Ο χρήσιμος υποψήφιος
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο δεύτερος γύρος των αυτοδιοικητικών εκλογών έχει το σασπένς της νίκης, αλλά όχι το σασπένς της εκλογικής διαδικασίας. Εννοώ ότι περιμένουμε να δούμε ποιοι θα είναι οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες που θα κερδίσουν, αλλά ήδη ξέρουμε ποιοι είναι οι δημοτικοί σύμβουλοι και περιφερειακοί σύμβουλοι που έχουν εκλεγεί: ο κόσμος που αγωνιά σήμερα είναι λιγότερος – άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις ο δεύτερος γύρος είναι μια απλή διαδικασία, καθώς ο πρώτος έχει ξεχωρίσει ήδη. Σήμερα οι πολιτευτές που ανησυχούν είναι ελάχιστοι.
Η λέξη «πολιτευτής» ομολογώ ότι πάντα μου κινούσε το ενδιαφέρον. Αρχικά «πολιτευτής» ήταν αυτός που εξασκούσε «το δικαίωμα να πολιτευτεί». Για να πολιτευτεί κανείς, να θέσει δηλαδή υποψηφιότητα για βουλευτής με βάση το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, θα πρέπει κατά το άρθρο 55 του Συντάγματος που ορίζει τα προσόντα εκλογιμότητας να είναι έλληνας πολίτης, να έχει συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του και να έχει «τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν», να μην έχει δηλαδή στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα. Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων είναι ποινή που επιβάλλεται στον καταδικασμένο δράστη ορισμένων εγκλημάτων – είναι τιμωρία που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας.
Η χρήση ωστόσο του όρου γρήγορα άρχισε να αποκτά διαφορετική διάσταση. Στα λεξικά αναφέρεται ότι «πολιτευτής» ονομάζεται «ο υποψήφιος βουλευτής». Επειδή, αν ο υποψήφιος εκλεγεί, αποκαλείται πλέον με τον τίτλο του βουλευτή, αρχικά είχε επικρατήσει η συνήθεια ο όρος να χρησιμοποιείται για υποψηφίους που δεν έχουν καταφέρει να εκλεγούν: ο πολιτευτής ήταν ένας τύπος που προσπαθούσε να εκλεγεί χωρίς επιτυχία. Στη συνέχεια ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται για εκείνους που είναι παντού και πάντα υποψήφιοι – και όχι μόνο στις βουλευτικές εκλογές. Ετσι νομίζω χρησιμοποιείται και τώρα: αντίθετα από τον υποψήφιο βουλευτή ή τον υποψήφιο ευρωβουλευτή που έχει μια σαφέστατη στόχευση, ο πολιτευτής συμπληρώνει λίστες και ψηφοδέλτια, έχοντας το βίτσιο της έκθεσης στη λαϊκή εντολή, οπουδήποτε. Κυνηγάει ψήφους σε κάθε είδους εκλογική αναμέτρηση – όπου και όποτε του ζητηθεί από το κόμμα.
Το αξέχαστο υπέροχο τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου, που κατήγγελλε τον πολιτευτή στη φοιτήτρια που τον είχε ερωτευτεί, κατά κάποιον τρόπο σημάδεψε την ιδιότητα του πολιτευτή αποδίδοντάς του το χαρακτηριστικό της πονηριάς – ο πολιτευτής έγινε ένας μεγάλος ύποπτος που εξαργυρώνει, τρόπον τινά, στην περίοδο των εκλογών τα κομματικά του παράσημα, ώστε να μπορεί «να κοκορεύεται επάνω στον εξώστη και να μιλά στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη» όπως σωστά παρατηρούσε ο Σαββόπουλος. Μόνο που από τότε πέρασαν χρόνια: σήμερα τον πολιτευτή τον έχουμε ανάγκη. Οσο ανάγκη έχουμε και τη δημοκρατία μας.
Την προηγούμενη Κυριακή, όταν πήγα να ψηφίσω, μου έδωσαν ένα πλήθος από ψηφοδέλτια – για τις ευρωεκλογές, τις περιφερειακές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Σε όλα ήταν γραμμένο ένα πλήθος από ονόματα – δεν νομίζω ότι υπάρχει στην Ελλάδα κάποιος που να γνωρίζει το 1% των υποψηφίων. Κι όμως, αυτοί οι άνθρωποι, με την παρουσία τους και τη διάθεσή τους, κάνουν κάτι εξαιρετικό: επιτρέπουν στη δημοκρατία μας να λειτουργεί. Χωρίς αυτούς η εκλογική διαδικασία θα ήταν ανύπαρκτη, το πράγμα θα βάλτωνε.
Το γιατί κάποιος αναλαμβάνει τον ρόλο του πολιτευτή διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Υπάρχουν αυτοί που έχουν τρέλα και ψώνιο με τα κοινά. Υπάρχουν οι ιδεολόγοι, που ακούν βαθιά μέσα τους το κάλεσμα της συμμετοχής. Υπάρχουν οι αναγνωρίσιμοι άνθρωποι που εξαργυρώνουν την κοινωνική τους επιτυχία. Υπάρχουν οι στρατιώτες του κόμματος που θέλουν να δώσουν τη μάχη. Υπάρχουν αυτοί που έχουν ένα όραμα για τον τόπο τους. Υπάρχουν όσοι θέλουν να αναλάβουν μια θέση στον μηχανισμό της δημόσιας διοίκησης γιατί ελπίζουν να τον κάνουν πιο αποδοτικό. Υπάρχουν εκείνοι που κινούνται από έναν μυστήριο πολιτικό ρομαντισμό. Υπάρχουν όσοι σπεύδουν αυτοβούλως να συστρατευθούν με το κόμμα ή με τον υποψήφιο δήμαρχο ή με τον περιφερειάρχη και οι άλλοι που παρακινούνται από φίλους ή γνωστούς οι οποίοι βλέπουν σε δαύτους κάποιο χάρισμα. Πιθανότατα υπάρχουν και όσοι απλά ονειρεύονται μισθούς και αποζημιώσεις. Και υπάρχουν και όποιοι βλέπουν το πράγμα ως ευκαιρία για να αβγατίσει ο τραπεζικός τους λογαριασμός: χρέος μας είναι να αντιληφθούμε τους υστερόβουλους και να μην τους ψηφίσουμε. Αλλά στο σύνολό της η κατηγορία των πολιτευτών είναι χρήσιμη: χωρίς όλους αυτούς δεν θα είχαμε επιλογή και το πολίτευμα δεν θα λειτουργούσε.
Παλιά διασκέδαζα με τις ιστορίες των πολιτευτών που ήταν πάντα υποψήφιοι γνωρίζοντας πως δεν θα εκλεγούν. Θεωρούσα ότι κάμποσοι από δαύτους είναι γεννημένοι κομπάρσοι, κομματικοί στρατιώτες που χρειάζονται απλά για να ξεχωρίζουν οι κομματικοί υπαξιωματικοί, οι οποίοι με τη σειρά τους υπάρχουν για να σκύβουν το κεφάλι στους κομματικούς ανώτερους. Τώρα για τους ανθρώπους που πολιτεύονται νιώθω απλά μια γλυκιά συμπόνια – ειδικά για όσους γνωρίζουν πως δεν έχουν τύχη να τα καταφέρουν. Ακόμη και αν μιλάμε για «ψώνια», που πιστεύουν πως θα πείσουν για την αξία τους ανθρώπους οι οποίοι τους αγνοούν, βρίσκω ότι η απόφασή τους να εκτεθούν είναι άξια συγχαρητηρίων. Σχεδόν θαυμάζω τη διάθεσή τους να παίξουν σε ένα παιχνίδι συνήθως χαμένο προτού αρχίσει: ακόμη και αν η απόφασή τους βασίζεται σε μια άγια ματαιοδοξία είναι μια απόφαση χρήσιμη. Οι πολιτευτές έχουν το κουράγιο που λείπει από εμάς τους υπολοίπους, όχι απλά γιατί εκτίθενται, αλλά γιατί σηκώνονται από τον καναπέ τους, δίνουν τις φανταστικές μάχες τους, έχουν αποφασίσει να αναλάβουν μια ευθύνη ως ενεργοί πολίτες. Κυρίως δεν φοβούνται το στραπατσάρισμα της αποτυχίας τους να εκλεγούν – οι πιο πολλοί θα ξαναπροσπαθήσουν, όχι γιατί έχουν το μικρόβιο της πολιτικής, αλλά γιατί κουβαλούν μια ωραία τρέλα: την τρέλα ότι θα αλλάξουν κομμάτι τον κόσμο. Ή έστω τον κόσμο τους.
Είναι πονηροί εκ φύσεως; Δεν το γνωρίζω. Σίγουρα οι τωρινοί δεν μαράζωναν σε καμία εξορία – πιθανότατα να μη διάβαζαν ούτε Ρίτσο, ούτε αρχαία τραγωδία. Ισως να ανήκουν στην κατηγορία εκείνων που θέλουν να μας σώσουν χωρίς να τους το έχουμε ζητήσει. Ισως απλά να είναι κάποιοι που δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα καλύτερο – ποιος ξέρει; Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η δική τους παρουσία γεμίζει ψηφοδέλτια. Προτού κοροϊδέψουμε την αυταρέσκειά τους ή ακόμη και την ημιμάθειά τους, ας σκεφτούμε πόσο χειρότερος θα ήταν ένας κόσμος χωρίς αυτούς. Χωρίς δηλαδή τη συκοφαντημένη δημοκρατία μας, που αλίμονό μας αν ποτέ τη χάσουμε…

