O ζωγράφος που αγαπούσε τα σκυλιά
Ο σερ Εντουιν Χένρι Λάντσιρ έγινε γνωστός για τα πορτρέτα των καλύτερων φίλων του ανθρώπου και όχι μόνο.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Υπήρξε διάσημος σε μια κοινωνία που είχε σε μεγάλη υπόληψη τα τετράποδα κατοικίδια αλλά και τους ζωγράφους που ήξεραν πώς να τους χαρίζουν την αιωνιότητα με τους χρωστήρες τους. Ο θάνατός του, μάλιστα, προκάλεσε εθνικό πένθος στην Αγγλία, με τις σημαίες να πνέουν μεσίστιες και τον κόσμο να θρηνεί καθώς εκείνος οδηγείτο στην τελευταία του κατοικία, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου.
Ηταν τόση η δημοφιλία του καλλιτέχνη σερ Εντουιν Χένρι Λάντσιρ (1802-1873), του πιο σημαντικού ζωγράφου σκύλων της βικτωριανής εποχής, ώστε το όνομά του να φτάσει να γίνει το βαπτιστικό μιας ράτσας σκύλων, των «εξαδέλφων» των μαύρων Νιουφάουντλαντ. Τα Λάντσιρ είναι σήμερα οι μεγάλοι, δυνατοί σκύλοι που προστατεύουν την οικογένεια και σε αντίθεση με τους μονόχρωμους συγγενείς τους έχουν πάντα ασπρόμαυρο τρίχωμα. Ο Εντουιν Χένρι Λάντσιρ τα ζωγράφισε με ιδιαίτερη επιμέλεια, όπως έκανε επίσης και με άλλα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, όπως τα άλογα και τα ελάφια. Η άνεσή του με το μέσο της τέχνης του ήταν εξάλλου παροιμιώδης, καθώς μπορούσε να ζωγραφίζει ταυτόχρονα και με τα δύο χέρια – με το ένα το κεφάλι του σκύλου και με το άλλο την ουρά του, για παράδειγμα. Ο ταλαντούχος καλλιτέχνης που είχε ξεκινήσει ως παιδί-θαύμα, έτοιμος να κατακτήσει την κοινωνία της εποχής του, συνέδεσε μεν το έργο του με τα πορτρέτα των ζώων, ήξερε όμως πολύ καλά πώς να ζωγραφίζει και ανθρώπους. Η ίδια η βασίλισσα Βικτώρια του είχε αναθέσει να φιλοτεχνήσει πίνακες όχι μόνο με τα κατοικίδια της Αυλής αλλά και έναν με πρωταγωνίστρια την ίδια, για να το δωρίσει στον σύζυγό της, πρίγκιπα Αλβέρτο, όπως επίσης και πορτρέτα των παιδιών της, συνήθως με τη συνοδεία ενός σκύλου.
Ενα υπέροχο, εύθραυστο μυαλό
Ο Εντουιν Χένρι Λάντσιρ είχε γεννηθεί στο Λονδίνο στις αρχές του 19ου αιώνα και είχε δείξει από πολύ νωρίς καλλιτεχνική κλίση και ταλέντο. Ηδη από παιδί είχε αρχίσει να ζωγραφίζει υπό τις οδηγίες του πατέρα του, του χαράκτη και συγγραφέα Τζον Λάντσιρ, με αποτέλεσμα να ωθηθεί και προς την κατάλληλη κατεύθυνση για να πραγματοποιήσει την ανάλογη εκπαίδευση στα καλύτερα σχολεία, εκείνα της Βασιλικής Ακαδημίας. Ο Λάντσιρ έδειχνε δουλειά του εκεί από τα 13 του χρόνια, ενώ αργότερα θα γινόταν και ο ίδιος ακαδημαϊκός. Μάλιστα, θα του γινόταν πρόταση να γίνει και πρόεδρος της περίφημης Royal Academy, κάτι που δεν θα αποδεχόταν δεδομένης της βεβαρημένης υγείας του. Γιατί παρ’ όλη την επαγγελματική αναγνώριση και καταξίωση παρέμενε ένας ευάλωτος ψυχισμός, εντελώς αδύναμος να ξεπεράσει τον θάνατο της μητέρας του λίγο προτού εισέλθει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του αλλά και ενδεχομένως τον χωρισμό από την κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του δούκισσα του Μπέντφορντ, Τζορτζιάνα Ράσελ.
Ο βαρύτατος νευρικός κλονισμός που υπέστη εξαιτίας της απώλειας της μητέρας του, όπως και η μεγάλη στενοχώρια για την αποτυχημένη απόπειρα δημιουργίας ενός βασιλικού πορτρέτου, έμελλαν να τον κατατρύχουν στο υπόλοιπο του βίου του. Επαιρναν τη μορφή κρίσεων μελαγχολίας, κατάθλιψης και υποχονδρίασης, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να βρίσκει παρηγοριά και ανακούφιση στην κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών. Στην αρχή προσπάθησε να ξεπεράσει την αρρώστια του ταξιδεύοντας σε χώρες της Ευρώπης μαζί με τον βρετανό χημικό φαρμακευτικών ουσιών Τζέικομπ Μπελ και ζωγραφίζοντας καθ’ οδόν τους ανθρώπους, όπως βεβαίως και τα σκυλιά στους τόπους που επισκεπτόταν. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε επιστροφή από τη φθορά, η οποία ήταν τόσο μεγάλη και τόσο αβάσταχτη για την οικογένειά του, ώστε να φτάσουν στο σημείο να τον ανακηρύξουν επισήμως παράφρονα το 1872, όταν ήταν πια 70 ετών.
Στο μεταξύ, δεν είχε σταματήσει να ζωγραφίζει. Από τους πρώτους πίνακές του μετέφερε στον καμβά του τα ζώα όπως ακριβώς ήταν, προσδίδοντας μάλιστα ένα βάθος στην προσωπικότητά τους και στην καλοσυνάτη φιλία τους απέναντι στον άνθρωπο. Στην πορεία η ποιότητα των πινάκων του άρχισε να διολισθαίνει λιγάκι, κυρίως όταν άρχισε να ενδίδει στην «αμαρτία» του ανθρωπομορφισμού των ζώων. Οπως για παράδειγμα στον πίνακα «Laying Down the Law» (1840), στον οποίο σατιρίζει το επάγγελμα του νομικού, καθώς μια παρέα από σκύλους παριστάνουν τα μέλη ενός δικαστηρίου, με ένα πουντλ να ηγείται στον ρόλο του Λόρδου Καγκελαρίου.
Οπως και να έχει, ήταν πολύ δύσκολο να αποτινάξει την καλή του φήμη ως εξαιρετικού ζωγράφου, ιδίως των τετράποδων. Γνώριζε εξάλλου πολύ καλά το μυοσκελετικό σύστημά τους, καθώς είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του έτερου ζωγράφου και δασκάλου του, Μπέντζαμιν Ρόμπερτ Χέιντον, και έκανε ο ίδιος ασκήσεις ανατομίας σε νεκρά ζώα.
Τα λιοντάρια άργησαν μια μέρα
Είπαμε ότι ο Λάντσιρ ήταν ένας ιδιαίτερα παραγωγικός και γρήγορος στην εκτέλεση ζωγράφος – τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Γιατί όταν του ανατέθηκε από την αγγλική κυβέρνηση το 1858 να φιλοτεχνήσει αυτά που θα γίνονταν τα τέσσερα μπρούντζινα αγάλματα λεόντων στη βάση της Στήλης του Νέλσονα στην πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου, πήρε τον χρόνο του. Αρχικά είχε ζητήσει να του προμηθεύσουν τα εκμαγεία ενός αληθινού λιονταριού που γνώριζε ότι υπήρχαν στην Ακαδημία του Τορίνου, κάτι που έγινε με δύο χρόνια καθυστέρηση. Τελικά τα δικά του λιοντάρια έγιναν στο λονδρέζικο στούντιο του επίσης διάσημου και ιδιαίτερα δημοφιλούς γλύπτη στην εποχή του, Κάρλο Μαροκέτι (1805-1867). Ωστόσο, η επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του, όπως και η τρικυμιώδης σχέση του με τον Μαροκέτι επιβράδυναν κι άλλο την ολοκλήρωση της παραγγελίας. Τελικά οι λέοντες του Λάντσιρ τοποθετήθηκαν το 1967 στη θέση όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα και διακοσμήθηκαν με στεφάνια όταν ο δημιουργός τους αποδήμησε εις Κύριον. Σήμερα, εκτός από την πλατεία Τραφάλγκαρ, έργα του κοσμούν όλα τα μεγάλα μουσεία της βρετανικής πρωτεύουσας, όπως την Tate Britain, το Victoria & Albert ή τη Συλλογή Γουάλας.

