Ο θησαυρός του Ντέιβιντ Γκέφεν
Ο μεγιστάνας της μουσικής βιομηχανίας και του κινηματογράφου, λάτρης και συχνός επισκέπτης της χώρας μας, είναι ένας μεγα-συλλέκτης με ένστικτο για την αγορά αλλά και την πώληση ορισμένων από τα πιο σπουδαία έργα τέχνης.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Από την αρχή της σύλληψής της το 1939, η υπαίθρια γλυπτοθήκη του ΜοΜΑ στη Νέα Υόρκη ήταν μία από τις πιο αγαπημένες πράσινες γωνιές για τους κατοίκους της μεγαλούπολης. Ανάμεσά τους ήταν και ένας αδύνατος, νευρώδης νεαρός με πυκνά σγουρά μαλλιά, ο οποίος δούλευε στο γραφείο αλληλογραφίας της εταιρείας μάνατζερ καλλιτεχνών William Morris. Γιατί όποτε ήθελε να ξεφύγει για λίγο από τη βαβούρα της δουλειάς και της πόλης και από την ιλιγγιώδη φιλοδοξία του κατέφευγε σε αυτό το πράσινο κομμάτι γης παρέα με ένα μπουκάλι αλκοόλ καμουφλαρισμένο με τη χαρακτηριστική καφέ χάρτινη σακούλα των liquor stores. Εκεί ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τη μεταπολεμική σύγχρονη τέχνη και άναψε η σπίθα για το φλογερό πάθος της συλλογής έργων τέχνης, το οποίο θα αποδεικνυόταν ασίγαστο και εξαιρετικά προσοδοφόρο. Σίγουρα δεν είχε διαφύγει την προσοχή του νεαρότατου Ντέιβιντ Γκέφεν ότι ο κήπος του σημαντικότερου μουσείου σύγχρονης τέχνης του «Μεγάλου Μήλου» έφερε το όνομα της πλουσιότερης οικογένειας της Αμερικής: Ροκφέλερ.
Οπως θα αποδεικνυόταν τελικά, θα έβλεπε και το δικό του όνομα να κοσμεί το περιώνυμο μουσείο, κι ας μην είχε καμία οικογενειακή δεξαμενή χρημάτων για να τον βοηθήσει σε αυτό το επίτευγμα. Σε τρεις ορόφους της επέκτασης του ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης που σχεδίασαν πρόσφατα οι Diller Scofidio + Renfro διαβάζεις ευκρινώς «David Geffen Wing», ενώ επίσης υπάρχει David Geffen Gallery και σε έναν όροφο του παλιού κτιρίου. Στο κάτω-κάτω τα 100 εκατ. δολάρια που είχε δωρίσει στο μουσείο υπήρξαν καθοριστικά για την αποπεράτωση της φιλόδοξης «μεγέθυνσής» του.
Βέβαια, η μετάβαση από μια αβέβαιη κατάσταση ζωής στον μυθικό πλούτο των 8,3 δισ. δολαρίων (εκ των οποίων τα 2 αποδίδονται στη συλλογή του με έργα τέχνης), όπως αποτιμάται η περιουσία του Γκέφεν από το «Forbes», δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα για τον διάσημο ιδρυτή της δισκογραφικής Asylum Records, της Geffen Records, της DGC Records αλλά και του κινηματογραφικού στούντιο DreamWorks SKG, ο οποίος μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν με το όνειρο να ανοίξει τα φτερά του μακριά από τον πολύ στενό ορίζοντα της γειτονιάς τού Borough Park. Δηλαδή ακόμα κι αν υπήρχαν τα ροδοπέταλα, εκείνος μάλλον δεν θα δίσταζε να τα τσαλαπατήσει αν ήταν αναγκαίο προκειμένου να κατακτήσει τον όποιο απώτερο στόχο του. Αυτό σκέφτονταν όσοι τον έβλεπαν σε εκείνο το γραφείο αλληλογραφίας να ανοίγει φακέλους στον ατμό για να παραποιήσει την επιστολή του UCLA στην οποία δηλωνόταν ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν είχε υπάρξει φοιτητής του συγκεκριμένου πανεπιστημίου όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Αυτό είπαν το δίχως άλλο πολλοί όταν σβήστηκε το όνομα του φιλάνθρωπου Εϊβερι Φίσερ από την είσοδο της αίθουσας συναυλιών του Lincoln Center για να αναρτηθεί μόνο εκείνο του Γκέφεν. Ετσι λειτουργεί το σύστημα, όμως, ο πιο πρόσφατος ευεργέτης καρπώνεται όλα τα προνόμια. Κάτι έπρεπε να εισπράξει σε αντάλλαγμα για τα 100 εκατ. δολάρια που είχε δωρίσει στο Κέντρο Παραστατικών Τεχνών της Νέας Υόρκης το 2015, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι οι κληρονόμοι του Φίσερ έπρεπε με τη σειρά τους να εισπράξουν 15 εκατ. δολάρια για να συμφωνήσουν να οδηγηθεί στη λήθη το όνομα του προπάτορά τους.
«Rising Sun» στην εποχή του κορωνοϊού
Η ταπεινότητα και η μετριοφροσύνη δεν υπήρξαν ποτέ λέξεις στο γλωσσικό ιδίωμα του Γκέφεν. H δε αδιαφορία του για τους τρόπους που εισπράττεται η διαβόητη αλαζονεία του ήταν ανέκαθεν παροιμιώδης. Εν μέσω πανδημίας εξόργισε ολόκληρο τον πλανήτη όταν ανέβασε στον λογαριασμό του στο Instagram μια ειδυλλιακή φωτογραφία με το 138 μέτρων superyacht του, «Rising Sun», από την αυτοαπομόνωσή του στις Γρεναδίνες. Τη δεκαετία του ’70, όταν είχε ιδρύσει την πρώτη δισκογραφική του εταιρεία, Asylum Records, μαζί με τον Ελιοτ Ρόμπερτς, έφερε στο αμήν έναν νομικό της μουσικής βιομηχανίας, ο οποίος έφτασε στο σημείο να χειροδικήσει εναντίον του σε ένα event των GRAMMYs προς μεγάλη τέρψη και ικανοποίηση όλων των παρευρισκομένων αλλά και όσων άκουσαν για το συγκεκριμένο περιστατικό.
Ο 77χρονος πλέον Ντέιβιντ Γκέφεν δεν νοιάστηκε ποτέ για τη γνώμη των άλλων, αν και στην πρόσφατη περίπτωση με το Instagram κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει – εξ ου και έσπευσε να σβήσει τη συγκεκριμένη ανάρτηση. Ωστόσο, το «Γράψτε ό,τι θέλετε» που είχε απαντήσει πρόσφατα στην εφημερίδα «The New York Times» όταν του είχαν απευθύνει αίτημα για συνέντευξη συνοψίζει καλύτερα την κοσμοθεωρία του. Οι φίλοι που ταξιδεύουν με το «Rising Sun» στις θάλασσες του κόσμου (και στο Ιόνιο Πέλαγος, όπου έχει θεαθεί συχνά-πυκνά το σκάφος των εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων), έχουν προφανώς την καλύτερη άποψη για εκείνον και αυτό είναι που μετράει. Από το ζεύγος Κέιτι Πέρι – Ορλάντο Μπλουμ έως τον Τομ Χανκς και τον Στιβ Μάρτιν ή τον κολλητό Τζεφ Μπέζος, στον οποίο παρεμπιπτόντως πούλησε πρόσφατα το σπίτι του στο Λος Αντζελες για 165 εκατ. δολάρια καταγράφοντας άλλο ένα ρεκόρ, την ακριβότερη αγοραπωλησία στο καλιφορνέζικο real estate, δεν υπάρχει σημαντικός άνθρωπος από τον χώρο του θεάματος και των επιχειρήσεων που να μην έχει βρεθεί εν πλω μαζί του.
Χώρος υπάρχει άπλετος, καθώς το superyacht μπορεί να φιλοξενήσει 18 άτομα μαζί με το προσωπικό του των πενήντα ατόμων. Το πιστοποιεί ο ίδιος ο Γκέφεν μέσα από το γενναιόδωρο feed στον περίφημο λογαριασμό στο Instagram, μέσω του οποίου ενημερώνει τους 83.000 followers του για τους εκάστοτε εκλεκτούς καλεσμένους-φιλοξενούμενούς του. Πάντως, δεν έχει θεαθεί πρόσφατα ο Κιάνου Ριβς, με τον οποίο φημολογούνταν έντονα ότι ήταν κρυφά παντρεμένοι. «Μου έκανε τρομερή εντύπωση αυτή η φήμη» έλεγε ο Ριβς. «Οχι επειδή ο κόσμος νόμιζε ότι ήμουν γκέι, αλλά διότι πίστευε ότι θα μπορούσα να έχω σχέση με έναν τόσο «καυτό» τύπο», έκλεινε τα στόματα, στηρίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα στον σεξουαλικό προσανατολισμό του φίλου του.
Πώς να χτίσεις μια συλλογή τέχνης αξίας 2 δισ. δολαρίων
Σε μία από τις αναρτήσεις του Instagram ο Γκέφεν ποζάρει δίπλα στον πίνακα «Νumber 17A» (1948) του Τζάκσον Πόλοκ. Η περίφημη συλλογή που τον φέρνει εδώ και χρόνια ανάμεσα στην πεντάδα των πιο ισχυρών συλλεκτών του κόσμου έχει διαμορφωθεί με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια και δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ο συγκεκριμένος αφηρημένος εξπρεσιονιστής είναι ο βασικός εκ των πρωταγωνιστών της. Ο Γκέφεν έχει ιδιαίτερη αδυναμία και στους Βίλεμ ντε Κούνινγκ, Μαρκ Ρόθκο αλλά και στον Τζάσπερ Τζονς. «Δίχως αμφιβολία, ο Ντέιβιντ έχει συγκεντρώσει τη σπουδαιότερη συλλογή αφηρημένου εξπρεσιονισμού και ποπ αρτ στο Λος Αντζελες και στις ΗΠΑ» έλεγε σχετικά ο γκαλερίστας Λάρι Γκαγκόζιαν. «Δεν υπάρχει κάποια άλλη αντίστοιχου επιπέδου, συναγωνίζεται άνετα πολλές συλλογές μουσείων. Πρέπει να ανατρέξεις στο παρελθόν, στην εποχή των αμερικανών μεγαλοβιομηχάνων του 19ου αιώνα, οι οποίοι συνέλεγαν δίχως φειδώ έργα ιμπρεσιονισμού και μεταϊμπρεσιονισμού αν θέλεις να τη συγκρίνεις με κάτι».
«Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν ανάλογη οικονομική δυνατότητα έχουν πολύ μεγαλύτερες συλλογές. Αλλά αντί να χτίσει έναν κατάλογο με έργα όπως έκαναν ο Τζ. Πολ Γκετί, ο Νόρτον Σάιμον και ο Αρμαντ Χάμερ, εκείνος αποφάσισε ότι δεν χρειαζόταν πολλά (σ.σ.: καθένας δημιούργησε ένα μουσείο για να στεγάσει τη συλλογή του). Θες επειδή μπορεί να αναγνωρίσει την ποιότητα ενός έργου από ένστικτο, θες επειδή έχει καλούς συμβούλους, ο τύπος έχει αγοράσει τα καλύτερα έργα. Πολύ θα ήθελα να έχω τη δική του συλλογή, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι επιθυμώ εκείνη του Ιλάι Μπρόουντ» έλεγε ένας έμπορος τέχνης κάνοντας τη σύγκριση με τον έτερο μεγιστάνα-συλλέκτη, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ακόμα σπουδαιότερος από τον Γκέφεν. Ναι, είναι να ζηλεύεις που έχει στην κατοχή του και τον πίνακα «The Splash» του Ντέιβιντ Χόκνεϊ, καθώς εκείνος είναι τελικά ο μυστηριώδης αγοραστής του έργου που πουλήθηκε για 30 εκατ. δολάρια σε δημοπρασία στο Λονδίνο τον χειμώνα που μας πέρασε.
Από συλλέκτη σε συλλέκτη
Πάντως, ένα άλλο σχετικό «χόμπι» του Γκέφεν είναι να επιτυγχάνει ιστορικές συμφωνίες όσον αφορά σπουδαία έργα τέχνης, όπως λέγεται ευρέως. Θα το είχαμε υποθέσει και από μόνοι μας, γιατί η αλήθεια είναι ότι διαθέτει ιδιαίτερο επιχειρηματικό ταλέντο και σε αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, το 2016 πούλησε έναν Ντε Κούνινγκ, τον πίνακα «Interchange», και έναν Πόλοκ, τον προαναφερθέντα «Number 17A», στον έτερο συλλέκτη Κενεθ Γκρίφιν για το συνολικό ποσό των 500 εκατ. δολαρίων. Το 2006, όταν οι τιμές ήταν «χαμηλότερες», είχε πουλήσει δύο Τζάσπερ Τζονς και έναν Ντε Κούνινγκ για περίπου 150 εκατ. δολάρια. Εναν μήνα μετά, η εφημερίδα «The New York Times» έγραφε ότι ο Γκέφεν είχε πουλήσει τον πίνακα «No. 5 1948» (1948) του Τζάκσον Πόλοκ για 140 εκατ. δολάρια στον μεξικανό χρηματοοικονομικό σύμβουλο Ντέιβιντ Μαρτίνεζ. Ηταν ο πιο ακριβός πίνακας που είχε πουληθεί ποτέ μέχρι τότε (είχε προηγηθεί το «Πορτρέτο της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ Ι» του Γκούσταβ Κλιμτ, το οποίο είχε αποκτήσει ο κληρονόμος Ρόναλντ Λόντερ για 134 εκατ. δολάρια). Ο Γκέφεν είναι ο άνθρωπος που εν έτει 1994 αντάλλαξε με το Μουσείο Τεχεράνης ένα πολύτιμο περσικό χειρόγραφο που είχε στην κατοχή του για έναν πίνακα του Ντε Κούνινγκ που ανήκε στη συλλογή του μουσείου, το έργο «Woman III» (1953). Τον Νοέμβριο του 2006 τον πούλησε στον έτερο μεγιστάνα-συλλέκτη Στίβεν Κοέν για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 137,5 εκατ. δολαρίων.
Κάπως έτσι η συλλογή του έφτασε να αποτιμάται στα 2 δισ. δολάρια, σύμφωνα με τους «New York Times». Δεδομένου ότι δεν έχει απογόνους ή επειδή απλώς έτσι το επιθυμεί, σκοπεύει να την αφήσει στο Ιδρυμά του, το οποίο θα δωρίσει τα έργα σε μουσεία ή θα τα πουλήσει για να διαθέσει τα κέρδη σε φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Γιατί ένα τρίτο χόμπι του Ντέιβιντ Γκέφεν είναι να διοχετεύει χρήματα σε φιλανθρωπίες, ποσά που έχουν απαρεγκλίτως εννεαψήφιους αριθμούς. «Αυτά είναι δώρα τα οποία συνήθως βλέπεις μόνο στα όνειρά σου» έλεγε ο Γκλεν Ντ. Λόουρι, ο ευεργετηθείς διευθυντής του ΜοΜΑ. Απ’ όταν ιδρύθηκε το 1986, το David Geffen Foundation έχει διαθέσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε φιλανθρωπικούς σκοπούς στους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και βεβαίως του πολιτισμού. Για παράδειγμα, η Σχολή Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας του Λος Αντζελες, UCLA, φέρει και αυτή το όνομά του. Πολύ καλύτερα δηλαδή από το να είχε απλώς σε κάδρο κάποιο από τα πτυχία της, ή αλλιώς η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται πάντα κρύο.
Ο «βασιλιάς Δαβίδ» που κατέκτησε τον κόσμο
Πάντως οι συμμαθητές του στο σχολείο είχαν διαβλέψει ότι μέχρι το 1975 θα είχε φτάσει να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Ολα γίνονται (ή τουλάχιστον γίνονταν) στην Αμερική, ακόμα και αν ήσουν γιος ουκρανοεβραίων μεταναστών που δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα και το είχες καημό ότι τα ρούχα σου δεν σου έκαναν ποτέ γιατί σου τα αγόραζαν πάντα ένα νούμερο μεγαλύτερα – όπως εξομολογούνταν ο Γκέφεν στην πρώην σύζυγο του Ρούπερτ Μέρντοχ, Γουέντι Ντενγκ. Η μητέρα μοδίστρα με μια μικρή μπουτίκ για κορσέδες, ο πατέρας δημιουργός πατρόν αλλά όχι ιδιαίτερα εργατικός, ο οποίος επιπλέον πέθανε όταν ο Ντέιβιντ ήταν 17 ετών. Δεν ήταν εύκολα τα παιδικά χρόνια του Γκέφεν αλλά σίγουρα τον βοήθησε να τα αφήσει οριστικά πίσω του το γεγονός ότι η μητέρα του αναφερόταν σε εκείνον ως «ο βασιλιάς Δαβίδ». Ο κακός μαθητής που ταλαιπωρούνταν από την αδιάγνωστη δυσλεξία του και δεν ακολούθησε ποτέ πανεπιστημιακές σπουδές διέθετε τελικά το αναντικατάστατο προσόν της χαλύβδινης αποφασιστικότητας και τη φιλοδοξία να φτάσει στα αστέρια και να τα ακουμπήσει. Από υπάλληλος στο γραφείο αλληλογραφίας, έγινε ατζέντης μουσικών και εκτόξευσε τελικά τις καριέρες καλλιτεχνών όπως, μεταξύ άλλων, οι Τζόνι Μίτσελ, Νιλ Γιανγκ, Eagles και Crosby, Stills and Nash μέσα από τη δισκογραφική του εταιρεία Asylum Records.
«Ο Ντέιβιντ ήθελε να πετύχει» έλεγε γι’ αυτόν ο μουσικός Τζάκσον Μπράουν, «αλλά ήθελε επίσης να είναι μέρος μιας κοινότητας φίλων. Μας στήριζε και μας υποστήριζε, και χρόνια μετά – ύστερα από πολλή ψυχανάλυση – κατάφερε τελικά να ξεπεράσει την ανάγκη να παρέχει φροντίδα στους ανθρώπους εις βάρος της δικής του της ζωής». Η δε Τζόνι Μίτσελ είχε γράψει ένα τραγούδι για να συνοψίσει τις αντιφάσεις του φίλου της. Ηταν το «Free Μan in Paris» (1974), με στίχους που διαβάζονται περίπου ως εξής:
«Λογαριάζομαι με ονειροπόλους
Και ανθρώπους που ουρλιάζουν στο τηλέφωνο
Τελευταία αναρωτιέµαι για ποιον λόγο το κάνω
Αν είχα τον τρόπο µου
Απλώς θα άνοιγα την πόρτα και θα έφευγα».

