Ο σκηνοθέτης που «ταξίδεψε» την Ελλάδα στον κόσμο
10 χρόνια από τον θάνατο του Μιχάλη Κακογιάννη
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Ποτέ δεν ξεκίνησα κάτι για να βγάλω τα σωθικά μου στο κοινό. Οποτε θέλησα να μιλήσω για την ατομική απειλή, το έκανα πηγαίνοντας με την κάμερα εκεί όπου χρειάστηκε να πάω. Από την Κύπρο μέχρι τη Χιλή».
Ηταν το 1953, όταν στα 32 του ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο σκηνοθέτης που επρόκειτο να τιμηθεί όσο κανένας άλλος έλληνας κινηματογραφιστής στο εξωτερικό, βρέθηκε για πρώτη φορά ηγεμόνας σε πλατό. Η ταινία ήταν το «Κυριακάτικο ξύπνημα» και έμελλε να γίνει η αφετηρία μιας αξιοζήλευτης, πλούσιας καριέρας.
Εργατικός, παραγωγικός και πολυβραβευμένος, ο Κακογιάννης δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που σύστησε πρώτος τη Μελίνα Μερκούρη στο κοινό του κινηματογράφου με τη «Στέλλα» (1955), αλλά και ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες του κινηματογράφου που αξιοποίησαν τα γκρίζα χρώματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, αποτυπώνοντάς τα στο σελιλόιντ με συνέπεια και πρωτοπορία ύφους.
Αν δεν ήταν η πρώτη, η «Στέλλα» υπήρξε μία από τις πρώτες προσπάθειες του ελληνικού κινηματογράφου να πλησιάσει το ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε.
Πρώτη μούσα του Κακογιάννη στον κινηματογράφο υπήρξε η Ελλη Λαμπέτη. Μετά το «Κυριακάτικο ξύπνημα» θα συνεργάζονταν σε τρεις ακόμα ταινίες: «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956), «Το τελευταίο ψέμα» (1958) και το «Ετσι έσβησε η αγάπη μας» («Il relito», 1961), ένα φιλμ που μάλιστα προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αποκατεστημένο στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», το τελευταίο δημιούργημα του Κακογιάννη, στο οποίο διατηρείται το έργο του.
Σύντομα ο Κακογιάννης θα κατακτούσε το διεθνές κινηματογραφικό τοπίο, με αποκορύφωμα τον «Αλέξη Ζορμπά» (1964). Το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη γυρίστηκε την κατάλληλη εποχή, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή ταινία τέχνης με την υπερπαραγωγή ενός στούντιο κύρους όπως η 20th Century Fox. Αυτό το «πάντρεμα» υπήρξε πρωτοποριακό. Διεκδίκησε επτά βραβεία της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογράφου αποσπώντας τελικά τρία: Β’ γυναικείου ρόλου (Λίλα Κέντροβα), ασπρόμαυρης φωτογραφίας (Γουόλτερ Λάσαλι) και σκηνογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία (Βασίλης Φωτόπουλος). Ο ίδιος ο Κακογιάννης ήταν υποψήφιος σε τρεις κατηγορίες: ως σκηνοθέτης, ως σεναριογράφος αλλά και ως παραγωγός, γιατί το φιλμ ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.
Η επίσης υποψήφια για Οσκαρ (ξενόγλωσσης ταινίας) «Ηλέκτρα» (1962), με την Ειρήνη Παπά, υπήρξε η πρώτη της ευριπίδειας τριλογίας του Κακογιάννη. Την ολοκληρώνουν οι «Τρωάδες» και η επίσης υποψήφια για το ξενόγλωσσο Οσκαρ «Ιφιγένεια», το 1977. Και με το «Αττίλας ’74» ο Κακογιάννης έδωσε ένα θαρραλέο, συγκλονιστικό ντοκουμέντο σπάνιας πολιτικής αιχμηρότητας που αποκρυστάλλωσε τα ταραγμένα χρόνια της πατρίδας του, της Κύπρου. Ως σκηνοθέτης του κινηματογράφου, ακολουθούσε πάντοτε τους ρυθμούς της εποχής του, έστω και αν τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν πάντοτε ευοίωνα («Τα ψάρια βγήκαν στη στεριά», 1967 – «Γλυκιά πατρίδα», 1986). Ακόμα και το «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1992), μια επεισοδιακή κωμωδία που αποτυπώνει σε όλο το μεγαλείο του το αθηναϊκό χάος, είναι μια ταινία απολύτως ρυθμισμένη στην εποχή της. Με τον «Βυσσινόκηπο», το 1999, η παρουσία του Μιχάλη Κακογιάννη στον χώρο όχι μόνο της κινηματογραφικής αλλά και της θεατρικής σκηνοθεσίας έκλεισε τα 45 χρόνια. Είναι η τελευταία ταινία του που κλείνει τον κύκλο 45 γόνιμων χρόνων, διακρίσεων, βραβείων, κριτικής αναγνώρισης, εμπορικής απήχησης.
Επαγγελματίας και καλλιτέχνης
Ηταν ο καλύτερος σκηνοθέτης του «εμπορικού» κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960 και οι περισσότερες ταινίες του μνημονεύονται ακόμα, όχι απλώς επειδή μεταδίδονται ξανά και ξανά από την τηλεόραση, αλλά επειδή είναι ευφυείς φέτες ζωής τής τότε ελληνικής κοινωνίας, που σε πολλά σημεία δεν διαφέρει από την τωρινή. Και έχουν μια τρέλα μοναδική, ο λόγος που τις ξαναβλέπεις θαρρείς σαν εθισμένος σε αυτές. Η «Μανταλένα», που γυρίστηκε χωρίς ηλεκτρικό στην Αντίπαρο, επισφράγισε την εμπορική δυναμική της Αλίκης Βουγιουκλάκη ανιχνεύοντας συγχρόνως τις ερμηνευτικές δυνατότητές της και έφτασε ως τις Κάννες. Ωστόσο, ήταν η Τζένη Καρέζη η ηθοποιός με την οποία ο Δημόπουλος «έπιασε ταβάνι». Αγγίζοντας με ευχέρεια αλλά και θάρρος το σύμπαν του σουρεαλισμού, έφτιαξε μαζί της μια κορυφαία «Τρελή, τρελή οικογένεια». Η «Τζένη, Τζένη» παραμένει μία από τις καλύτερες πολιτικές σάτιρες που έχει βγάλει το σινεμά αυτής της χώρας (το όνομα Γκόρτσος «συνοδεύει» ακόμα και σήμερα τα πολιτικά πράγματα) και η «Δεσποινίς διευθυντής» μίλησε καλύτερα από κάθε άλλη ταινία της εποχής της για τη θέση της ελληνίδας εργαζομένης στην ελληνική κοινωνία. Ο Δημόπουλος δεν περιορίστηκε στην κωμωδία αλλά ασχολήθηκε με όλα τα είδη, και ο «Πυρετός στην άσφαλτο» (1967), όπου ο Γιώργος Φούντας κατά τη διάρκεια μιας νύχτας αναζητεί το αίμα για τη σωτηρία της γυναίκας του, είναι ένα από τα καλύτερα ελληνικά φιλμ νουάρ που έχουν γυριστεί ποτέ.
Ο απόλυτος «Βλάχος»
Από τη φουρνιά των ελλήνων κωμικών που διέπρεψαν στη χρυσή δεκαετία του 1960, ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι σήμερα μάλλον ο λιγότερο δημοφιλής, διότι επανέλαβε με απελπιστική συχνότητα τον τύπο του «Βλάχου», ο οποίος προσπαθεί να πιάσει την καλή στην πρωτεύουσα. Ταυτίστηκε τόσο πολύ με αυτόν τον ρόλο, που σήμερα δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε από μνήμης τις ταινίες του. Ομως κανείς άλλος ηθοποιός δεν έφτιαξε έναν τύπο παρόμοιο με αυτόν του Χατζηχρήστου, επομένως ιστορικά έχει την αξία του. Από όλες αυτές τις ταινίες στις οποίες ο Χατζηχρήστος έπαιξε (αρκετές από τις οποίες μάλιστα συν-σκηνοθέτησε με τον Απόστολο Τεγόπουλο ή σκηνοθέτησε ο ίδιος – «Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος», «Ο Θαλασσόλυκος», «Καπετάνιος για κλάματα» κ.ά.), δύο κερδίζουν με άνεση μια θέση ανάμεσα στις καλύτερες ελληνικές κωμωδίες όλων των εποχών: είναι ο «Ηλίας του 16ου» του Αλέκου Σακελλάριου και το «Της κακομοίρας» (1963) του Ντίνου Κατσουρίδη, ταινία γνωστή και ως «Μπακαλόγατος». Ο Χατζηχρήστος κυριολεκτικά δεν «πιάνεται», ενώ υποδύεται στην πρώτη τον καπάτσο χωροφύλακα και στη δεύτερη τον παμπόνηρο Ζήκο.

