Την Τρίτη 4 και την Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου θα κάνει τις πρώτες της εμφανίσεις η Ορχήστρα «Βασίλης Τσιτσάνης». Το σχήμα αυτό ιδρύθηκε από την οικογένεια του κορυφαίου λαϊκού δημιουργού και αποτελείται από 9 μουσικούς, μεταξύ των οποίων και ο σπουδαίος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Μανώλης Πάππος, ο οποίος έχει αναλάβει και τη συνολική εποπτεία. Στις δύο συναυλίες που θα δοθούν στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών τα τραγούδια του Τσιτσάνη θα τα ερμηνεύσουν δύο φωνές, η Δήμητρα Γαλάνη και η Νατάσσα Μποφίλιου, οι οποίες παρ’ όλο που ανήκουν σε διαφορετική γενιά έχουν ένα κοινό: υπηρετούν με συνέπεια και αλάνθαστο αισθητήριο την ελληνική μουσική.
Σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες τους βρήκαν λίγο χρόνο για να μιλήσουμε για τη σύμπραξή τους. Η Δήμητρα Γαλάνη εστιάζει αρχικά στη σύνθεση της ορχήστρας. «Η παρουσία του Μανώλη Πάππου εξασφαλίζει μια τελειότητα στο κοίταγμα του έργου του δημιουργού, έχει δηλαδή παρατηρηθεί η λεπτομέρεια σε βαθμό τρέλας. Επειδή ωστόσο τα τραγούδια είναι βιωμένα από τους μουσικούς αυτούς, την ίδια στιγμή έχεις την αίσθηση μιας παρέας που παίζει αγαπημένα κομμάτια. Πρόκειται για ορχήστρα και κομπανία μαζί. Και αυτό το χαρακτηριστικό οφείλουμε να το μεταφέρουμε και στη σκηνή του Μεγάρου, διότι η ζεστασιά των αριστουργημάτων του Τσιτσάνη δεν πρέπει να χάνεται» λέει και συμπληρώνει: «Είμαι πολύ ευχαριστημένη και γιατί μοιράζομαι αυτή την εμπειρία με τη Νατάσσα Μποφίλιου, την οποία εκτιμώ εδώ και καιρό και μου αρέσει που βουτάει στα πράγματα με θάρρος και σιγουριά. Ξέρω, επειδή ξέρω τη φωνή της, ότι ορισμένα τραγούδια θα τα πει εξαιρετικά, το «Καράβι» ας πούμε ή «Τα ξένα χέρια»». Η Μποφίλιου μένει σχεδόν άναυδη ακούγοντας τόσο καλά λόγια από το στόμα ενός ειδώλου της. Για εκείνη αποτελεί πρόκληση το να σταθεί αντάξια μιας τέτοιας σπάνιας συνθήκης, του «να προσεγγίσεις το έργο ενός οικουμενικού, τεράστιου δημιουργού και να το κάνεις αυτό με μια καλλιτέχνιδα που ανήκει στην προσωπική σου μυθολογία».
Είναι πάντα σχολείο…
Η Γαλάνη έχει ξανατραγουδήσει πολλάκις Τσιτσάνη. «Είναι πάντα σχολείο αυτό το υλικό. Διότι κάθε φορά ανακαλύπτεις κάτι καινούργιο. Τα τραγούδια αυτά επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις, δεν παλιώνουν ποτέ. Είναι σαν τους πίνακες του Ρέμπραντ που όποτε τους κοιτάζεις εντοπίζεις και μια καινούργια λεπτομέρεια». Η Μποφίλιου δεν είχε κληθεί μέχρι σήμερα να υπηρετήσει εκτενώς αυτό το έργο: «Για εμένα, που τα ξέρω τα τραγούδια αλλά δεν τα έχω ξανατραγουδήσει, είναι σημαντικό να βλέπω πώς σε αναγκάζουν να εφεύρεις έναν νέο εαυτό. Ακούω στη φωνή μου πράγματα που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, διαπίστωσα επίσης ότι πράγματα που νόμιζα ότι θα μπορούσα να τα κάνω τελικά δεν γίνονται. Είναι φοβερή εμπειρία».
Η Μποφίλιου δεν έχει καταχωριστεί στη συλλογική συνείδηση ως καθαρόαιμη λαϊκή τραγουδίστρια. Εχει σημασία αυτό για τη συμμετοχή της σε μια τέτοια εκδήλωση; «Εγώ που έρχομαι από παλιά», ξεκαθαρίζει η Γαλάνη, «ένα από τα πράγματα που χαίρομαι πολύ σε αυτή την εποχή και είμαι ευγνώμων που το ζω είναι η έλλειψη ύπαρξης στρατοπέδων. Οι παλιοί, κενοί περιεχομένου διαχωρισμοί δεν ισχύουν πια. Εμένα όταν με είχε πάρει ο ίδιος ο Τσιτσάνης τηλέφωνο, του είχα πει πρώτα «δάσκαλε, δεν είμαι λαϊκή τραγουδίστρια», τόσο έντονα τα είχα στο μυαλό μου τα στεγανά. Εκείνος φυσικά ήξερε γιατί με ήθελε. Τη φωνή μου τη διαμόρφωσαν ο Δήμος Μούτσης αρχικά και ο Σταύρος Ξαρχάκος στη συνέχεια.
Η Νατάσσα συμπορεύεται με δύο δημιουργούς και γνωρίζει πόσο σοβαρό είναι να συνεργάζεσαι με κάποιον που ξέρει τι θέλει και περιμένει να το πάρει από εσένα». «Είναι πολύ σημαντικό αυτό που λέει η Δήμητρα», προσθέτει η Μποφίλιου. «Το να πας στο έργο. Ας το ακούσουμε οι νέοι τραγουδιστές. Αυτό σε κάνει να μπορείς να συγκινήσεις, έτσι γίνεσαι ερμηνευτής. Συνεργαζόμενος στενά με έναν δημιουργό καταλαβαίνεις τον δρόμο της μουσικής. Ερχεσαι σε επαφή με την πηγή της έμπνευσης». Η Δήμητρα Γαλάνη συμφωνεί. «Εχουμε πολλούς εξαιρετικούς τραγουδιστές, φωνάρες πραγματικές, όμως λίγοι είναι ερμηνευτές με την πλήρη έννοια του όρου, και αυτό επειδή λίγοι θήτευσαν δίπλα σε δημιουργούς. Αν το προσέξετε, θα δείτε πως όσοι είχαν αυτή την εμπειρία τραγουδούν διαφορετικά. Ακόμη και στο απόγειο του ναρκισσισμού τους πάνω στη σκηνή, διότι σε αυτή τη δουλειά δεν γίνεται να μην υποκύψεις στη μαγεία, στη λαγνεία του κοινού που σε θέλει, η διαφορά τους φαίνεται».

Σφουγγάρι πληροφοριών

Η Γαλάνη είχε τη μεγάλη τύχη να συνεργαστεί κιόλας με τον Τσιτσάνη, έχει μάλιστα ερμηνεύσει κάποια κομμάτια του (την υπέροχη «Νοσταλγία», για παράδειγμα) σε πρώτη εκτέλεση. Τι θυμάται πιο έντονα από εκείνον; «Αυτό που θυμάμαι, και χαρακτηρίζει όλους τους μεγάλους δημιουργούς, είναι ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο σκυμμένο στο έργο του 24 ώρες το 24ωρο, μιλάμε για μια κατάσταση εμμονής. Ηταν σαν να βρισκόταν σε ένα δικό του σύμπαν, το οποίο όλοι οι υπόλοιποι επισκεπτόμασταν ενίοτε. Πιστεύω ότι ο Τσιτσάνης είναι η πρώτη έντεχνη πινελιά στη λαϊκή μας παράδοση, γι’ αυτό και είναι τόσο εύκολο να τον προσεγγίσεις και διαφορετικά. Η πρώτη του εποχή είναι πολύ κοντά στο ρεμπέτικο, όπως όμως εξελισσόταν η κοινωνία εξελίσσόταν και ο Τσιτσάνης, ήταν ένα απίστευτο σφουγγάρι πληροφοριών. Στις εισαγωγές του το εύρος που είχε ως συνθέτης είναι ολοφάνερο, το ίδιο συμβαίνει και με τα φωνητικά, εντυπωσιάζεσαι με το πόσο προσεγμένα είναι.
Αυτός άνοιξε πρώτος τη σελίδα του λαϊκού τραγουδιού». Το ίδιο πιστεύει και η Μποφίλιου. «Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη υπερβολικά ολοκληρωμένο, αν μπορεί να μου επιτραπεί η έκφραση. Οι επιλογές των τραγουδιστών ήταν ιδιοφυείς. Τα τραγούδια που έδωσε στην Μπέλλου, για παράδειγμα, ήταν για να τα πει αυτή η φωνή, ή που επέλεξε τον λυγμό της Γκρέι για το «Θέλω να είναι Κυριακή», το ότι έδωσε στον Πάνο Γαβαλά το «Οσο με μαλώνεις». Δεν μπορείς να φανταστείς άλλον να το λέει τόσο ωραία. Ο άνθρωπος ήταν επιστήμονας, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη λέξη».