Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Ασφαλώς και κάθε ανώτατος δικαστικός έχει τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με κάθε άλλον έλληνα πολίτη, ειδικά μάλιστα μετά τη συνταξιοδότησή του. Ενώ μέχρι τότε υπόκειται στην αυστηρή απαγόρευση του άρ. 29 παρ. 3 Σ, που διαλαμβάνει ότι «Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς», μετά τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του (άρ. 88 παρ. 5 Σ) ο επίτιμος δικαστικός μπορεί να πολιτευθεί, να ιδρύσει κόμμα, να εκλεγεί βουλευτής και να υπηρετήσει ως υπουργός. Ολα αυτά είναι νόμιμα και συνταγματικά και καλώς καμωμένα. Πολλώ δε μάλλον ισχύουν τα ως άνω για τον ανώτατο δικαστικό που έχει διατελέσει υπηρεσιακός Πρωθυπουργός της χώρας (άρ. 37 παρ. 3 Σ). Τίποτε στο Σύνταγμα ή στις συνταγματικές μας παραδόσεις δεν τον εμποδίζει ομοίως να κατέλθει στην πολιτική κονίστρα και να εκτεθεί ως υποψήφιος (έχει συμβεί άλλη μία φορά, αν δεν απατώμαι, με τον Π. Πουλίτσα το 1951).
Ωστόσο, η πρακτική συνταγματική εμπειρία διδάσκει ότι μετά τη μεταπολίτευση δεν βρέθηκε ούτε ένας ανώτατος δικαστικός (και εδώ με τον ορό αυτόν εννοώ τους Προέδρους και Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τους Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, όλους δηλαδή τους δικαστικούς λειτουργούς που διορίζονται στη θέση τους με την πολιτικώς κεχρωσμένη διαδικασία του άρ. 90 παρ. 5 Σ) ο οποίος να πολιτεύθηκε. Σημειώνω εδώ ως εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα την τριακονθήμερη βουλευτική θητεία του Μιχαήλ Στασινόπουλου, πρώην Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Δεκέμβριο 1974. Με την εξαίρεση αυτή, που εξηγείται εν όψει της τότε μεταβατικής περιόδου, όλοι ανεξαιρέτως οι ανώτατοι δικαστικοί μας προτίμησαν να μην αναμειχθούν στα της τρέχουσας πολιτικής.
Δεν τους έλειπε, αλίμονο, σε μερικούς περίσσευε, η πολιτική στράτευση. Δεν τους έλειπε, αντιθέτως, στους περισσότερους περίσσευε, η εμπειρία, το ήθος, η ικανότητα. Ωστόσο, προτίμησαν όλοι, συνταξιοδοτούμενοι από το υψηλό τους λειτούργημα, να συνεχίσουν να είναι δικαστές και όχι πολιτικοί.
Το θέμα ασφαλώς δεν είναι προσωπικό, είναι θεσμικό. Δεν αφορά τον κ. Πικραμμένο ως δικαστή, ως άνθρωπο ή ως μελλοντικό βουλευτή. Αφορά τα όρια της διασταύρωσης των λειτουργιών στο πολίτευμά μας και την επιρροή της εκτελεστικής λειτουργίας στη δικαστική. Για παράδειγμα, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε το αντίπαλο μεγάλο κόμμα να ανταποδίδει τα ίσα, τοποθετώντας στο δικό του ψηφοδέλτιο έναν ανάλογο ανώτατο δικαστικό. Μετά τον συνδικαλιστή Αρεοπαγίτη που έγινε υπουργός Δικαιοσύνης και μετά την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου που υπηρέτησε στο πολιτικό γραφείο του Πρωθυπουργού, δεν είμαι βέβαιος ότι ένας Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και υπηρεσιακός Πρωθυπουργός που θα κληθεί ως βουλευτής να ψηφίσει σε ονομαστικές ψηφοφορίες και για εξεταστικές επιτροπές εξυπηρετεί το καλώς εννοούμενο συμφέρον της Δικαιοσύνης.
Ο κ. Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος είναι διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος.