Δώρα Μέντη
Η Αθήνα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Η μνήμη της πόλης και η σύγχρονή της λογοτεχνική αναπαράσταση
Εκδόσεις Gutenberg, σελ. 202, τιμή 10 ευρώ
Η Αθήνα πρώτα από το 1830 μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου και κατόπιν στις δεκαετίες του 1940, του 1960 και του 1970, με έναν ενδιάμεσο σταθμό στον αστικό περίγυρο του Παπαδιαμάντη και του Παλαμά. Αυτή είναι η χρονική διαδρομή την οποία χαράσσει το σπονδυλωτό βιβλίο (οκτώ αλληλοσυνδεόμενες μελέτες) της Δώρας Μέντη προκειμένου να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται ο αθηναϊκός χώρος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο χώρος της μεγαλούπολης (ακόμα κι αν πρόκειται για την καχεκτική, αποπνικτική και μίζερη Αθήνα των πρώτων ετών του ελληνικού κράτους ή για το βίαιο, πλημμυρισμένο στο αίμα τοπίο της κατά τη διάρκεια της εμφυλιακής σύγκρουσης) είναι κάτι που βρίσκεται σε διαρκή μεταλλαγή και μεταμόρφωση, καταγράφοντας τις πολιτικές, τις κοινωνικές, τις οικονομικές, τις πολιτισμικές ή τις ιδεολογικές μεταβολές τις οποίες επιφέρει η διαδοχή των εποχών.
Η λογοτεχνία βέβαια δεν είναι κοινωνιολογία ούτε πολιτική ή ιδεολογία και έχει την τάση να υπερβαίνει με τις αναπαραστάσεις της την πραγματικότητα, μια και το δικό της προνομιακό επίπεδο είναι η μνήμη, το βίωμα και η εμπειρία. Κοιτάζοντας προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση, χωρίς όμως παράλληλα να παραβλέπει τις εξωτερικές παραμέτρους που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τα λογοτεχνικά κείμενα, η Μέντη ξεδιπλώνει, άλλοτε μία προς μία και άλλοτε σε πυκνές δέσμες, τις εικόνες της Αθήνας, όπως εγγράφονται στην πεζογραφία και στην ποίηση μιας περιόδου η οποία καλύπτει ενάμιση σχεδόν αιώνα.
Η διαδρομή της Μέντη ξεκινάει από την περιπλάνηση στα αρχαία ερείπια και τη λατρεία του απώτατου παρελθόντος, που συνδυάζεται με τη φρίκη των συγγραφέων όταν αναλογίζονται το εξαθλιωμένο παρόν μιας πρωτεύουσας η οποία αγωνίζεται επί ματαίω να σταθεί στα πόδια της, για να φτάσει μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τον Παλαμά, οι οποίοι επίσης δεν καταφέρνουν να λύσουν τις αντιφάσεις τους όταν πρέπει να μιλήσουν για την Αθήνα. Ο πρώτος επιμένει στους ταπεινούς και στους παραγνωρισμένους που γεμίζουν τις φτωχές γειτονιές της, στέκοντας σχεδόν εκτός ιστορικού χρόνου, ο δεύτερος δεν μπορεί να ξεπεράσει την αμφιθυμία του: η Αθήνα αποτελεί, από τη μια πλευρά, τόπο λαμπρών συγκεντρώσεων και συνευρέσεων και, από την άλλη, πηγή μόνιμης δυσφορίας με τη θορυβώδη πολυκοσμία και τις εύκολες διασκεδάσεις της. Αυτά μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ή τη δεκαετία του 1930. Περνώντας στην Αθήνα των πρώτων μεταπολεμικών ετών, ο τόνος θα αλλάξει ριζικά. Από τη Μέλπω Αξιώτη και τον Νικηφόρο Βρεττάκο μέχρι τον Γιάννη Ρίτσο, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Ρόδη Ρούφο και τον Αντρέα Φραγκιά, η πρωτεύουσα θα μετατραπεί σε πεδίο καταστροφής και θανάτου, συνεχίζοντας να παραπαίει ακόμα και μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, όταν οι κυνηγημένοι θα προσπαθήσουν χωρίς αποτέλεσμα να επιβιώσουν ενώ οι επιτήδειοι θα σχηματίσουν άκοπα τις περιουσίες τους.
Θα χρειαστεί να αγγίξουμε τις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να δούμε την Αθήνα να αναπτύσσεται και να εκσυγχρονίζεται στις λογοτεχνικές της αναπαραστάσεις, προκαλώντας πάντως στους ποιητές της γενιάς του 1970 το αίσθημα αποστροφής που προκαλούσε στον Georg Simmel η μητρόπολη. Οι πολίτες των μητροπόλεων, έγραφε ο γερμανός κοινωνιολόγος εν έτει 1903, δεν ενδιαφέρονται για τις πράξεις του προσώπου το οποίο έχουν απέναντί τους αλλά για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν: τη θωριά που θέλει να προβάλει ή τη μόδα που προτιμά. Σίγουρα μια στοχαστική όπως και καλά εμπεριστατωμένη λογοτεχνική περιήγηση.