Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Το καινούργιο μυθιστόρημα του Πέτρου Τατσόπουλου έρχεται από τα παλιά, αλλά βαδίζει σε νέους δρόμους. Η μόνιμη αίσθηση της περιδίνησης και του κενού μέσα σε ένα ευτελές και κοινωνικά απορφανισμένο σύμπαν, η αποθέωση του ατομοκεντρισμού και η ασυγκράτητη κατρακύλα των μυθιστορηματικών πρωταγωνιστών μετά την έκπτωση από το όποιο βάθρο τους (ακόμα και αν είναι πολύ ανίσχυρο) συνιστούν τα χαρακτηριστικά που έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε όλο το μήκος της πεζογραφικής παραγωγής του Τατσόπουλου, σε συνδυασμό με ένα μόνιμο καθεστώς ειρωνείας και γελοιοποίησης τόσο των μυθιστορηματικών ηρώων όσο και των καταστάσεων οι οποίες τυχαίνει να τους επιβαρύνουν. Στην Κυρία που λυπάται θα συναντήσουμε ξανά το εκφραστικό στυλ και τα θεματικά μοτίβα μέσω των οποίων παγιώθηκε στη λογοτεχνική σκηνή ο Τατσόπουλος, με την κρίσιμη διαφορά πως το ατομοκεντρικό προβάλλεται τώρα διάπλατα στο δημόσιο πεδίο, καταλήγοντας σε έναν πραγματικό τραγέλαφο.
Παρά το γεγονός πως ο Τατσόπουλος στρέφει το βλέμμα του σε ποικίλες εκφάνσεις του δημόσιου χώρου (από τις τυχάρπαστες προσπάθειες εισόδου στην πολιτική σκηνή και τις ασυγχώρητες παραβλέψεις της Δικαιοσύνης μέχρι την εξαχρείωση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων και τη διάχυτη διαφθορά), το επί της ουσίας ζητούμενο στην Κυρία που λυπάται είναι ένα: η συντριβή των ανθρώπων υπό το κράτος της δημοσιότητας. Ολα τα πρόσωπα του βιβλίου (ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ψυχολόγος διάσημος για μια σειρά βιβλίων αυτοβελτίωσης, η σύζυγος του καναλάρχη που τον έχει αναδείξει σε τηλεοπτικό σταρ, οι ανταγωνιστές του επί της μικρής οθόνης, ο μεγαλοδικηγόρος του καναλάρχη και ένας σατανιστής δολοφόνος ο οποίος εμπλέκεται με τους πάντες) αποτελούν θύτες και ταυτοχρόνως θύματα του θανατηφόρου έργου της δημοσιότητας.
Εκείνο που θα χρειαζόταν ο Τατσόπουλος προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά σε μιαν ανάλογη ιστορία, προκειμένου να ζωντανέψει απερίσπαστα την ατμόσφαιρά της, είναι το κλίμα της μαύρης κωμωδίας. Η Κυρία που λυπάται παραμένει ωστόσο μια μόνο εν μέρει και επιπλέον φανερά διστακτική μαύρη κωμωδία, που παγιδεύεται μεταξύ δραματικής κομεντί και κοινωνικής παρωδίας, αδυνατώντας να εμπνεύσει μια όντως εμπρηστική έξοδο. Ενα πρόσθετο πρόβλημα είναι το ακατάσχετο, χωρίς το παραμικρό νεύρο (και δίχως κανένα δραματουργικό έρμα) υβρεολόγιο του αφηγητή, ο οποίος και σεξολογεί ασυστόλως, διαψεύδοντας τον οιονδήποτε αισθησιασμό.
Αν παραμερίσουμε την κλιματική του ανισορροπία, το μυθιστόρημα του Τατσόπουλου διατηρεί πλήθος αξιοπρόσεκτα στοιχεία. Δύο από αυτά: η ενίσχυση του χαρακτήρα του ψυχολόγου-τηλεστάρ με ένα τραυματικό παρελθόν (εξαιτίας της αυτοκτονίας της μάνας του), που εισβάλλει λειτουργικά στον παροντικό χρόνο της αφήγησης, και η αστυνομική πλοκή, που είναι συνεχώς παρούσα και σωστά οργανωμένη χωρίς εκ παραλλήλου να μετατρέπεται σε κυρίαρχο παράγοντα (αποπροσανατολιστικό για τις γενικές κατευθύνσεις της μυθοπλασίας). Κυρίως όμως είναι το ζήτημα για το οποίο μιλούσα προεισαγωγικά: η περιδιάβαση στο παραλυτικό τοπίο της δημοσιότητας. Δίκαιοι και άδικοι (αν χωρεί εδώ ένα τέτοιο σχήμα), κύριοι και δούλοι (οικονομικά, ταξικά και ιεραρχικά), φιλόδοξοι με υπέρμετρες αποβλέψεις (οι τηλεοπτικοί αντίπαλοι του Ισίδωρου Ζουγανέλη) και κυνικοί με άπειρα αποθέματα συνδιαλλαγής και αδιαλλαξίας (ο δικηγόρος του καναλάρχη) υπηρετούν διά μέσου της θηριώδους εγωπάθειάς τους τον ίδιο αφέντη και αποκαλύπτουν την ίδια κοινωνική πληγή: την τερατώδη ανάγκη για δημοσιότητα, όπως γιγαντώνεται καθημερινά στην τηλεόραση και στα social media, έτοιμη για σφαγές ολκής, καθώς και για ανθρωποθυσίες τρομακτικού διαμετρήματος. Κορυφαία σκηνή, η αποθέωση του τραγέλαφου: η τελετή για την ηθική αποκατάσταση του σατανιστή.