«Ο την γην παίξας, την γην χάσας»

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στις 5 Μαΐου 1821, πριν από ακριβώς διακόσια χρόνια, ο Ναπολέων Βοναπάρτης άφηνε την τελευταία του πνοή στο νησί Αγία Ελένη, στον Νότιο Ατλαντικό, κυριολεκτικά «στη μέση του τίποτα», όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος κοιτάζοντας τον χάρτη. Ηταν 52 ετών και τον είχαν στείλει εκεί το 1815 οι νικητές αντίπαλοί του και κυρίως οι Βρετανοί στους οποίους ανήκε η Αγία Ελένη, θέλοντας να απαλλαγούν οριστικά από αυτόν, καθώς το πείραμα του εκτοπισμού του στην κοντινή Ελβα είχε αποτύχει.
Για τον Βοναπάρτη έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα: για τις μάχες του, για τις στρατηγικές του ικανότητες, για το πώς ο λοχαγός του 1793 κατάφερε να στεφθεί αυτοκράτορας των Γάλλων το 1804, ακόμα και για τους έρωτές του και για τα κάθε είδους χούγια του. Παιδί της κοινωνικής κινητικότητας που πυροδότησε η Γαλλική Επανάσταση, ο γεννημένος το 1769 βραχύσωμος Κορσικανός ήταν ήδη σε ηλικία 27 ετών ο θριαμβευτής της λεγόμενης Εκστρατείας της Ιταλίας, όπου κατανίκησε επανειλημμένα τους Αυστριακούς το 1796-97. Εμπνευστής και πρωταγωνιστής της εκστρατείας στην Αίγυπτο το 1798, θα αναγορευτεί πρώτος ύπατος το 1799, μετά το λεγόμενο πραξικόπημα της 18ης Μπριμέρ, και εν συνεχεία αυτοκράτορας των Γάλλων, από το 1804 έως το 1814 και ξανά (μόνο για «εκατό ημέρες» αυτή τη φορά) το 1815.
Ανεξάρτητα από τις όποιες επιλογές του στο γεωπολιτικό πεδίο, στις οποίες θα επανέλθω, ο Βοναπάρτης άφησε αναμφισβήτητα παρακαταθήκη στη γαλλική κοινωνία σημαντικό μεταρρυθμιστικό έργο, σε τομείς όπως η διοίκηση, η οικονομία, οι νόμοι (Αστικός Κώδικας, ο λεγόμενος Ναπολεόντειος, το 1804, Εμπορικός Κώδικας το 1807), η απονομή της δικαιοσύνης, οι θεσμοί.
Το 1805-07 ο Ναπολέων θα νικήσει επανειλημμένα τους συνασπισμένους εναντίον του αντιπάλους του, Αυστριακούς, Πρώσους, Ρώσους και άλλους. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους θα διαλυθεί έπειτα από περίπου δέκα αιώνες, η Πρωσία και η Ρωσία θα συνθηκολογήσουν, μια σειρά από κράτη υπό γαλλική επιρροή θα ιδρυθούν στο πλαίσιο της νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη (Συνομοσπονδία του Ρήνου, Βασίλειο της Βεστφαλίας, Μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας, Βασίλειο της Νεάπολης, άλλες μικρότερες ηγεμονίες). Ο κάποτε «μικρός δεκανέας», έχοντας μπει πια και επισήμως στο «κλαμπ» των ευρωπαίων ηγεμόνων μέσω του γάμου του με τη Μαρία Λουίζα των Αψβούργων το 1810, θα δείχνει πλέον ανίκητος, εδραιωμένος στον θρόνο του, ρυθμιστής σχεδόν των πάντων στην ηπειρωτική Ευρώπη (μόνο οι Βρετανοί θα παραμένουν σχετικά αλώβητοι από την παντοδυναμία του).
Κάπου εκεί, ωστόσο, ο Βοναπάρτης άρχισε μάλλον να χάνει την αίσθηση του μέτρου, να χάνει την αυτοσυγκράτηση που κάθε εξουσία, ακόμα και η πιο παντοδύναμη, οφείλει να διαθέτει. Ετσι, θα μοιράζει θρόνους, τίτλους και ηγεμονίες στα αδέλφια του (είχε και πολλά ο άτιμος!), σε συγγενείς του, σε στενούς του συνεργάτες. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης θα γίνει βασιλιάς της Ολλανδίας, ο Ιερώνυμος βασιλιάς της Βεστφαλίας, ο Ιωσήφ βασιλιάς της Ισπανίας, ο Μιρά, σύζυγος της αδελφής του Καρολίνα, βασιλιάς της Νεάπολης κ.λπ. Σταδιακά, όλο και περισσότερο «τα πόδια του αρχίζουν να βγαίνουν έξω από το πάπλωμα», για να κάνω και λίγο πιο δημοσιογραφικό το κείμενο. Οι συνεχείς πόλεμοι αρχίζουν να κουράζουν τους οπαδούς του και τους συμμάχους του, να πεισμώνουν τους αντιπάλους του. Λαοί στους οποίους προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του manu militari, όπως οι Ισπανοί και οι Πρώσοι, αντιστέκονται – ενίοτε μάλιστα, αντιστεκόμενοι, αφυπνίζονται και εθνικά, όπως στην περίπτωση της Πρωσίας.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο Κορσικανός προσβάλλεται, νομίζω, από εκείνο το μικρόβιο που είναι ικανό να καταβάλει ακόμα και τον πιο ισχυρό ηγεμόνα ή ηγέτη: την πεποίθηση ότι είναι ακατάβλητος, την αλαζονεία που γεννιέται από την παντοδυναμία και που συνήθως καταλήγει σε ένα είδος «ύβρεως». Ετσι, το 1812, επικεφαλής της πανίσχυρης Μεγάλης Στρατιάς, εκστρατεύει κατά της Ρωσίας. Γιατί, άραγε, θεώρησε ότι αυτό ήταν απαραίτητο; Τι περισσότερο αναζητούσε ή διεκδικούσε; Μήπως μια ακόμα επιβεβαίωση ότι είναι ανίκητος, ότι τίποτα δεν μπορεί να του αντισταθεί; «Μωραίνει ο Κύριος ον βούλεται απολέσαι» θα έλεγε ίσως ένας χριστιανός. Σε ό,τι με αφορά, ως μη θρησκευόμενος, προτιμώ να επικαλεστώ ένα από αυτά που συνήθως αποκαλούμε ιστορικά ανέκδοτα. Τα λέει όλα, κατά τη γνώμη μου, καλύτερα ίσως και από την πιο βαθυστόχαστη ανάλυση. Τον Μάρτιο του 1814 λοιπόν, όταν τα στρατεύματα των συνασπισμένων αντιπάλων του Ναπολέοντα είχαν καταλάβει το Παρίσι, ένας ρώσος στρατηγός, έκθαμβος μπροστά στα μεγαλοπρεπή κτίρια αλλά και στη γενικότερη λάμψη και πολυτέλεια της γαλλικής πρωτεύουσας, αναφώνησε: «Καλά, είχε όλα αυτά και λιμπίστηκε τη Μόσχα;». (Η Μόσχα εκείνη την εποχή ήταν ένα τεράστιο χωριό.)
Πράγματι. Τα είχε όλα, είχε όλη την (ηπειρωτική) Ευρώπη στα πόδια του, και όμως ήθελε νέες νίκες, νέες κατακτήσεις, ίσως και νέα επιβεβαίωση της παντοδυναμίας του. Πάντως, εκείνη η καημένη η μάνα του, η Λετίτσια Μπουοναπάρτε, το γένος Ραμολίνο, από την Κορσική, θα έλεγε κανείς ότι τον είχε προειδοποιήσει με τον τρόπο της. Οταν κάποτε, στον κολοφώνα της δόξας του, της είπε κάτι σαν «Δες, μάνα, τι έγινε ο γιος σου! Μέχρι και αυτοκράτορας!», εκείνη λέγεται ότι απάντησε: «Ωραία όλα αυτά, παιδί μου. Αρκεί να διαρκέσουν (Pourvu que ça dure)».
Οσο για τον τίτλο, προέρχεται από το ποίημα «Ο περιπλανώμενος» (1839) του Αλεξάνδρου Σούτσου, όπου μνημονεύεται ο (κατά τον ποιητή, εκ Ταϋγέτου ορμώμενος!) Κορσικανός, ο «εις μίαν μόνην ώραν την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλώ την χώραν».
Ο κ. Ανδρέας Παππάς
είναι επιμελητής εκδόσεων
και μεταφραστής.

