Ανέβηκε πολλές φορές ένας κόμπος στον λαιμό του Γιώργου Νταλάρα όσο μιλούσε για τον Μάνο Ελευθερίου. Αφορμή για τη συζήτησή μας ήταν άλλωστε οι συναυλίες που θα δώσει ο σπουδαίος τραγουδιστής παρέα με τον Μίλτο Πασχαλίδη ως φόρο τιμής στη μνήμη και στο έργο του τόσο σημαντικού στιχουργού και λογοτέχνη (και πολύ στενού του φίλου) που πέθανε ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι. Το αφιέρωμα στον συριανό δημιουργό θα κάνει την πρώτη του στάση στην Καβάλα, στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων, στις 31 Αυγούστου, για να παρουσιαστεί εν συνεχεία στην Αθήνα (στο Θέατρο Βράχων στις 2 Σεπτεμβρίου και στο Θέατρο Πέτρας στις 25 Σεπτεμβρίου) περνώντας ενδιαμέσως και από τη Θεσσαλονίκη (8 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Γης).

Κύριε Νταλάρα, ήταν δική σας ιδέα αυτό το αφιέρωμα;

«Ξέρετε, όταν έχεις έναν άνθρωπο στη στενή παρέα σου δύσκολα αντιλαμβάνεσαι ποιος ακριβώς είναι και τι έχει κάνει. Μόλις νιώσεις το κρύο ξόρκι του θανάτου, τότε καταλαβαίνεις τι έχασες. Πριν πεθάνει τόσο ξαφνικά ο Μάνος, σχεδιάζαμε να ανεβάσουμε σε μορφή παράστασης τον «Νοητό Λύκο», ένα ποίημα-ποταμό, ένα από τα σημαντικότερα έργα του (σ.σ.: κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο). Καταλαβαίνει πολλά κανείς για εκείνον διαβάζοντάς το. Ο Μάνος σε εκείνη την παράσταση ήθελε να είναι παρών. Οχι ως θεατής, παρών επάνω στη σκηνή. Σκεφτήκαμε πάρα πολύ οι συντελεστές αν θα έπρεπε να προχωρήσουμε με το συγκεκριμένο εγχείρημα, ήταν μεγάλη η συναισθηματική φόρτιση, όμως τελικά το κάναμε. Το νιώθαμε λίγο σαν χρέος. Πέρασε λίγος καιρός ακόμη, είδα τη θλίψη που προκάλεσε στον καλλιτεχνικό χώρο ο θάνατός του και συνεχώς με βασάνιζε η σκέψη του τι θα κάναμε στη συνέχεια, διότι πιστεύω πως οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά όταν δεν τους θυμάσαι και δεν τιμάς τη μνήμη τους».

Τώρα σε ποιο στάδιο του πένθους βρίσκεστε;

«Βρίσκομαι ακόμη νομίζω σε κατάσταση σοκ. Ο θάνατος ενός αγαπημένου σου ανθρώπου σε αρρωσταίνει. Στη δική του περίπτωση, το εισπράττω κι από πολλούς που δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ προσωπικά. Του έλεγα πάντα ότι έχει το χάρισμα με τις ευαίσθητες κεραίες του και τα έξυπνα μάτια του να αφουγκράζεται κάθε γενιά και κάθε εποχή και να συνομιλεί μαζί τους. Είναι δύσκολο να μετρήσεις το ανάστημά του, δεν είχε μία ιδιότητα: πέραν της στιχουργικής και της ποίησης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία, με τη λαογραφία μέσα από τα μυθιστορήματά του, ήταν δεινός σχολιαστής με παρεμβατικό λόγο, υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός. Ηταν πάντα ενεργός και δημιουργικός, ποτέ αμέτοχος στα τεκταινόμενα. Μεγάλο πλήγμα η απώλειά του».

Τι σας λείπει πιο πολύ;

«Πρώτα-πρώτα μου λείπει η παρέα του. Το να χτυπήσει το τηλέφωνο και να μου πει: «Ελα από εδώ, έφτιαξα γλυκό κυδώνι». Τα μικρά καθημερινά πράγματα που όταν τα χάνεις φτωχαίνει η ζωή σου. Για μένα αποτελούσε και μια πατρική φιγούρα. Ηταν πάντοτε προστατευτικός απέναντί μου, μου έδινε συμβουλές. Μου έλεγε: «Μη μιλάς πολύ σε ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν τι τους λες». Ηταν τόσο ξαφνικός ο θάνατός του που δεν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αυτό το συναίσθημα, αλλά όσοι το έχουν νιώσει καταλαβαίνουν τι εννοώ».

Υπάρχουν λόγια του που σας έχουν καθορίσει;

«Επέμενε πως όταν μιλάμε πρέπει να προσπαθούμε να κυριολεκτούμε διότι όταν αλλοιώνουμε το νόημα των λέξεων τότε η γλώσσα δεν είναι εργαλείο δημιουργίας, αλλά εργαλείο διάλυσης. Υπάρχει επίσης μια άλλη φράση που έχει πει ο Μάνος: να προσέχουμε λιγάκι γιατί δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει το παρελθόν μας. Είναι πολύ βαθύ και ισχύει σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Δημοσιοποιήθηκε ο Φάκελος της Κύπρου και αμέσως εκεί πήγε το μυαλό μου. Πιστεύω ωστόσο πως ό,τι έχει γράψει είναι οδηγός ζωής για όσους αγαπούν την ποίηση και για όσους με κάποιον τρόπο έχουν πονέσει αυτόν τον τόπο και έχουν πονέσει για αυτόν τον τόπο».

Από τα τραγούδια του ποια ξεχωρίζετε;

«Είναι τόσο πολλά. Από του «Κάτω Κόσμου τα πουλιά» μέχρι τη «Μαρκίζα» και το «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» που μου αρέσουν πολύ. Θεωρώ εμβληματικό τραγούδι και αξεπέραστο «Τα λόγια και τα χρόνια». Ο «Αμλετ της Σελήνης»… Σπουδαίο τραγούδι, παράξενο και πολύ «Ελευθερίου». Θυμήθηκα κι ένα τραγούδι του Δήμου Μούτση που άκουσα πριν από χρόνια να το λέει η Βίκυ Μοσχολιού. «Στους μπαξέδες» είναι ο τίτλος του και ήταν αφιερωμένο στον Μάρκο Βαμβακάρη. Ο Μάνος ζούσε μια απλή καθημερινή ζωή αλλά ήταν ένας πραγματικός άγγελος: πετούσε με τη γραφίδα και την ψυχή του πάνω από όλους μας, έβλεπε τα όρια και τα προβλήματά μας και τα περιέγραφε».

Σε αυτές τις συναυλίες έχετε αναλάβει (σε συνεργασία με τον Γιώργο Παπαχριστούδη) την επιμέλεια των ενορχηστρώσεων. Εχοντας υπάρξει παρών και στη γέννηση κάποιων από αυτά τα τραγούδια τι προσπαθείτε να αναδείξετε;

«Είμαι πάνω από πενήντα χρόνια στο τραγούδι, έχω συνεργαστεί με αμέτρητους μουσικούς και ενορχηστρωτές, έχω ζήσει όλη την γκάμα των ακροατηρίων – από μετρημένους στα δάχτυλα μέχρι δεκάδες χιλιάδες θεατές, και βλέπω ότι αυτό που παραμένει ζωντανό είναι η ψυχή των τραγουδιών. Μη μου ζητήσετε να την περιγράψω, βάλτε όλες τις ερμηνείες που ξέρετε. Είτε παίζεται με μια κιθάρα είτε παίζεται με μια συμφωνική ορχήστρα, ένα τραγούδι πρέπει να μη χάνει την ψυχή του, αυτή προσπαθώ να αναδείξω. Για αυτό κάποια ερμηνεύονται με ένταση και κάποια ψιθυριστά».

Είστε ιδιαιτέρως δραστήριος αυτό το καλοκαίρι, αλλά ίσως και πιο εξωστρεφής απ’ ό,τι συνήθως. Ηταν η απώλεια που σας κινητοποίησε;

«Σίγουρα, αλλά μην ξεχνάτε ότι πέραν αυτού εγώ ολοκληρώνω την πορεία μου. Δεν θα μπορώ να τραγουδάω για πολύ καιρό ακόμη. Θα ήθελα να αποχωρήσω όχι επειδή θα με υποχρεώσει η αδυναμία της ηλικίας, αλλά στην ώρα μου, τιμώντας τη δουλειά μου και τους ανθρώπους που με στήριξαν όλα αυτά τα χρόνια. Δεν θα πάψω ποτέ να ασχολούμαι με τη μουσική. Ισως μάλιστα εφέτος να φτιάξω τα δικά μου τραγούδια που τόσο καιρό τα έχω στο συρτάρι. Και έχουν μαζευτεί πολλά, μερικές δεκάδες».

Η αλήθεια είναι πως την πλευρά σας ως δημιουργού λίγες φορές μας την έχετε αποκαλύψει…

«Μα το καλύτερο τραγούδι που μπορώ να γράψω εγώ δεν θα πιάνει μία μπροστά σε όσα έχουν κάνει ο Κουγιουμτζής ή ο Ξαρχάκος, για παράδειγμα, το γνωρίζω αυτό».

Το χειροκρότημα δεν θα σας λείψει σε περίπτωση που αποσυρθείτε από την ενεργό δράση;

«Οχι, ειδικά το χειροκρότημα δεν θα μου λείψει. Θα μου λείψει η ατμόσφαιρα της δουλειάς, τα καλαμπούρια με τους συναδέλφους. Αλλά αυτά δεν σκοπεύω να τα χάσω».