Ο θάνατος ενός Αφροαμερικανού
Ενα λογοτεχνικό ρεπορτάζ από τον Τζον Εντγκαρ Γουάιντμαν για μια δολοφονία στην Αμερική της δεκαετίας του ’50 που υπενθυμίζει το βίαιο, ρατσιστικό παρελθόν της
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«This boy’s dreadful tragedy I can still remember well
The color of his skin was black and his name was Emmett Till»
«Θυμάμαι ακόμη την τραγωδία τη φρικτή εκείνου του παιδιού
Το δέρμα του ήταν μαύρο και το όνομά του Εμετ Τιλ»
Μπομπ Ντίλαν, 1962
«Ο θάνατος του Εμετ Τιλ» δεν είναι από τα γνωστότερα τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν. Το γεγονός όμως που έδωσε την αφορμή για να γραφτεί το τραγούδι, ο θάνατος – για την ακρίβεια, η δολοφονία – του Τιλ, ήταν μια υπόθεση που συντάραξε την Αμερική και τον κόσμο τη δεκαετία του 1950 και έγινε η αρχή για τις διεκδικήσεις του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, του κινήματος κατά του ρατσισμού στις ΗΠΑ, το οποίο έλαβε μεγάλη δυναμική κατά τη δεκαετία του 1960.
Το 1955 ο μαύρος αμερικανός συγγραφέας Τζον Εντγκαρ Γουάιντμαν ήταν 14 ετών, μεγάλωνε στο Πίτσμπουργκ, λαμπρός μαθητής και αστέρι στην ομάδα μπάσκετ του σχολείου του. Στο τέλος του καλοκαιριού, μια φωτογραφία στην εφημερίδα «Jet», έντυπο που απευθυνόταν κυρίως στους μαύρους, τράβηξε την προσοχή του: ήταν η φωτογραφία του Εμετ Τιλ, ενός μαύρου αγοριού, ακριβώς συνομηλίκου του, στο γυάλινο φέρετρό του, με το πρόσωπό του παραμορφωμένο από χτυπήματα. Εξήντα χρόνια αργότερα ο Γουάιντμαν ξαναθυμάται την ιστορία της δολοφονίας του για να αφηγηθεί τρεις ιστορίες: την ιστορία του δολοφονημένου παιδιού, την ιστορία του πατέρα του, Λούις Τιλ, η οποία δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, και μέρος της δικής του, προσωπικής ιστορίας.
Εγκλημα και
ατιμωρησία
Το καλοκαίρι του 1955 ο 14χρονος Εμετ Τιλ έφυγε με τρένο από το Σικάγο για να επισκεφθεί συγγενείς του στην Πολιτεία του Μισισίπι. Στο Μάνεϊ, μια μικρή πόλη του βαθέος αμερικανικού Νότου, ο Εμετ μπήκε σε ένα κατάστημα και η λευκή πωλήτρια ισχυρίστηκε ότι το παιδί τής σφύριξε, αφήνοντας υπονοούμενα. Για «να ξεπλύνουν την ντροπή», ο σύζυγος της πωλήτριας και o ετεροθαλής αδελφός του απήγαγαν τον Τιλ, τον κακοποίησαν, τον δολοφόνησαν και πέταξαν το πτώμα του στον ποταμό Ταλαχάτσι. Ακολούθησε μια δίκη-παρωδία όπου το σώμα των ενόρκων, αποτελούμενο αποκλειστικώς από λευκούς, αθώωσε τους δολοφόνους. Η αθώωση των ενόχων προκάλεσε κατακραυγή εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η μητέρα του Εμετ, η Μέιμι Τιλ, βρήκε το κουράγιο να ταξιδέψει στο Μισισίπι, να παραλάβει τη σορό του παιδιού της και να τον κηδέψει στο Σικάγο σε ένα γυάλινο φέρετρο «ώστε ο κόσμος να δει τι έκαναν στον γιο της».
Ο Γουάιντμαν θυμάται καλά την ιστορία του Εμετ Τιλ. Ο αρχικός του σκοπός μάλιστα ήταν αυτός ή περίπου αυτός: να γράψει ένα βιβλίο με θέμα αυτή την ιστορία. Ωστόσο, έπειτα από 10 χρόνια έρευνας σε αρχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τιλ ήταν καταδικασμένος από την ώρα που γεννήθηκε: μόνο και μόνο επειδή ήταν γιος του Λούις Τιλ. «Δύο εβδομάδες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία που θα συνερχόταν το συμβούλιο των ενόρκων προκειμένου να αποφασίσει αν οι Μίλαμ και Μπράιαντ έπρεπε να παραπεμφθούν με την κατηγορία της απαγωγής, εμφανίστηκε ως διά μαγείας ο πατέρας του Εμετ Τιλ, ο Λούις. Στον Τύπο διέρρευσαν πληροφορίες από τον υπηρεσιακό φάκελο του Λούις Τιλ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας: ο Λούις Τιλ δεν ήταν ήρωας πολέμου αλλά είχε καταδικαστεί δι’ απαγχονισμού από τη στρατιωτική δικαιοσύνη των ΗΠΑ για βιασμό και φόνο στην Ιταλία και είχε εκτελεστεί στις 2 Ιουλίου 1945».
Οι ζωές
των εγχρώμων
Ενας μαύρος πατέρας λοιπόν ανακαλείται από τους νεκρούς για να απαλλάξει τους λευκούς που βασάνισαν και σκότωσαν τον γιο του: η ιστορία του Λούις Τιλ, όπως την ανασυστήνει ο Γουάιντμαν, καταδεικνύει ότι ο ρατσισμός είναι σύνθετο φαινόμενο. Επιπλέον, ο συγγραφέας δεν ηρωοποιεί τον Λούις Τιλ, κάθε άλλο: γράφει ότι υπήρξε κακός σύζυγος και πατέρας και ότι βρέθηκε στον πόλεμο στην Ιταλία επειδή αυτή ήταν η μοναδική του επιλογή, είχε εκδοθεί προσωρινή δικαστική απόφαση η οποία τού απαγόρευε να έρχεται σε επαφή με τη σύζυγο και τον γιο του. Από την έρευνα ωστόσο δεν προκύπτουν αδιάσειστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι ήταν πράγματι ένοχος για τον βιασμό δύο Ιταλίδων και για συμμετοχή του σε φόνο. Ενώ περίμενε την εκτέλεσή του στην Ιταλία, ο Λούις Τιλ κρατούνταν στο ίδιο κελί με τον ποιητή Εζρα Πάουντ, ο οποίος κατηγορούνταν ως προδότης της πατρίδας του καθώς είχε υποστηρίξει το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Μάλιστα ο Πάουντ θα αφιερώσει έναν στίχο για τον Τιλ στα «Cantos» του. Το τέλος όμως του Λούις Τιλ δεν είχε τίποτε το ποιητικό.
«Απ’ άκρη σ’ άκρη στα δικαστήρια της Αμερικής οι δολοφόνοι κηρύσσονται συστηματικά αθώοι, λες και οι ζωές των εγχρώμων, που τις στερήθηκαν με το έτσι θέλω κάποιων, δεν μετράνε». Η φράση του Γουάιντμαν δεν είναι τυχαία: τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ το κίνημα «Black Lives Matter» («Οι ζωές των μαύρων μετράνε») θυμίζει ότι τραγωδίες όπως αυτή των Τιλ εξακολουθούν να συμβαίνουν, όχι μόνο στην εποχή του Τραμπ αλλά και επί των ημερών του πρώτου μαύρου προέδρου της Αμερικής, του Μπαράκ Ομπάμα. Ως Τζέιμς Μπόλντουιν της εποχής του, ο Τζον Εντγκαρ Γουάιντμαν αποτυπώνει με μνημειώδη τρόπο αυτή την «άλλη χώρα», μέσα στη χώρα του, τόσο υπαρκτή και τόσο τραγική.
Σύντομο βιογραφικό
Ο Τζον Εντγκαρ Γουάιντμαν είναι ο μόνος συγγραφέας που τιμήθηκε δύο φορές με το βραβείο PEN/Faulkner και ο δεύτερος μαύρος Αμερικανός που σπούδασε στην Οξφόρδη με υποτροφία Rhodes. Mε λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα, η προσωπική του ζωή σημαδεύθηκε από τραγωδίες: το 1976 ο αδελφός του καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για συμμετοχή σε ληστεία και το 1986 ο 16χρονος γιος του καταδικάστηκε επίσης σε ισόβια για τη δολοφονία ενός εφήβου.

