«Οι εν ουρανώ ερασταί»
Ποιοι ήταν στην πραγματικότητα η γερμανίδα γκουβερνάντα και ο έλληνας αγαπημένος της που πέρασαν στην Ιστορία για τον άτυχο έρωτά τους.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στις 23 Φεβρουαρίου 1893, με διαφορά μερικών ωρών, αυτοκτόνησαν ο Μιχαήλ Μιμίκος και η Μαίρη Βέμπερ. Το γεγονός συγκλόνισε την κοινωνία της εποχής, με την ερωτική ιστορία και μετέπειτα τραγωδία των δύο νέων να περνά στην αιωνιότητα, ως διήγηση από στόμα σε στόμα, να γίνεται τραγούδι, ανάγνωσμα σε λαϊκά περιοδικά, ακόμα και ταινία. Από αυτή την ταινία, την οποία γύρισε το 1958 ο Γρηγόρης Γρηγορίου, έχει μάθει το νεότερο κοινό το δραματικό περιστατικό. Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να δανείζει τα νιάτα και τη χάρη της στη Μαίρη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη να είναι δίπλα της ένας κομψός και συγκινητικά ευγενικός Μιμίκος. Ποιοι όμως είναι οι αληθινοί πρωταγωνιστές της ιστορίας, το αγόρι και το κορίτσι που έμειναν γνωστοί ως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα;
Στης Ακρόπολης τα μέρη
Το όνομα της πραγματικής Μαίρης ήταν Μαίρη Βέμπερ. Επρόκειτο για μια νεαρή και ευειδή Γερμανίδα που είχε γεννηθεί το 1871 στο Πότσδαμ και που είχε έρθει στην Ελλάδα για να εργαστεί ως παιδαγωγός, για την ακρίβεια για να αναλάβει τον Γεώργιο, πρωτότοκο γιο του διαδόχου Κωνσταντίνου Α’ της Ελλάδος. Ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στο πλευρό του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου Γ’. Η Μαίρη άφησε πίσω της την πατρίδα της για να ξεπεράσει το βαρύ πένθος στο οποίο είχε βυθιστεί η οικογένειά της μετά την αυτοκτονία του αδελφού της, στο Βερολίνο, λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Ποιος να φανταζόταν πως λίγο μετά την περίμενε παρόμοιο τέλος!
Η καθημερινή ρουτίνα της κοπέλας περιελάμβανε βόλτα με τον μικρό Γεώργιο, μεταξύ άλλων στα πέριξ του Ζαππείου και της Ακροπόλεως και στον Βοτανικό Κήπο Αθηνών που είχε δημιουργήσει ο γερμανός καθηγητής Φυτολογίας Καρλ Φράας. Σε μία από αυτές τις βόλτες η Μαίρη συνάντησε τον Μιχαήλ Μιμίκο ή Μιμήκο (όπως ήταν το πλήρες όνομα του άνδρα που πέρασε στην ιστορία ως Μιμίκος), ο οποίος εκείνη την εποχή υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του ως δόκιμος αξιωματικός ιατρός. Ηταν γιος του απόστρατου ταγματάρχη Γεώργιου Μιμίκου και είχε καταγωγή από την Ανδρο. Οποία σύμπτωσις, και ο δικός του αδελφός είχε αυτοκτονήσει, για λόγους όμως που δεν αφορούσαν ερωτική απογοήτευση. Η Μαίρη ηράσθη τον Μιχαήλ και ο Μιχαήλ ηράσθη τη Μαίρη. Οι δύο νέοι αντήλλασσαν επιστολές στη γαλλική γλώσσα (η Μαίρη τις έστελνε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου υπηρετούσε ο Μιχαήλ και ο Μιχαήλ στο Παλάτι όπου εργαζόταν η Μαίρη) και συναντιόντουσαν μυστικά σε απόμερες περιοχές. Γρήγορα άρχισαν να συζητούν για γάμο, όμως η κακή οικονομική κατάσταση του γαμπρού αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα. Η φτώχεια του Μιχαήλ ήταν και ο λόγος για τον οποίο όταν η Μαίρη ζήτησε (πάντα δι’ αλληλογραφίας) από τον πατέρα της την άδεια να παντρευτεί έλαβε αρνητική απάντηση. Την ίδια στιγμή, η κοπέλα είχε απέναντί της το περιβάλλον του Παλατιού, τις ανώτερες στην ιεραρχία γκουβερνάντες που μαθαίνοντας την ανάρμοστη για τα ήθη της εποχής σχέση της τής έκαναν αυστηρότατες παρατηρήσεις.
Η αρχή του τέλους ξεκίνησε να γράφεται όταν ο Μιχαήλ αρρώστησε και αναγκάστηκε να μείνει κλινήρης στο σπίτι του για να αναρρώσει. Αυτό σημαίνει πως δεν πήγε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο όπου τον περίμεναν οι πιο πρόσφατες και πιο δραματικές επιστολές της Μαίρης. Στις πρώτες τού ζητούσε να συναντηθούν για να αποφασίσουν το κοινό μέλλον τους. Στην τελευταία έστελνε τελεσίγραφο: το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου 1893 θα τον περίμενε στην Ακρόπολη και αν εκείνος δεν εμφανιζόταν ως τις 11, θα έδινε τέλος στη ζωή της. Ο Μιχαήλ δεν πήγε επειδή δεν έλαβε ποτέ την πρόσκληση. Η Μαίρη, απελπισμένη, γκρεμίστηκε από τα βράχια. Ημιθανής μεταφέρθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο («Μακρυγιάννη»). Ο γιατρός που την παρέλαβε ήταν φίλος του αγαπημένου της, τον οποίο και ειδοποίησε. Λέγεται πως ο νέος έτρεξε κοντά της και πως το ζευγάρι πρόλαβε να ανταλλάξει μερικά λόγια αγάπης προτού η κοπέλα εκπνεύσει – άλλες μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι δεν την πρόλαβε ζωντανή. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Μιχαήλ Μιμίκος αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό όπλο του. Η κηδεία τους έγινε με διαφορά μερικών ωρών. Το Παλάτι αποχαιρέτησε τη Μαίρη με όλο το προτεσταντικό τυπικό. Ο Μιχαήλ, κατά τους κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενταφιάστηκε χωρίς να τον ψάλουν, αφού ήταν αυτόχειρας. Και εδώ η ιστορία μας γίνεται αρκετά μακάβρια: οι συντετριμμένοι φίλοι του νεκρού τον ξέθαψαν, άνοιξαν έναν δεύτερο λάκκο δίπλα στον τάφο της Μαίρης και τον εναπόθεσαν εκεί, για να είναι για πάντα κοντά στην αγαπημένη του. Οπως ήταν αναμενόμενο, τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τυμβωρυχία. Ο θόρυβος που ξέσπασε κατευνάστηκε μόνο έπειτα από παρέμβαση της πριγκίπισσας (μετέπειτα βασίλισσας της Ελλάδος) Σοφίας, η οποία είχε επίσης την άποψη πως οι δύο νέοι έπρεπε να ταφούν μαζί. Ο επισκέπτης του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών μπορεί να δει ακόμα και σήμερα τον τάφο της Μαίρης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά εάν εντός αναπαύεται μόνη ή με την παρέα που επιθυμούσε, όμως στην πλάκα που έχουν τοποθετήσει φίλοι του ζεύγους μπροστά στον σταυρό διαβάζουμε: «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν της καρδιαίς μας πάλι/ να μη χωρίσουνε ποτέ η μια από την άλλη. Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ».
Αυτό δεν ήταν το τέλος. Το ζεύγος μετά τον θάνατό του απέκτησε τεράστια δημοφιλία. Οι ερωτευμένοι, στα χρόνια που ήρθαν, ορκίζονταν αιώνια αγάπη πάνω από τον τάφο της Μαίρης. Η ιστορία αναπαρήχθη ξανά και ξανά στα λαϊκά περιοδικά και έγινε τραγούδι: «Στης Ακρόπολης τα μέρη αυτοκτόνησε η Μαίρη/ (…) Στο σπιτάκι του αδίκως αυτοκτόνησε ο Μιμίκος…». Η ταινία του Γρηγορίου, σε σενάριο του Γιάννη Δαλιανίδη και κοστούμια-σκηνικά του Τάσου Ζωγράφου, έκανε εκ νέου δημοφιλές το ειδύλλιο στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και έγινε μία από τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη, έναν χρόνο πριν από τον θρίαμβό της με την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο». Η αλήθεια είναι πως το κατά Αλίκη «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» στα μάτια του σημερινού θεατή μοιάζει ερασιτεχνικά γυρισμένο (ελάχιστες οι τεχνικές δυνατότητες της εποχής) και ως προς τη διαχείριση του θέματος είναι αρκετά αφελές. Ωστόσο ο εξιδανικευμένος έρωτας των δύο νέων, όπως όλοι οι άτυχοι έρωτες, παραμένει συγκινητικός και φτάνει ως τις μέρες μας ως τρυφερός απόηχος μιας άλλης εποχής. Την ίδια στιγμή, ως γεγονός ύψιστης τραγικότητας, μας υπενθυμίζει πως, όπως τότε έτσι και τώρα, πάντα θα υπάρχουν ιδιοσυγκρασίες ευαίσθητες και εύθραυστες που το «παντοτινά δική/ός σου», το οποίο οι περισσότεροι επιπόλαια έχουμε αρθρώσει για να το πάρουμε εύκολα πίσω, όταν το λένε το εννοούν με τον πιο απόλυτο τρόπο.

