Ηταν το πρώτο τηλεοπτικό ντιμπέιτ στην Ιστορία και η εικόνα μιλούσε από μόνη της. Ο Τζον Κένεντι έμοιαζε να σφύζει από υγεία, ενώ ο Ρίτσαρντ Νίξον έδειχνε χλωμός. Στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε τίποτε από τα δυο. Ο Κένεντι ήταν κάθε άλλο παρά υγιής – έπασχε από ένα σπάνιο νόσημα που του προκαλούσε αφόρητους πόνους στην πλάτη. Και ο Νίξον μπορεί να ήταν πολλά, αλλά δεν ήταν άρρωστος – αν πλήρωσε κάτι, αυτή ήταν η απέχθειά του στο μακιγιάζ.

Κομισάριοι, ιπποκόμοι

και σκούφοι

Η Ιστορία όμως δεν γράφτηκε από αυτό που ήταν ο καθένας από τους δυο υποψήφιους προέδρους, αλλά από αυτό που φαινόταν. Γράφτηκε από την εικόνα, την παραπλανητική εικόνα, που αποτυπώθηκε στον εγκέφαλο των εκατομμυρίων τηλεθεατών που παρακολουθούσαν εκείνο το πρώτο ντιμπέιτ. Ο Κένεντι κέρδισε τις εκλογές με λιγότερο από μισή μονάδα διαφορά και κανένας δεν αμφέβαλλε πως εκείνη η παραπλανητική εικόνα έπαιξε τον ρόλο της. Οχι πως η πολιτική επικοινωνία δεν γνώριζε ήδη τη δύναμή της. Τη γνώριζε, και στις εκδοχές της πιο απροκάλυπτης προπαγάνδας φρόντιζε να τη φέρει στα μέτρα της. Ο Στάλιν είχε εξαφανίσει από ένα κοινό τους φωτογραφικό στιγμιότυπο τον κομισάριο Υδάτων Νικολάι Γιεζόφ, ο Χίτλερ τον υπουργό του της Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς και ο Μουσολίνι απλώς τον ιπποκόμο του για να μείνει μόνος και καμαρωτός πάνω στο μαύρο του άλογο.

Ακόμη και η ιστορία της κομμουνιστικής Τσεχοσλοβακίας, το 1948, ξεκίνησε με ένα τέτοιο επεισόδιο. Ο Κλέμεντ Γκότβαλτ βρίσκεται στο μπαλκόνι ενός μπαρόκ παλατιού της Πράγας και απευθύνεται στο πλήθος, ενώ δίπλα του στέκεται ο σύντροφος Κλεμέντις, που για να τον προστατεύσει από το δριμύ ψύχος βγάζει τον σκούφο του από το δικό του κεφάλι και τον αποθέτει στο κεφάλι του ηγέτη του. Οταν τέσσερα χρόνια μετά ο Κλεμέντις κατηγορήθηκε για προδοσία και απαγχονίστηκε, το υπουργείο Προπαγάνδας εξάλειψε τη μορφή του απ’ όλες τις φωτογραφίες. «Εκτοτε ο Γκότβαλτ στέκεται στο μπαλκόνι μόνος» γράφει ο Μίλαν Κούντερα στο «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης». «Από τον Κλεμέντις δεν έχει μείνει παρά μόνο ο σκούφος του».

Ο «λεκές» της

ανακολουθίας

Τι θα μείνει από το φωτογραφικό στιγμιότυπο της Ικαρίας; Αν κρίνει κανείς από την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας, η αντιπολίτευση θα ήθελε να μείνουν πολλά. Ή, μάλλον, να μείνει ένας τεράστιος λεκές στην εικόνα ενός Πρωθυπουργού που, αν μη τι άλλο, φροντίζει επιμελώς την εικόνα του. Η απάντηση έχει την αξία της και επειδή η ίδια η αντιπολίτευση κατηγόρησε τη δημόσια τηλεόραση πως προχώρησε ένα βήμα παραπέρα από τους προπαγανδιστές των αυταρχικών καθεστώτων. Αφού, λέει, δεν μπορούσε να διαγράψει τους πολλούς που πέρασαν από το σπίτι του βουλευτή Στεφανάδη για να φανούν λιγότεροι, εξαφάνισε από τα δελτία της ολόκληρη την εικόνα.

Η αλήθεια δεν είναι ακριβώς αυτή. Αλλά όπως συμβαίνει με οτιδήποτε έχει σχέση με τις εικόνες, τίποτε δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται. Ηταν λοιπόν πολλοί ή λίγοι οι καλεσμένοι στο σπίτι του βουλευτή της ΝΔ; Ηταν υγιείς όσο υγιής φαινόταν ο Τζον Κένεντι στο ντιμπέτ ή μήπως κάποιος από αυτούς έκρυβε τα συμπτώματά του; Και αφού δεν γίνεται να μην είχε ούτε ένας σε τόσο κόσμο μια χλωμάδα σαν αυτή που είχε απλωθεί στο πρόσωπο του Ρίτσαρντ Νίξον, τι ήταν αυτή η χλωμάδα; Φυσική ή σύμπτωμα; Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς πολύ για να βρει τη «ζημιά» στην εικόνα της κυβέρνησης. Τη βρίσκει αμέσως και σε αυτά και στα λιγότερο παιγνιώδη ερωτήματα που άρχισαν να αιωρούνται μόλις λίγες ημέρες πριν ανακοινώσει ο Πρωθυπουργός ένα νέο, σκληρό lockdown. Την εντοπίζει σε αυτό που μοιάζει ανακολουθία στην πιο ήπια εκδοχή και ασυνέπεια στην πιο αντιπολιτευτική.

 

Ακόμη μία

συγγνώμη;

Το ύψος της ζημιάς μένει να φανεί στις επόμενες δημοσκοπήσεις. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως αυτό ήταν για τον Πρωθυπουργό τουλάχιστον ένα επικοινωνιακό αυτογκόλ, μια στιγμή «χλωμάδας» σαν αυτή που στοίχισε στον Νίξον επειδή δεν εκτίμησε σωστά τη σημασία του μακιγιάζ. Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν ήταν το πρώτο. Τον περασμένο Οκτώβριο αντιλήφθηκε και ο ίδιος πολύ γρήγορα πως η εικόνα με τη στολή ποδηλάτη στο Τατόι δεν τον έκανε Λανς Αρμστρονγκ στα μάτια της κοινής γνώμης, αλλά κάποιον που παραβιάζει τους κανόνες χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες. Η εικόνα, με άλλα λόγια, ήταν τόσο αληθινή. Αλλά συγχρόνως τόσο παραπειστική που τον υποχρέωσε σε μια δημόσια συγγνώμη.