Ο τολμηρός φακός της Ιμοτζεν Κάνινγκχαμ
Μία από τις πρώτες φωτογράφους του 20ού αιώνα υπήρξε και μία από τις πιο σημαντικές εκπροσώπους του είδους.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οι φωτογραφίες της είναι πανέμορφες, εντυπωσιακές, και η προσοχή που η ίδια δίνει στη λεπτομέρεια ανεπανάληπτη. Η Ιμοτζεν Κάνινγκχαμ (1883-1976) άρχισε να αντικρίζει τον κόσμο με τον φακό της στην αυγή του 20ού αιώνα και έκτοτε αποτέλεσε ατελείωτη έμπνευση για τις γενιές που ακολούθησαν με τα πορτρέτα της, τα τοπία, τις νεκρές φύσεις, τα γυμνά και την απαράμιλλη φεμινιστική προσέγγισή της. Aφορμή για να θυμηθούμε και να εντυπωσιαστούμε για άλλη μία φορά από το έργο της είναι το λεύκωμα «Imogen Cunningham: A Retrospective», έκδοση του Μουσείου J. Paul Getty, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Το ιδιαίτερα αξιοσημείωτο στην περίπτωση της Κάνινγκχαμ είναι ότι αποφάσισε να γίνει φωτογράφος την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, όταν δηλαδή η συγκεκριμένη επιλογή ήταν μια πολύ τολμηρή απόφαση για μια γυναίκα. «Στο συγκεκριμένο πεδίο την κυριαρχία την είχαν οι άνδρες, πολλοί από τους οποίους θεωρούσαν ότι οι δυσκολίες και οι φυσικές προκλήσεις της φωτογραφικής διαδικασίας δεν ήταν μέσα στις δυνατότητες των γυναικών» δήλωνε ο Τίμοθι Ποτς, ο διευθυντής του αμερικανικού μουσείου, με την αφορμή της κυκλοφορίας του βιβλίου.
Η Κάνινγκχαμ, ωστόσο, διέθετε ορισμένα εφόδια που θα τη βοηθούσαν να άρει αυτή τη βαθιά θεμελιωμένη εντύπωση. Ηταν έξυπνη, διέθετε αντίληψη και αποφασιστικότητα και τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στον δρόμο της. Σπούδασε Χημεία στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ – μάλιστα ολοκλήρωσε τις σπουδές της σε τρία χρόνια – και σύντομα κέρδισε μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Δρέσδη, στον τομέα της χημείας της φωτογραφίας. Η απόφαση, εξάλλου, για να ασχοληθεί με τη φωτογραφία θα μπορούσε να θεωρηθεί ειλημμένη από όταν αντίκρισε φωτογραφίες της Αμερικανίδας Γερτρούδης Κεζεμπίρ (1852-1934) και στα 18 της άρχισε να πειραματίζεται με το μέσο. Μετά από την Ευρώπη επέστρεψε στην Αμερική και συνεργάστηκε με τη φωτογράφο και φωτορεπόρτερ Ντοροθέα Λανγκ (1895-1965) και τον Εντουαρντ Γουέστον (1886-1958). Παρουσία αυτών των καλλιτεχνών εξερεύνησε νέες φωτογραφικές μεθόδους όπως τη διπλή έκθεση.
Οταν επέστρεψε δε στο Σιάτλ άνοιξε το δικό της στούντιο και εκεί επιμελούνταν τα φωτογραφικά πορτρέτα μεγάλων προσωπικοτήτων, καλλιτεχνών, συγγραφέων, χορευτών και μουσικών. Χάρη σε αυτά τα πορτρέτα τράβηξε την προσοχή του αρχισυντάκτη του «Vanity Fair», Φρανκ Κράουνινσιλντ, ο οποίος την κάλεσε να δημοσιεύσει φωτογραφίες της στο περιοδικό. Οταν κυκλοφόρησε το τεύχος τον Δεκέμβριο του 1931 στις σελίδες του οποίου υπήρχαν και δύο δικές της φωτογραφίες, η επιτυχία τους ήταν τόσο μεγάλη ώστε η Κάνινγκχαμ έγινε περιζήτητη εν μια νυκτί και δεν προλάβαινε να ανταποκρίνεται σε αναθέσεις για να απαθανατίσει την ελίτ του Χόλιγουντ, και όχι μόνο. «Με ρώτησαν: «Ποιους θέλεις να φωτογραφίσεις;». Κι εγώ τους είπα: «Ασχημους άνδρες»». Σύντομα στήνονταν μπροστά από τον φακό της προσωπικότητες όπως η Φρίντα Κάλο, η Γερτρούδη Στάιν και σπουδαίοι άνδρες φωτογράφοι όπως ο Αλφρεντ Στίγκλιτζ. Ποιο ήταν το μυστικό της; «Πρέπει να είσαι σε θέση να κατανοήσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα τις ομορφιές του χαρακτήρα, της διάνοιας και του πνεύματος, ώστε να είσαι αντίστοιχα σε θέση να αναδείξεις τις καλύτερες ιδιότητες του ατόμου που έχεις μπροστά σου και να τις κάνεις να εμφανίζονται και εξωτερικά» ανέλυε το πώς μπορεί να τραβήξει κανείς πετυχημένη φωτογραφία πορτρέτου.
Πικτοριαλισμός και f/64
Η Ιμοτζεν Κάνινγκχαμ ήταν ευφυής και τολμηρή γυναίκα. Ως μέλος αυτής της συνομοταξίας δεν δίστασε στιγμή να πάει κόντρα στο ρεύμα και να διαφέρει. Για παράδειγμα, σε μια εποχή που το γυμνό στη φωτογραφία ήταν προνόμιο μόνο των ανδρών, εκείνη αντιστάθηκε στις συμβάσεις και φωτογράφιζε ό,τι της τραβούσε την προσοχή, δίχως να την ενδιαφέρει η φυλή, το φύλο ή η σεξουαλικότητα των ανθρώπων μπροστά από τον φακό της. Ενδεικτικά, οι σπουδές του ανδρικού γυμνού σώματος του συζύγου της, Ρόι Πάρτριτζ, με φόντο το τοπίο της Νότιας Καλιφόρνιας αποτελούν ένα από τα πρώιμα παραδείγματα ανδρικού γυμνού που έχει τραβήξει γυναίκα φωτογράφος. Οσον αφορά το στυλ της, η πρώιμη δουλειά της εντασσόταν στον πικτοριαλισμό, δηλαδή στη δημιουργία φωτογραφιών που έδιναν μια ζωγραφική εντύπωση, όμως το 1932 έγινε μέλος της φημισμένης μοντερνιστικής ομάδας f/64, στην οποία ήταν μέλη ο Ανσελ Ανταμς (1902-1984) και ο Γουίλαρντ βαν Ντάικ (1906-1986).
Κανένα από αυτά τα επιτεύγματά της δεν θεωρήθηκε αρκετό για να κριθεί άξια μιας ευρείας αναγνώρισης, σαν αυτή που απολάμβαναν οι άνδρες συνάδελφοί της. To Mητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης τής αφιέρωσε μια έκθεση το 1973, όταν ήταν πλέον 90 χρόνων και τρία χρόνια προτού αποδημήσει εις Κύριον. Σε αυτή την ηλικία, στα 90 της χρόνια, σταμάτησε να διδάσκει φωτογραφία, κάτι που έκανε αδιάλειπτα από τη δεκαετία του ’40. Ωστόσο κάποτε είχε εκμυστηρευθεί στον αμερικανό φωτογράφο Μάινορ Γουάιτ (1908-1976): «Μάλλον δεν είμαι και τόσο καλή δασκάλα. Δεν μπορώ να βάλω τον εαυτό μου στη θέση ενός ατόμου που δεν γνωρίζει τίποτα και δεν ενδιαφέρεται από μόνο του να εφοδιάσει τον εαυτό του με αυτή τη θέληση για μάθηση. Οπότε, μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για το τι σκέφτομαι για τους μαθητές μου».

