Σε κλίμα απόλυτης πόλωσης και αβεβαιότητας κινδυνεύουν να διεξαχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο σε 10 ημέρες από σήμερα. Νωρίς το πρωί της Τετάρτης, οι ειδήσεις για πακέτα που περιείχαν εκρηκτικούς μηχανισμούς διαδέχονταν η μία την άλλη. Αμερικανικά δίκτυα μετέδιδαν όταν ένα πακέτο κατευθυνόταν προς την οικία του Μπιλ και της Χίλαρι Κλίντον έξω από τη Νέα Υόρκη.
Λίγη ώρα μετά, επιβεβαίωναν ότι και ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα επρόκειτο να παραλάβει παρόμοιο, το οποίο όμως σταμάτησαν οι μυστικές υπηρεσίες, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα το ειδησεογραφικό δίκτυο CNN μετέδιδε ότι σήμανε συναγερμός και στα δικά του γραφεία.
Η κινητοποίηση ήταν πρωτοφανής και οι Αμερικανοί είχαν να δουν τέτοιες εικόνες από την 11η Σεπτεμβρίου: περιπολικά, μυστικοί πράκτορες, πυροτεχνουργοί, κορδέλες στους δρόμους για να μην κινούνται ούτε πεζοί ούτε οχήματα, και πλήθος αστυνομικών που καλούσαν τον κόσμο να βρει καταφύγιο επί τόπου.
Η ένταση κορυφώθηκε όταν η αστυνομία της Φλόριδας έκανε γνωστό ότι βρήκε ένα ύποπτο δέμα κοντά στο γραφείο της βουλευτού του Δημοκρατικού Κόμματος Ντέμπι Γουάσερμαν-Σουλτς, πρώην προέδρου της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Αντριου Κουόμο γνωστοποίησε κατόπιν ότι εστάλη ανάλογος μηχανισμός στο γραφείο του στο Μανχάταν, ενώ μεταξύ άλλων στόχων βρέθηκε ο Ερικ Χόλντερ, πρώην γενικός εισαγγελέας υπό προεδρίας Ομπάμα, αλλά και ο πρώην διευθυντής της CIA, Τζον Μπρέναν, ένας εκ των σφοδρών πολεμίων του νυν αμερικανού προέδρου.
Αναλυτές βγήκαν από την πρώτη στιγμή στα τηλεοπτικά δίκτυα και μίλησαν για εσωτερική τρομοκρατία, ενώ συνέδεαν το θέμα με τις ενδιάμεσες εκλογές: «Εμένα μου φαίνεται ότι κάποιος προσπαθεί να προκαλέσει χάος» εκτιμούσε ο Τομ Φουέντες, ειδικός αναλυτής, ενώ ο αμερικανός πρόεδρος χαρακτήριζε τα περιστατικά «πολιτική βία η οποία», όπως έλεγε, «δεν έχει θέση στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Τα ανησυχητικά περιστατικά εκτυλίχθηκαν μεσούσης της προεκλογικής εκστρατείας και αναμένεται να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την απόφαση των αμερικανών ψηφοφόρων, οι οποίοι θα προσέλθουν στην κάλπη μέσα σε κλίμα ανασφάλειας. Στα μέσα ενημέρωσης – έντυπα και μη – έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτές τις επιθέσεις και για το εάν συνδέονται με τη διχαστική ρητορική του Τραμπ, καθώς όλα τα πακέτα, όπως ευρέως σχολιάζεται, είχαν παραλήπτες «επικριτές» του αμερικανού προέδρου, είτε πολιτικούς του αντιπάλους είτε δημοσιογράφους.

Προσδοκίες

Σε αυτή την κρίσιμη κάλπη, που μπορεί να επηρεάσει το μέλλον της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι Δημοκρατικοί ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να «αλώσουν» και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, θα ανακτήσουν δηλαδή τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας, οδηγώντας σε παράλυση της κυβέρνησης και καθιστώντας τον Τραμπ αυτό που ονομάζεται στη χώρα «lame duck», δηλαδή «κουτσή πάπια».
Ο αμερικανός πρόεδρος δίνει τα ρέστα του, ταξιδεύει ασταμάτητα για να συσπειρώσει την εκλογική του βάση σε κάθε γωνιά της χώρας και μαζεύει συνέχεια χρήμα, ωσάν να συνεχίζει την προεκλογική του εκστρατεία του ’16. Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτές οι εκλογές θα είναι αναμφίβολα ένα crash test για τις πολιτικές του, ένα άτυπο δημοψήφισμα για τη δημοφιλία του.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της Pew Research, έξι στους δέκα Αμερικανούς λένε ότι ο Τραμπ είναι ο παράγοντας που θα επηρεάσει την ψήφο τους, ενώ και ο ίδιος ρίχνεται στη μάχη, ποντάροντας στο χαρτί της πόλωσης, του διχασμού και της… «αυτοπροβολής»: «Βγείτε έξω να ψηφίσετε, αποφασίζετε για εμένα» δήλωσε σε πρόσφατη ομιλία του, επιχειρώντας να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους.

Ο έλεγχος της Γερουσίας

Τα γκάλοπ δείχνουν πως οι Δημοκρατικοί είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής, άρα το ζητούμενο για εκείνους είναι η Γερουσία, όπου πρέπει να διεκδικήσουν δύο έδρες από τους Ρεπουμπλικανούς, για να εξασφαλίσουν τον έλεγχό της. Ωστόσο, υπάρχουν μόνο εννέα έδρες υπό διεκδίκηση εφέτος και οι περισσότερες αναμένεται να παραμείνουν στους Ρεπουμπλικανούς.
Οι Ρεπουμπλικανοί προηγούνται μεν στα ζητήματα της οικονομίας, δείχνουν όμως να υπολείπονται στη γυναικεία ψήφο, όπου οι Δημοκρατικοί προηγούνται με 25 μονάδες. Οι γυναίκες είναι εκείνες που δηλώνουν περισσότερο πρόθυμες να πάνε και να ψηφίσουν και, για την ακρίβεια, να καταψηφίσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Υπέρ τους λειτουργεί το λεγόμενο «ροζ κύμα», αλλιώς η κατακόρυφη αύξηση των γυναικών που θέτουν υποψηφιότητα, κυρίως από αντίδραση σε αυτό το σεξιστικό προφίλ που προβάλλει ο αμερικανός πρόεδρος, αλλά και λόγω της σωρείας σκανδάλων που τον συνοδεύουν, με πιο χαρακτηριστική την υπόθεση του κατηγορούμενου για σεξουαλικές επιθέσεις Μπρετ Κάβανο (προσωπική επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ) και διορισμένου πλέον στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.
Ενα από τα ζητήματα που καθόρισαν σημαντικά το νικηφόρο για τον Τραμπ αποτέλεσμα των προεδρικών του 2016 ήταν το μεταναστευτικό ζήτημα. Τότε ο Τραμπ δήλωνε ότι θα απαγορεύσει την είσοδο μουσουλμάνων στις ΗΠΑ και ότι θα ορθώσει αδιαπέραστο τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, χωρίς να υπολογίζει το κόστος.
Δύο χρόνια μετά, ο αμερικανός πρόεδρος χρησιμοποιεί και πάλι το χαρτί της ξενοφοβίας – στην πραγματικότητα δεν το εγκατέλειψε ποτέ – προκειμένου να πολώσει, να φανατίσει και να συσπειρώσει τους πατριώτες και τους εθνικιστές: «Κάθε φορά που βλέπετε ένα καραβάνι, ή ανθρώπους που έρχονται ή προσπαθούν να έρθουν παράνομα στη χώρα μας, να σκέφτεστε και να κατηγορείτε τους Δημοκρατικούς που δεν μας έδωσαν τις ψήφους για να αλλάξουμε τους άθλιους νόμους μας για τη μετανάστευση! Θυμηθείτε τις ενδιάμεσες εκλογές! Είναι τόσο άδικο για αυτούς που έρχονται νόμιμα» έγραψε πριν από λίγες ημέρες στο Twitter, καθώς το πολυπληθές καραβάνι προσφύγων και μεταναστών από την Κεντρική Αμερική προχωρούσε ακάθεκτο προς τα νότια σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Την ίδια ώρα, απειλούσε ότι θα διακόψει την οικονομική βοήθεια προς τις χώρες που δεν σταματούν τη μαζική έξοδο των πολιτών τους και διεμήνυε ότι κατεβάζει τον στρατό, καθώς πρόκειται για εθνική ανάγκη. Χαρακτήριζε δε εμμέσως πλην σαφώς τους πρόσφυγες εν δυνάμει τρομοκράτες, καθώς, όπως έλεγε, ανάμεσα σε αυτούς «βρίσκονται άγνωστοι από τη Μέση Ανατολή». Την επιχειρηματολογία του συμπλήρωσε ισχυριζόμενος ότι πίσω από τους χιλιάδες ταλαίπωρους οδοιπόρους βρίσκονται το Δημοκρατικό Κόμμα και ο δισεκατομμυριούχος Τζορτζ Σόρος.

Πυρηνικά παιχνίδια με Ρωσία και Κίνα

Δύο χρόνια μετά την είσοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και παραμονή των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο στις 6 Νοεμβρίου, ο ορίζοντας εξακολουθεί να παραμένει θολός πάνω από την Ουάσιγκτον, εξαιτίας των πολιτικών του επιλογών και αποφάσεων. Μέχρι στιγμής, τα δεδομένα δεν επιτρέπουν αισιοδοξία, τα σύννεφα της αβεβαιότητας πυκνώνουν και έχουν στις περισσότερες των περιπτώσεων βαρύνουσες προεκτάσεις στη διεθνή σκηνή.

Πρώτα ο Τραμπ απέσυρε μονομερώς τη χώρα από τη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, ύστερα, και πάλι μονομερώς, από τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, ακολούθως από την UNESCO και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Προ ημερών, σε αυτό το «γαϊτανάκι ανατροπών» ήρθε να προστεθεί μια νέα απόφασή του, για να αναστατώσει εκ νέου τον πλανήτη.

Λίγο προτού ο σύμβουλός του της εθνικής ασφάλειας Τζον Μπόλτον αναχωρήσει για τη Μόσχα για σειρά συναντήσεων με ρώσους αξιωματούχους, και εν αναμονή της συνόδου των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ, ο Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την ιστορική συνθήκη για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς (INF), η οποία αφορά τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς που μπορούν να μεταφέρουν συμβατικές ή πυρηνικές κεφαλές, με βεληνεκές 500-5.500 χιλιόμετρα.

Πρόκειται για τη συμφωνία που είχαν υπογράψει οι Ρόναλντ Ρίγκαν και Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1987, και χάρη σε αυτήν αποσοβήθηκε ο κίνδυνος πυρηνικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και, κυρίως, μπήκε στο περιθώριο μια ολόκληρη σειρά επικίνδυνων πυραυλικών συστημάτων.
Το ζήτημα κατάργησής της, το οποίο ο μοναδικός εν ζωή αρχιτέκτονας αυτής Μιχαήλ Γκορμπατσόφ χαρακτήρισε κίνηση «απερίσκεπτη και λανθασμένη», δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία. Ηδη από τον Ιανουάριο του περασμένου έτους, όταν δηλαδή, αναλάμβανε την προεδρία, ο Τραμπ είχε υποσχεθεί ότι θα αναθεωρήσει την πυρηνική στάση της χώρας, για να εξασφαλίσει ότι «η πυρηνική αποτρεπτική ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών είναι σύγχρονη, ισχυρή, ευέλικτη, ανθεκτική, έτοιμη και κατάλληλα προσαρμοσμένη να αποτρέψει απειλές του 21ου αιώνα και να καθησυχάσει τους συμμάχους».

Επιπτώσεις

Αν και επί του παρόντος πρόκειται μόνο για δήλωση πρόθεσης, κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο αμερικανός πρόεδρος θα κάνει πίσω. Οι επιπτώσεις θα είναι πολλές, αρχής γενομένης από το γεγονός ότι ο αμερικανικός στρατός θα ξεκινήσει το χτίσιμο ενός τρομερού οπλοστασίου πυραύλων, εγκαινιάζοντας έτσι τον δρόμο σε μια κούρσα εξοπλισμών ανάμεσα στους μεγάλους παίκτες.
Αυτό ωστόσο – αναφέρουν έγκριτοι στρατιωτικοί αναλυτές – μπορεί να θέσει σε κίνδυνο πλήθος άλλων συμφωνιών που περιορίζουν την παραγωγή και εγκατάσταση πυρηνικών όπλων, με πιο σημαντική τη συμφωνία για τη μείωση των στρατηγικών πυρηνικών όπλων, γνωστή με το ακρωνύμιο START (Strategic Arms Reduction Treaty).

Πρόκειται για μια πολύ επισφαλή επιλογή – ήδη η Ευρωπαϊκή Ενωση κάλεσε με γραπτή ανακοίνωση την Ουάσιγκτον να παραμείνει πιστή στη συμφωνία –, και αν τελικά υλοποιηθεί, έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία: η Ρωσία έχει πάψει να είναι σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και ταυτόχρονα μια άλλη ανταγωνίστρια δύναμη, η Κίνα, έχει αυξήσει τη στρατιωτική της ισχύ και το πυρηνικό της οπλοστάσιο, γεγονός που αλλάζει άρδην τα δεδομένα στη γεωπολιτική σκακιέρα.

Πώς φθάσαμε ως εδώ

Οπως αναφέρει το think tank γεωπολιτικών αναλύσεων Stratfor, «ο θάνατος της συμφωνίας είναι σχεδόν αναπόφευκτος». Ηδη – προσθέτει –, εδώ και δύο δεκαετίες, η συνθήκη ήταν ιδιαίτερα τρωτή, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πλείστες φορές κατηγορήσει τη Ρωσία για παραβίασή της και μολονότι ποτέ δεν απέδειξαν αυτούς τους ισχυρισμούς επιχείρησαν να την αναγκάσουν να συμμορφωθεί, με μοχλό πίεσης τις κυρώσεις και την ανάπτυξη οπλικών συστημάτων.

Η Ρωσία, από την άλλη, ήγειρε συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών που αφορούσαν αμερικανικά οπλικά συστήματα σταθμευμένα σε Ρουμανία και Πολωνία, αλλά ποτέ δεν είχε τεθεί ζήτημα ακύρωσής της από καμία πλευρά.

Τι οδήγησε λοιπόν τον Τραμπ στην απόφαση να ανατρέψει μια πολιτική δεκαετιών; Πέραν των συνεχιζόμενων παραβιάσεων που ισχυρίζεται ότι κάνει η Ρωσία, η ανάδυση της Κίνας και η ανάπτυξη των στρατιωτικών της ικανοτήτων είναι το μεγαλύτερο κίνητρο το οποίο αναγκάζει την Ουάσιγκτον να επαναπροσδιορίσει τη θέση της.

Πρόκειται για μια νέα στάση, η οποία λαμβάνει υπόψη τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται, και δη τις εδαφικές διεκδικήσεις του Πεκίνου στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να θέτουν πλέον ζήτημα διεύρυνσης της ισχύουσας συμφωνίας, με τη συμπερίληψη της Κίνας μέσα σε αυτή.

Στη διάρκεια μιας ακροαματικής διαδικασίας στη Γερουσία το περασμένο έτος, ο πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Νότια Κορέα και επικεφαλής της Διοίκησης Ειρηνικού, ναύαρχος Χάρι Χάρις, ανέφερε ότι ο κινεζικός στρατός διαθέτει μια τεράστια πυραυλική δύναμη, με αποθέματα πάνω από 2.000 βαλλιστικούς πυραύλους και πυραύλους Κρουζ.

Πολλοί αξιωματούχοι της εθνικής ασφάλειας πιστεύουν ότι οι κινεζικοί πύραυλοι απειλούν τα στρατιωτικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, ενώ ο ειδικός συνεργάτης του ναυάρχου Χάρις, Ερικ Σάγερς, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «την ερχόμενη δεκαετία, αυτή η αυξανόμενη συμβατική στρατιωτική ανισορροπία θα μπορούσε να σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι σε θέση να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για την ασφάλεια των συμμάχων απέναντι σε μια όλο και πιο δυναμική Κίνα».