Ο Συνθέτης των μεγάλων τομών
Θάνος Μικρούτσικος
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Oι καλοί συνθέτες γράφουν καλά τραγούδια, οι σπουδαίοι σπουδαία. Εκείνο όμως που τους χαρακτηρίζει μεγάλους είναι οι τομές ή ακόμη και οι ρήξεις που επιχείρησαν και κατάφεραν στην εποχή τους. Εκείνοι που είχαν το χάρισμα και την τόλμη, από τη μία να μην κολακέψουν το κοινό γούστο αλλά να προσπαθήσουν να διευρύνουν την περίμετρό του, και ταυτόχρονα να μη λειτουργήσουν με ελιτισμό αλλά βαθιά λαϊκά.
Την εποχή της Μεταπολίτευσης όλα τα σάρωναν – και δικαίως – τα ακλόνητα λαϊκά τραγούδια του Μίκη. Μπήκαν σε όλα τα στόματα που είχαν ανάγκη να ξανατραγουδήσουν δυνατά και συλλογικά. Ο Μίκης έτσι κι αλλιώς είχε κάνει την πραγματικά μεγάλη επανάσταση ήδη από το 1958 όταν μελοποίησε τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου σε χασάπικα και ζεϊμπέκικα, κάτι που σήμερα μας ακούγεται απόλυτα φυσικό αλλά τότε δεν ήταν καθόλου, αντιθέτως αμφισβητήθηκε έως και κατακρίθηκε.
Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ένας νεαρός συνθέτης γύρω στα είκοσι επτά, άρχισε να γράφει δίσκους και τραγούδια-σπουδές που είχαν μια παράξενη, πρωτόγνωρη γοητεία για τα αφτιά της εποχής. Δεν δημιουργούσαν άμεσα την οικειότητα με το μεγάλο ακροατήριο, χρειαζόταν να διανυθεί ένα μέρος του δρόμου και από εμάς τους ίδιους για να καλυφθεί η απόσταση. Αυτό που οφείλει να κάνει δηλαδή η μεγάλη τέχνη, να σε συγκινεί με την έννοια της κινητοποίησης προς τα κάπου.
Η είσοδος στη δισκογραφία
Οι πρώτοι δίσκοι του Θάνου Μικρούτσικου, «Πολιτικά τραγούδια» το 1975, «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και «Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι» την αμέσως επόμενη χρονιά και «Φουέντε Οβεχούνα» το 1977, είναι τρεις πέτρες που έπεσαν σε μία ήσυχη θάλασσα και οι κυματισμοί τους ίσως άργησαν να γίνουν εμφανείς όμως φούσκωναν χρόνο με τον χρόνο. Από ορισμένους κατηγορήθηκε πως έγραφε «γερμανικά» αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σόι κατηγορία ήταν αυτή για έναν συνθέτη που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τον Αϊσλερ και τον Κουρτ Βάιλ, αλλά και τη βαθιά του υπόκλιση μπροστά στον Χατζιδάκι, στον Θεοδωράκη και στον Τσιτσάνη.
Υπάρχει ένα πολύ χαριτωμένο περιστατικό που μου είχε διηγηθεί και αποδεικνύει το πόσο πολύ είχε «ξεβολέψει» αρκετό κόσμο από τα συνήθη ακούσματά του.
Στις αρχές του 1977 μόλις έχει κυκλοφορήσει η «Καντάτα για τη Μακρόνησο» και σε κάποια εκδήλωση του ΚΚΕ τον πλησίασε ένας κύριος γύρω στα εβδομήντα και του είπε «σύντροφε, με αυτόν τον δίσκο να προσέχεις τους αστούς!»
Οταν τον ρώτησε τι εννοεί, του απάντησε πως κάποια αντίτυπα πρέπει να είχαν υποστεί δολιοφθορά γιατί στο δικό του αντίτυπο στα πρώτα τρία λεπτά ακούγεται μόνο ένα γρατζούνισμα… Ο Γρηγόρης Φαράκος που είχε ακούσει όλη τη συνομιλία, γύρισε στον Θάνο και του είπε «ο σύντροφος εννοεί γρατζούνισμα το κουαρτέτο εγχόρδων!».
Ακολούθησαν τα «Τροπάρια για φονιάδες» το 1977, η «Μουσική πράξη στον Μπρεχτ» και τα «Τραγούδια της Λευτεριάς» το 1978, τρεις ακόμη δίσκοι που ολοκληρώνουν την πρώτη περίοδο του Μικρούτσικου, η οποία χαρακτηρίζεται από το έντονο πολιτικό πρόσημο, τις ρήξεις στην πεπατημένη φόρμα του τραγουδιού, αλλά και τις πολύ ισχυρές του αναφορές στη μεγάλη ποίηση ελλήνων και ξένων ποιητών όπως ο Ρίτσος, ο Μαγιακόφσκι, ο Χικμέτ, ο Μπίρμαν, ο Μπρεχτ, ο Αναγνωστάκης, ο Ελευθερίου.
Το 1979 κάνει τον σεισμό του. Κόντρα σε όλους εκείνους που προσπάθησαν να τον αποτρέψουν από το να κάνει έναν ολόκληρο δίσκο με «στιχάκια ενός ποιητή ημερολογίου» όπως υποτιμητικά χαρακτήριζαν τον Καββαδία, χαράζει για πάντα το ελληνικό τραγούδι με έντεκα τραγούδια στα οποία αποδόμησε έναν ακόμη κανόνα του ελληνικού τραγουδιού και έγραψε έναν δίσκο που μεγαλώνει ακόμη γενιές, χωρίς κανένα ρεφρέν! Ο Μικρούτσικος δεν θεωρούσε τον Καββαδία ποιητή της θάλασσας όπως έγραφαν όλοι. Πίστευε πως η θάλασσα ήταν το πρόσχημα για τον Καββαδία. Ελεγε πως μιλούσε για το όνειρο, για το ανέφικτο και με το «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» εννοούσε να δαμάζεις το πιο άγριο ζώο του πλανήτη, όπως πρέπει να δαμάζεις το άπιαστο. Δεν έγραψε ρεφρέν γιατί θεωρούσε παρέμβαση στα κείμενα του Καββαδία την επανάληψη κάποιου τετράστιχου σε τραγούδια αφηγηματικά. Αυτήν τη δομή την ακολούθησε και αργότερα – όχι βέβαια λόγω έλλειψης έμπνευσης, αλλά νομίζω ως δικό του παιχνίδι πια – και καταστρατηγώντας όλες τις προδιαγραφές δημιουργίας ζεϊμπέκικου δεν έβαλε ρεφρέν στα δύο από τα εμβληματικότερα ζεϊμπέκικα των τελευταίων σαράντα χρόνων, το «Ερωτικό» (Πιρόγα) και τη «Ρόζα».
Εκτός από τον Καββαδία του χρωστάμε και τον Αλκη Αλκαίο. Τον «ποιητή που υποδύεται τον στιχουργό», όπως συνήθιζε να τον αναφέρει. Του χρωστάμε τον πολιτικό και βαθύτατα ποιητικό Μάνο Ελευθερίου, τον αιχμηρό Τριπολίτη, δυνατές στιγμές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, του Γιώργου Νταλάρα, του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, του Δημήτρη Μητροπάνου, του Μανώλη Μητσιά, της Χαρούλας Αλεξίου, του Γιάννη Κότσιρα, του Διονύση Θεοδόση, τη σπαρακτική και σπουδαία Μαρία Δημητριάδη, τον Μεράντζα, τον Κούτρα, τον Θωμαΐδη, τον Μπουλά, και από τους νεότερους τον Χρήστο Θηβαίο και τη Ρίτα Αντωνοπούλου.
Οπερα και μουσική για θέατρο
Εγραψε μια σειρά έργων «κλασικής» μουσικής, όπερα και μουσικές για θέατρο. Τα αγαπούσε πολύ αυτά τα έργα, στενοχωριόταν που δεν ήταν γνωστά στην Ελλάδα, αλλά ως άνθρωπος που παρά τη στράτευσή του στο όνειρο ήταν και απόλυτα πρακτικός και ήξερε να διαβάζει την κάθε εποχή, καταλάβαινε πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει.
Ο επίλογος αυτού του κάπως «ακαδημαϊκού» κειμένου δεν θα μπορούσε να μην είναι προσωπικός. Είμαι ένας άνθρωπος που του χρωστάω πράγματα που δεν χωράνε εδώ. Ενας από τους ιδιαίτερα ευλογημένους που τον έζησαν. Είναι ο Θάνος, ο δεύτερος πατέρας μου, η μεγάλη αγκαλιά, η σταθερά για μια πολύ μεγάλη σειρά σύγχρονων δημιουργών του ελληνικού τραγουδιού, ο δοτικός με το πάντα ανοιχτό σπίτι σε όλους, ο πατέρας τεσσάρων υπέροχων παιδιών, που λερωνόταν στο τραπέζι προσπαθώντας να τα δοκιμάσει όλα αλλά δεν τον ένοιαζε καθόλου, ο ταμένος στον καπνό, στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στα παιδιά όλων μας. Που ξεκίνησε να μαθαίνει ισπανικά λίγο πριν φύγει. Που έφυγε γενναία, που έζησε ωραία, τρυφερά και παθιασμένα. Ο Θάνος που νοιάστηκε πολύ στη ζωή του.
Ο Θάνος που η πιο μεγάλη παρακαταθήκη που μας κληροδότησε ήταν να μην αφήσουμε κανέναν να πει κακή κουβέντα για το όνειρο. Να μην αφήσουμε κανέναν να μας πείσει πως ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει ομορφότερος.
9 τραγούδια του +1 άλμπουμ
«Οι 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia Θάνος Μικρούτσικος
«Επτά, σε παίρνει αριστερά, µην το ζορίζεις»: ίσως η απόλυτη ταύτιση του συνθέτη µε το δηµιούργηµά του, το τραγούδι.
«Ο Αμλετ της Σελήνης»
Χρήστος Θηβαίος
Η ποίηση του Μάνου Ελευθερίου συναντά την ενορχήστρωση του συνθέτη και τη φωνή του ερµηνευτή, σε ένα κοµµάτι ανάταση ψυχής.
«Ανεμολόγιο»
Γιώργος Νταλάρας
Ο συνθέτης «χρησιµοποιεί» την πένα του Κώστα Τριπολίτη για το µήνυµα «Δήλωσε η τσούλα η Ιστορία ότι γεράσαµε, τις εµµονές µας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα».
«Μικρόκοσμος»
Μαρία Δημητριάδη
Με τα «Πολιτικά τραγούδια» ο Μικρούτσικος καταθέτει τα πολιτικά – κοινωνικά διαπιστευτήριά του. Ο Γιάννης Ρίτσος µεταφράζει-αποδίδει το ποίηµα του Ναζίµ Χικµέτ και η Μαρία Δηµητριάδη το παραδίδει στην Ιστορία.
«Με μια πιρόγα»
Μανώλης Μητσιάς
Σαν ιεροψάλτης ο Μητσιάς µεταγγίζει τον Αλκη Αλκαίο, σε όσους βλέπουν την όποια Αττική «φαιό νταµάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι».
«Ρόζα»
Δημήτρης Μητροπάνος
Εμβληματικό, επικό και υπερβολικό τόσο όσο για να τραγουδηθεί – χορευτεί από χιλιάδες· ίσως το µεγαλύτερο ζεϊµπέκικο των τελευταίων ετών.
«Ο Ντικ»
Μαρία Δημητριάδη,
Σάκης Μπουλάς
Σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, σε ένα από τα πιο πρωτοποριακά µουσικά έργα του συνθέτη, µε αναφορές στους µεγάλους του µουσικού µοντερνισµού και δη της ατονικής µουσικής.
«Ελένη»
Χάρις Αλεξίου
Η Αλεξίου κάνει την «Ελένη» γνωστή σε όλη την Ελλάδα και ο συνθέτης µπαίνει σε κάθε σπίτι: «Η ζωή σου, να το ξέρεις / είναι επικηρυγµένη».
«Ενα μπλουζ»
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Σύντομο και περιεκτικό τραγούδι όπου ο Μικρούτσικος καταθέτει την περί µπλουζ και τζαζ άποψή του.
«Ο Σταυρός του Νότου» (1979, Lyra)
Σε ποίηση Νίκου Καββαδία. Τραγουδούν: Γιάννης Κούτρας, Αιµιλία Σαρρή, Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Επτά από τα τραγούδια του δίσκου ακούστηκαν στην τηλεοπτική σειρά «Πορεία 090», σε σενάριο και σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά.
Οταν πρωτοκυκλοφόρησε, θεωρήθηκε µία από τις τεράστιες αποτυχίες της ελληνικής δισκογραφίας. Δυσνόητος ο ποιητής, συνθέσεις που δεν µπορούσαν να ταξινοµηθούν, η πορεία του προεξοφλήθηκε. Εως σήµερα έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα, µεγάλωσε τρεις γενιές ακροατών και αποτέλεσε την αιχµή του δόρατος του έργου του. Ο ήχος του πρωτότυπος, στιβαρός, ένα µείγµα από τζαζ, µπλουζ και ροκ.

