Ο Στρατής Ανδρεάδης και τα σημάδια μιας εποχής
Τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά γεγονότα που συνδέθηκαν με την οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής Ελλάδας στην αυτοβιογραφία του έλληνα εφοπλιστή, τραπεζίτη και επιχειρηματία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η εξαγορά
της Ιονικής,
ο σερ Τσαρλς Χάμπρο και
ο Κωνσταντίνος Καραμανλής
«Ηταν το τέλος του 1957, έτος δύσκολο για την Ελλάδα. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τερματισθεί με μια δεύτερη, ηθική και υλική καταστροφή του τόπου μου, μετά την καταστροφή της Κατοχής. Τριγύρω στο έτος αυτό, εζούσαμε ως Εθνος νέες δοκιμασίες: βανδαλισμούς των Τούρκων εναντίον των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, σεισμός στα Επτάνησα και τον αγώνα των αδελφών μας της Κύπρου για ελευθερία και αυτοδιάθεση – μια συνεχής αιμορραγία για τη μητέρα Ελλάδα.
Με όλα αυτά, οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δοκιμασμένες κι εκείνες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μας είχαν πια αφήσει πίσω, πραγματοποιώντας μεγάλα άλματα προόδου. Η κρίση στην Κύπρο και ο ένδοξος, μαρτυρικός της αγώνας είχαν ερεθίσει τους Αγγλους που την κρατούσαν διά της βίας, ως κατακτητές, ενώ προσέφεραν σε απολίτιστους λαούς με ευκολία την ανεξαρτησία τους. Και είχε, φυσικά, δημιουργήσει τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας.
Η Ιονική Τράπεζα, που άρχισα να την οραματίζομαι να συνδέεται με την Εμπορική, ήταν τράπεζα αγγλική. Και είχα, βέβαια, την αμετακίνητη πρόθεση να την εισαγάγω στον ελληνικό χώρο ως τράπεζα ελληνική, αλλά οι πολιτικές συγκυρίες εμφάνιζαν το όνειρό μου δύσκολα πραγματοποιήσιμο. Ωστόσο, χωρίς αργοπορία, αφού συγκέντρωσα τις πληροφορίες μου και κατάρτισα τον σχετικό φάκελο, απεφάσισα να αρχίσω με τους Αγγλους διαπραγματεύσεις. Εκείνοι, με την πρώτη κρούση, μου διεμήνυσαν πως δεν επιθυμούσαν να πουλήσουν την Ιονική σε Ελληνες.
Ο,τι όμως δεν κατόρθωσα να κάνω επίσημα και αρκετά, το ομολογώ, γραφειοκρατικά, το επέτυχε ένας καλός μου φίλος, γνήσιος φιλέλληνας – εκείνος που είχε σταθεί στο κεφαλόσκαλο της παλιάς ξύλινης σκάλας της πρώτης Εμπορικής, προλέγοντάς μου θυμοσοφικά την πλήρη, σε βραχύτατο χρόνο, ανανέωσή της: ο σερ Τσαρλς Χάμπρο. Τις νύχτες που έσπαζα, άγρυπνος, το κεφάλι μου για να βρω τρόπο να διαπεράσω το φράγμα εχθρότητος που είχαν υψώσει εμπρός μου οι Αγγλοι, ξαφνικά, η ευγενής μορφή του φίλου μου αναδύθηκε στη μνήμη μου. Πετάχτηκα πάνω. «Μα βέβαια!» ανεφώνησα. «Θα πάρω αμέσως αύριο επαφή με τον σερ Τσαρλς. Αυτός γνωρίζει τους πάντες και οπωσδήποτε θα μας βοηθήσει». Ετσι και έγινε· την επαφή μου με τον πρόεδρο της Ionian την επέτυχε εκείνος. Αρχίσαμε αμέσως διαπραγματεύσεις, υπό οιωνούς δυσχερείς και δυσάρεστους, όταν αιφνιδίως έλαβα από κάποια εμπιστευτική πηγή μια πολύτιμη πληροφορία: η Ιονική βρισκόταν κιόλας σε διαπραγματεύσεις για να πουληθεί σε μια μικρή τράπεζα, την Chartered Bank ‒ που δεν ήταν άλλη από την παλιά Τράπεζα «Ελληνική Ανατολή».
Η πληροφορία εκείνη αναπτέρωσε τις ελπίδες μου, που τις αισθανόμουν αρκετά ακινητοποιημένες από τη σκληρότητα της αγγλικής πλευράς. Τηλεφώνησα αμέσως στον σερ Τσαρλς και τον παρεκάλεσα να μου κλείσει συναντήσεις με τους υπευθύνους. Εφυγα αμέσως για το Λονδίνο, αποφασισμένος να μην επιστρέψω χωρίς να φέρνω μαζί μου και το συμβόλαιο αγοράς της Ιονικής.
Στο Λονδίνο, μόλις έφθασα, εκκίνησα αμέσως τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, που άρχισαν με διάμεσα πρόσωπα. Αλλά οι Αγγλοι εμφανίζονταν εξακολουθητικά άκαμπτοι. Τελικά, με ευγενική πρωτοβουλία της Westminster Bank, οργανώθηκε ένα γεύμα, όπου παρακαθίσαμε όλοι οι ενδιαφερόμενοι, μαζί και ο σερ Τσαρλς Χάμπρο. Στο γεύμα αυτό εργασίας παρευρίσκονταν ο Τσέστερφιλντ, πρόεδρος και γενικός διευθυντής της Chartered Bank, και ο πρόεδρος της Ionian Bank.
Αρχίσαμε αμέσως τη συζήτηση σε κλίμα διερευνητικό, που όμως όσο περνούσε η ώρα τόσο γινόταν και πιο εγκάρδιο. Για μια στιγμή, είδα φως: εκατάλαβα πως όλοι ήταν σύμφωνοι για να αγοράσω την Ιονική Τράπεζα. Συγκρατώντας τη μεγάλη χαρά που με πλημμύρισε, σκύβω και λέω του σερ Τσαρλς:
«Αφού φαίνεται πως είμαστε σύμφωνοι, γιατί δεν γράφετε σεις ένα προσύμφωνο εδώ, να το υπογράψουμε αμέσως, να τελειώσει καλά το τραπέζι αυτό;». «Και σε ποια τιμή;» με ρωτά ο σερ Χάμπρο, χαμογελώντας ικανοποιημένος. «Για να καταλήξουμε» του αποκρίθηκα, γιατί αμέσως μου ήλθε μια ξαφνική έμπνευση και δεν είχα καιρό να το σκεφθώ, αφού δεν περίμενα να φθάσουμε τόσο γοργά σε συμφωνία «προτείνω να ορίσουμε, και τα δύο μέρη, δύο ορκωτούς λογιστάς. Ο,τι εκείνοι αποφασίσουν, εγώ το δέχομαι από τώρα». «Τι λέτε σεις;» έστρεψε το κεφάλι του ο σερ Τσαρλς και ερώτησε και την άλλη πλευρά. «Είναι μια καλή ιδέα…» του απάντησαν χωρίς δισταγμό. Την ίδια στιγμή, εγώ εννόησα πως δεν έπρεπε να περατωθεί η συζήτησή μας πριν επιτύχω τον αντικειμενικό μου σκοπό απολύτως. Είπα λοιπόν: «Αν ο κύριος πρόεδρος της Ionian Bank συμφωνεί, τότε ας ορίσουμε από τώρα τους λογιστάς αυτούς. Εγώ, από μέρους μου, ορίζω τους ίδιους που θα επιλέξει η Chartered!». «Είναι καταπληκτικός αυτός ο Ανδρεάδης!» ακούω να σκύβει και να λέει ο πρόεδρος της Ionian Bank στον σερ Τσαρλς. Και το προσύμφωνο συντάχθηκε και υπεγράφη αμέσως.
Εγώ το υπέγραψα από μέρους της Εμπορικής Τραπέζης, αφού ο πρόεδρος της Ionian Bank δεν ήθελε να την πουλήσει παρά μόνο σε άλλη τράπεζα – για τούτο και οι διαπραγματεύσεις του με την Chartered, που είχα εγκαίρως πληροφορηθεί. Την επομένη, ορίσθηκαν οι ορκωτοί λογισταί και άρχισαν το έργο τους. Περιμένοντας με αδημονία το αποτέλεσμα, άλλη έγνοια με έτρωγε: πόσα θα μου γύρευαν τελικώς και πώς θα τα εξοικονομούσα… «Σίγουρα θα μου ζητήσουν να τους καταβάλω 1.000.000 λίρες» σκεφτόμουν. Η απόφαση, όμως, των ορκωτών λογιστών υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη για μένα. Το ποσό που καθόρισαν για την αγορά της Ionian Bank ήταν μόνο 620.000 λίρες – και από αυτές, οι 400.000 εκάλυπταν επισφαλείς απαιτήσεις. Είμεθα όλοι σύμφωνοι!
Επέστρεψα στην Ελλάδα με το προσύμφωνο στην τσέπη.
Αμέσως εζήτησα να ιδώ τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Του αφηγήθηκα απ’ αρχής όλη την υπόθεση και του επεσήμανα τα στοιχεία που συνέθεταν τη μεγάλη επιτυχία εκείνης της αγοράς. Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως εφάνηκε πολύ ευχαριστημένος. «Μεγάλη υπόθεση!» μου είπε. «Με την Ιονική, φέρνεις στον ελληνικό χώρο δύο τράπεζες, αυτήν και τη Λαϊκή, καθώς και μια σοβαρή ασφαλιστική εταιρεία, την Ιονική. Σου αξίζουν συγχαρητήρια». «Φοβούμαι, όμως, κύριε πρόεδρε» του αποκρίθηκα «πως θα έχω την αντίθεση της Τραπέζης της Ελλάδος». «Πώς αυτό;» συνοφρυώθηκε ο πρωθυπουργός. «Θα βρει τρόπο να εναντιωθεί» επέμενα. «Αν εσείς ετηλεφωνούσατε, πριν το θέμα περάσει, και εκφράζατε τον ενθουσιασμό σας για το επίτευγμα…». Είχα φόβους, είχα και πληροφορίες, έπρεπε να κατασφαλίσω ό,τι με τόσους κόπους κατόρθωσα. «Καλά, καλά. Μην ανησυχείς» με καθησύχασε ο πρωθυπουργός και με αποχαιρέτησε θερμά. Οταν, λίγο αργότερα, επήγα και αφηγήθηκα τα πάντα στον σεβαστό μου φίλο Αλέξανδρο Διομήδη, δεν θα ξεχάσω πόσο έλαμψε το πρόσωπό του από χαρά. «Καλά σου λέω εγώ πως είσαι διαολοχιώτης!» μου είπε γελώντας, με πειραχτική διάθεση, αλλά και πολύ καμάρι.
Η δεύτερη έγνοια μου αλλά και υποχρέωσή μου ήταν να επισκεφθώ τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, καθηγητή Ξενοφώντα Ζολώτα. Τότε, βέβαια, υπήρχε το νομικό καθεστώς ελευθερίας εισαγωγής ξένων προϊόντων στη χώρα μας κι εγώ είχα την πρόθεση να εισαγάγω το σπουδαιότερο για την Ελλάδα «προϊόν» των κόπων μου: δύο τράπεζες και μία ασφαλιστική εταιρεία.
Ο καθηγητής Ζολώτας άκουσε με προσοχή όσα του εξιστόρησα. «Θα σου δώσουμε τις 620.000 λίρες που χρειάζονται» μου υποσχέθηκε. Εφυγα από το γραφείο του ικανοποιημένος. Η πατρίδα μου, διά των αρμοδίων παραγόντων της, ανεγνώριζε αυτό που έκανα και το εκτιμούσε θετικά. Δεν απέμεινε παρά να περάσει το θέμα από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά την επιταγή του νόμου, ώστε να εγκριθεί η αγορά που είχα πραγματοποιήσει στο Λονδίνο.
Εκεί όμως, στην αίθουσα του Υπουργικού Συμβουλίου, με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη: ο Ανδρέας Αποστολίδης, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, εναντιώθηκε με τρόπο οξύ στην αγορά εκείνη και εδήλωσε, παραδόξως ενοχλημένος, ότι επρόκειτο για «σκάνδαλο».
(Βέβαια, μετά από λίγες ημέρες, ο ίδιος ο Αποστολίδης, μαζί με άλλους έξι υπουργούς και βουλευτάς, τον Παπαληγούρα, τον Ευταξία, τον Ράλλη, απεχώρησαν από την κυβέρνηση Καραμανλή και απεσχίσθηκαν από το κόμμα του, την ΕΡΕ, αλλά το κακό είχε γίνει…)
Μετά τη συνεδρίαση εκείνη του Υπουργικού Συμβουλίου, εβγήκε με κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Εστία» και εμίλησε, και εκείνη, για «σκάνδαλο». Ο νοών νοείτω…
Εζήτησα αμέσως και είδα τον παλιό γνώριμό μου, υπουργό Οικονομικών Γεώργιο Θηβαίο. «Δεν μπορεί να γίνει» μου είπε βαρύθυμος. «Τα πράγματα μπλέχτηκαν». «Μα γιατί να μπλεχτούν;» αντέτεινα. «Εγώ τα βλέπω καθαρά και νόμιμα». «Μπλέχτηκαν» συνέχισε ο Θηβαίος «και δεν ξέρω τι να κάνω. Ο Καραμανλής θέλει λύση…». «Εγώ αγόρασα τις τράπεζες με προσύμφωνο» επέμεινα. «Τι θέλετε να γίνει τώρα;». «Αφησε να το δω» στέναξε ο Θηβαίος πολύ σκοτισμένος.
«Σε δύο ημέρες θα σου απαντήσω». Πράγματι, σε δύο ημέρες με κάλεσε στο υπουργείο Οικονομικών και μου ανεκοίνωσε τη λύση που βρήκε: «Θα σου δώσουμε υπό μορφήν δανείου το ποσό των 620.000 λιρών Αγγλίας, με την προσωπική σου, το τονίζω, προσωπική σου υποχρέωση να δραχμοποιήσεις εντός τριετίας 2.000.000 δολάρια της δικής σου περιουσίας».
«Η Εμπορική Τράπεζα δεν έχει συνάλλαγμα» παρετήρησε ο Θηβαίος. «Εσύ όμως, ως πρόεδρος της Εμπορικής, είσαι φερέγγυος απέναντι στο κράτος και πρέπει να δώσεις εγγύηση προσωπική ότι σε τρία χρόνια θα εισαγάγεις στην Ελλάδα τα 2.000.000 δολάρια. Και, για να ολοκληρωθεί αυτό, θα καταθέσεις ως ενέχυρο στο κράτος όλο το χαρτοφυλάκιο των μετοχών σου στην Εμπορική Τράπεζα». Απέμεινα για μια στιγμή σιωπηλός. «Αυτό που κάνετε είναι εκβιασμός!» του απάντησα. «Αλλά, επειδή έχω με την υπογραφή μου εκτεθεί σε διεθνείς οικονομικούς κύκλους και σε τραπεζίτες του City, αναγκάζομαι να αποδεχθώ τον εκβιασμό σας». Σηκώθηκα αγανακτισμένος κι έφυγα.
Σιγά σιγά εγαλήνευα, γιατί η συνείδησή μου με εβεβαίωνε πως έπραξα ορθά, έστω και αν
εθυσίαζα και διακινδύνευα την προσωπική μου περιουσία. Ετσι, κατέθεσα όλο το χαρτοφυλάκιο των μετοχών μου ως ενέχυρο στην Τράπεζα της Ελλάδος, που μου έδωσε τελικώς τις 620.000 χάρτινες λίρες Αγγλίας.
Η αγορά εκείνη, που τόσο κόπο και αγωνία μού εστοίχισε, είχε ολοκληρωθεί χωρίς, με την εμπλοκή που αδίκως και αναιτίως δημιουργήθηκε, να μου αφήσει τη χαρά της ικανοποιήσεως.
Αντιθέτως, με περίμεναν νέες δυσάρεστες εκπλήξεις».
Σε εναλλακτικές επενδύσεις στρέφονται οι αποταμιευτές
Με αμείωτη ένταση συνεχίζονται οι εκροές από τις προθεσμιακές καταθέσεις, καθώς τα επιτόκιά τους σήμερα βρίσκονται ελάχιστες μονάδες πάνω από το 0%, κι αυτό σε αρκετές περιπτώσεις για ποσά άνω των 30.000 ή των 50.000 ευρώ. Από τον Αύγουστο του 2019 και το υψηλό στη μετά capital controls εποχή των 44 δισ. ευρώ, τα υπόλοιπα των εγχώριων νοικοκυριών στους υπό εξέταση λογαριασμούς έχουν μειωθεί κατά 19,26 δισ. ευρώ (στοιχεία τέλος Μαρτίου 2022). Δηλαδή η μέση μηνιαία εκροή σε αυτό το διάστημα ξεπέρασε τα 620 εκατ. ευρώ.
Πλέον, τοποθετημένα σε προϊόντα προθεσμίας βρίσκονται 24,80 δισ. ευρώ, που αποτελεί χαμηλό περίπου 18 ετών. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η υποχώρηση των σχετικών μεγεθών είναι αναμενόμενη, μετά τις σαρωτικές περικοπές των αποδόσεων της κατηγορίας τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μία εξέλιξη που επιζητούν τα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς σε αυτή τη φάση είναι ασύμφορη η διακράτηση ρευστών διαθεσίμων και η πληρωμή έστω και οριακά θετικών επιτοκίων.
Μηδενικές αποδόσεις
«Ο μηδενισμός των αποδόσεων αποτελεί ένα ισχυρό αντικίνητρο, προκειμένου οι καταθέτες να πάρουν τα χρήματά τους από τους λογαριασμούς αυτούς και να τους τοποθετήσουν σε εναλλακτικές μορφές επένδυσης» υπογραμμίζουν οι ίδιοι κύκλοι. Η συγκεκριμένη στρατηγική έχει αποφέρει καρπούς, καθώς ένα ποσοστό των κεφαλαίων που αποδεσμεύονται από τις προθεσμιακές επενδύεται σε επενδυτικά προϊόντα που διαθέτουν οι τράπεζες και για τα οποία εισπράττουν προμήθειες.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών, οι καθαρές εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια τους τελευταίους 32 μήνες έχουν φτάσει τα 3,3 δισ. ευρώ, ενώ σημαντική άνοδο παρουσιάζουν και τα επενδυτικά προγράμματα, κατά βάση τύπου unit linked, τα οποία προσφέρουν και ασφάλιση ζωής.
Τα περιθώρια ανάπτυξης στην Ελλάδα του τομέα της διαχείρισης κεφαλαίων είναι σημαντικά, δεδομένου ότι οι σχετικές πωλήσεις στην Ελλάδα βρίσκονται στο 7% του ΑΕΠ έναντι 21% στη ΝΑ Ευρώπη. Εχουν μάλιστα διατυπωθεί προβλέψεις για μεγέθυνση της συγκεκριμένης αγοράς κατά 25 δισ. ευρώ έως το 2025.

