμως εμπιστοσύνη στην ομάδα που ανέλαβε να ξαναφέρει στη ζωή την όπερα και δεν διαψεύστηκε: «Πιστεύω πως το αποτέλεσμα δικαιώνει τους κόπους μας» λέει τώρα. «Ο Γιώργος Νανούρης, ο Γιώργος Ζιάβρας και ο Αγγελος Μέντης έχουν φτιάξει μία εντυπωσιακά φρέσκια και καλόγουστη παράσταση, χωρίς επιπλέον να προδώσουν το πνεύμα του έργου».
Μιας όπερας μικρής σε διάρκεια, η οποία όμως «μέσα σε 35 λεπτά «συμπυκνώνει» μελωδίες και νοήματα που θα χωρούσαν σε μία μεγάλη όπερα. Η μουσική της «Δέσπως» είναι μπελκάντο, με στοιχεία από το ελληνικό φολκλόρ, από τα παραδοσιακά ηπειρώτικα ακούσματα. Ο δε πρωταγωνιστικός ρόλος είναι αρκετά απαιτητικός καθώς ζητάει πολλά από την ερμηνεύτρια: Γερά κέντρα και κάτω νότες, λαμπερές υψηλές νότες, κολορατούρες».
Αλλη μια πρόκληση για μια τραγουδίστρια που όπως επιβεβαιώνει η πορεία της σε ένα ρεπερτόριο που εκτείνεται από το προκλασικό ως το μοντέρνο, και σε ρόλους μεσοφώνου αλλά και υψιφώνου, δεν φοβάται τα δύσκολα. «Ομως η «Δέσπω», ειδικά αυτή την περίοδο, μου πρόσφερε κάτι περισσότερο από την ευκαιρία να τραγουδήσω όμορφη μουσική» λέει η Αρτεμις Μπόγρη: «Μου έδωσε με το παράδειγμά της κουράγιο και δύναμη. Σε μια εποχή που και εγώ όπως όλοι οι συνάδελφοί μου αντιμετωπίζουμε τεράστιες δυσκολίες, που οι παραστάσεις μας έχουν ακυρωθεί, που τραγουδάμε ελάχιστα και συνήθως χωρίς την παρουσία του κοινού (με το τραγούδι να μοιάζει έτσι ανολοκλήρωτη κατάσταση), που τα έσοδά μας έχουν ελαττωθεί δραματικά (για πολλούς έχουν μηδενιστεί) η Δέσπω ήρθε για να μου θυμίσει την δύναμη που κρύβουμε μέσα μας. Παιδί και αυτή όπως και εμείς μιας εποχής σκοτεινής, μιας εποχής σκλαβιάς (σε εκείνη την επέβαλαν οι Τούρκοι, σε εμάς οι κορωνοϊός), μιλάει για το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα στον αυτοσεβασμό και στην αυτοδιάθεση. Θυμίζει πως μπορούμε και πρέπει να αντισταθούμε. Αναφέρομαι βεβαίως στην εσωτερική αντίσταση, στην εσωτερική δύναμη, στην ελευθερία της ψυχής μας που δεν πρέπει να χάσουμε, ενώ γύρω μας μαίνεται αυτός ο ιδιότυπος πόλεμος».

