Έντυπη Έκδοση Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους Εκείνη η εβδομάδα του Μαΐου του 2004 είχε αρχίσει πολύ παράδοξα (έτσι όπως ο Ντιντερό εννοούσε το παράδοξο, αναφερόμενος βεβαίως στον ηθοποιό). Εχοντας περάσει ένα Σαββατοκύριακο διαβάζοντας σελίδες του Τζορτζ Στάινερ, προς το έργο του οποίου η αγάπη μου ήταν και εξακολουθεί να είναι εκδηλωμένη και απεριόριστη, δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μεταφράστρια – και, τότε, συνεργάτρια των «Βιβλίων» – Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου να γευματίσουμε μαζί με τον… Τζορτζ Στάινερ.
Δεν θα μπορούσα να χάσω την ευκαιρία και γύρω στις 2.00, με έναν λαμπρό ήλιο που έκαιγε ευχάριστα χάρη στο βοριαδάκι το οποίο μόλις είχε αρχίσει να φυσάει, μια μικρή παρέα τρώγαμε θαλασσινά, με λευκό κρασί, χαλβά με κανέλα και φρούτα, στην «Τράτα» της Καισαριανής. Ο Τζορτζ Στάινερ, η Σεσίλ, η αγγλίδα ποιήτρια Ρουθ Ντάργουιν, που γνώριζε καλά την Ελλάδα και τα ελληνικά, ο ιταλός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλαβρίας, ειδικός στον Τζορντάνο Μπρούνο, μαθητής του Στάινερ, Νούντσιο Ορντινε, που τον γνωρίσαμε αργότερα μέσα από το βιβλίο του «Η χρησιμότητα του άχρηστου», και εγώ.
Ηταν μεσημέρι μιας ασύγκριτης ελαφράδας. Ο Στάινερ ήθελε να μάθει τα πάντα. Για τα βιβλία, τις κυκλοφορίες, την αναλογία φοιτητριών – φοιτητών στα ελληνικά πανεπιστήμια, την υποχρηματοδότηση των κοινωνικών επιστημών, την ελληνική ονομασία της… κανέλας (τρώγοντας τον χαλβά). Ζητούσε από τη Ρουθ να μιλάει ελληνικά γιατί του άρεσε ο ήχος τους έτσι όπως η Ρουθ τα πρόφερε. Είχα αισθανθεί ότι η Καισαριανή, μια συνοικία προσφύγων με ορατά ακόμη τα σημάδια του προσωρινού στα προσφυγικά σπίτια, ήταν ιδεώδης τόπος για ένα μεσημέρι με τον «αγνώμονα» φιλοξενούμενο, όπως η Σεσίλ είχε μεταφράσει τον τίτλο ενός άρθρου του Νούντσιο Ορντινε, αφιερωμένου στον Στάινερ. «Αγνώμων» φιλοξενούμενος γιατί, παρότι «κατοικούσε» τον εβραϊσμό, «κατοικούσε» την Ευρώπη, «κατοικούσε» τη φιλοσοφία, «κατοικούσε» τη λογοτεχνία, «κατοικούσε» το πανεπιστήμιο, «κατοικούσε» την κριτική, αισθανόταν ελεύθερος (ίσως και υποχρεωμένος;) να περνάει στην απέναντι όχθη και να ασκεί κριτική σε ό,τι ό ίδιος κατοικούσε και σε ό,τι έβρισκε την φιλοξενία. Ηταν η κατά Στάινερ αντίληψη της διαλεκτικής.
Είχα ακόμη μία φορά την τύχη να ακούσω τον Στάινερ, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 91 ετών στις 3 Φεβρουαρίου: στο 25ο Σεμινάριο του Κέιμπριτζ (Downing College), που διοργάνωνε το Βρετανικό Συμβούλιο. Ηταν τον Ιούλιο του 1999. Ο 70χρονος, τότε, Στάινερ είχε μιλήσει για την πλανητική κατοχή από την αγγλοαμερικανική γλώσσα, όπως είχε αποκαλέσει τα αγγλικά. «Μόνο η ποίηση ξεφεύγει από την κατοχή αυτή και γίνεται το καταφύγιο των εθνικών γλωσσών» είχε πει. Και σε αυτές τις γλώσσες συμπεριέλαβε και την ίδια την αγγλική.