O Σέσιλ Μπίτον στη Ρωσία
Το Κρατικό Μουσείο Ερμιτάζ παρουσιάζει ορισμένες από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του πολυτάλαντου Βρετανού για πρώτη φορά στη χώρα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Κατά δήλωσή του, η δουλειά του ήταν να σκηνοθετεί «μια αποθέωση». Κατά κανόνα την αποθέωση διασημοτήτων, δηλαδή ανθρώπων που είχαν ξεφύγει από τη θαμπή μοίρα του κοινότοπου, αλλά και λιγότερο γνωστών προσωπικοτήτων που είχαν δραπετεύσει και αυτοί με τον τρόπο τους από την ανέμπνευστη μάζα. Ο Σέσιλ Μπίτον (1904-1980), ένας από τους σπουδαιότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα, αντιμετώπιζε την κοινωνική ζωή ως μια περφόρμανς και καθέναν από εμάς ενορχηστρωτή της προσωπικής μας παρουσίας μέσα από τα κομψά ρούχα και τις υπολογισμένες χειρονομίες κάθε κίνησης. Η θεατρικότητα δεν έλειψε ποτέ από τη ζωή και τη δουλειά του και ο διακαής πόθος του από παιδί ήταν να συναναστρέφεται μόνο τους καλύτερους και πιο αριστοκρατικούς των ανθρώπων.
Είναι λοιπόν να απορεί κανείς που δεν είχε διοργανωθεί μέχρι πρότινος μία έκθεση με έργα του στη Ρωσία, στην παρούσα τουλάχιστον εκδοχή της αχανούς χώρας όπου η πολυτέλεια και η επικούρεια προσέγγιση ζωής θεωρούνται ανερυθρίαστα ο αυτοσκοπός, έστω για τη μικρή μερίδα των πολύ πλούσιων πολιτών της. Το Κρατικό Μουσείο Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη βάζει τα πράγματα στη θέση τους με τη διοργάνωση του «Cecil Beaton. Celebrating Celebrity» που επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους δοξάζονταν από τον Μπίτον όσοι σκορπούσαν στους κοινούς θνητούς την εκτυφλωτική τους λάμψη. Περισσότερες από εκατό φωτογραφίες από όλες τις φάσεις μιας καριέρας που διήρκεσε πέντε δεκαετίες «συστήνουν» στο ρωσικό κοινό το έργο ενός ανθρώπου που διαμόρφωσε σε μεγάλο μέρος την αισθητική της φωτογραφίας μόδας, αλλά και όχι μόνο, του 20ού αιώνα.
Σταρ, γαλαζοαίματοι, εμιγκρέδες και «Bright Young Things»
Πορτρέτα προσωπικοτήτων όπως η Οντρεϊ Χέπμπορν, η Μέριλιν Μονρόε, η Γκαμπριέλ Σανέλ, ο Ζορζ Μπαλανσίν ή ο Ρούντολφ Νουρέγεφ μεταξύ άλλων, αλλά και η πριγκίπισσα Νατάλια Πάβλοβνα Παλέι (1905-1981), από τις πρώτες γνωστές ρωσίδες καλλονές, αν όχι η πρώτη, η οποία εγκατέλειψε τη Ρωσία μετά την Επανάσταση για να ζήσει μετέπειτα στο Παρίσι, όπου έγινε τελικά η βασίλισσα της μόδας. Ο Μπίτον γνώριζε βέβαια όλες αυτές τις αριστοκράτισσες πανέμορφες Ρωσίδες, οι οποίες υπήρξαν τα πρώτα μοντέλα και συνέβαλαν ώστε να αποκτήσει το επάγγελμα κύρος και υψηλές αποδοχές. Ολες τους πόζαραν για τον Μπίτον, γιατί κανείς δεν ήξερε να στήνει τα κάδρα του με πιο ευφάνταστο τρόπο από εκείνον.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η έκθεση στο Ερμιτάζ εστιάζει και στη φιλία του με τους λαμπερούς «Bright Young Things» της δεκαετίας του ’20, δηλαδή τους γόνους της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου που ζούσαν τη «γλυκιά ζωή» τους, όπως επίσης στη θητεία του στο πολυαγαπημένο του θέατρο και στην κοινωνική σκηνή της δεκαετίας του ’30. Το κοινό μπορεί επίσης να δει δείγματα δουλειάς από τη σύντομη καριέρα του ως πολεμικού ανταποκριτή στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για το βραχύβιο βρετανικό υπουργείο Πληροφοριών, αλλά και από την «υιοθέτησή» του από το Παλάτι ως ο επίσημος φωτογράφος της βασιλικής οικογένειας.
Αυτό που μαθαίνουμε και εμείς με αφορμή αυτή την έκθεση, η οποία διοργανώνεται σε συνεργασία με το Cecil Beaton Studio Archive, είναι ότι ο βρετανός φωτογράφος είχε δεσμούς με τη Ρωσία, και μάλιστα ισχυρούς. Κατ’ αρχάς, βρισκόταν σε επαφή με τους ρώσους εμιγκρέδες της Ευρώπης οι οποίοι έπαιξαν με τη σειρά τους πολύ καθοριστικό ρόλο στην εδραίωση της λατρείας των διασημοτήτων. Ανάμεσά τους και ο Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, ο ιμπρεσάριος, προστάτης των τεχνών και ανανεωτής του μπαλέτου, ο οποίος βέβαια έκανε τον κόσμο να ερωτευτεί τη ρωσική τέχνη. Με πρώτο και καλύτερο τον Σέσιλ Μπίτον, ο οποίος είχε γοητευτεί από τα Ρωσικά Μπαλέτα του. «Οταν ήταν παιδί, η μητέρα του τον είχε πάει να δει την Αννα Πάβλοβα να χορεύει στο Λονδίνο και η καρδιά του έλιωσε από ευτυχία. Χρόνια αργότερα, όταν ο Μπίτον παρακολούθησε το ντεμπούτο του Νουρέγεφ στο Λονδίνο, συνέκρινε τα δυνατά συναισθήματα που του προκάλεσε αυτή η εμπειρία με αυτή την πρώτη, έντονη ανάμνηση της Πάβλοβα να χορεύει. Ο Μπίτον δεν είχε την ευκαιρία να δουλέψει με τον Ντιαγκίλεφ, οι δυο τους συναντήθηκαν για λίγο μόνο μία φορά, αλλά συνεργάστηκε πολλές φορές με τους διαδόχους του» σχολιάζει στον ρωσικό Τύπο η επιμελήτρια της έκθεσης Ντάρια Παναϊότι.
Στην ίδια τη χώρα ο Μπίτον βρέθηκε μία φορά, τον χειμώνα του 1935, και η εμπειρία δεν ήταν τόσο ειδυλλιακή όσο ενδεχομένως θα την περίμενε. Φεύγοντας είχε να λέει για την κακογουστιά της τοπικής μόδας αλλά και της ίδιας της ρωσικής κουλτούρας, η οποία δεν ήταν τόσο εξευγενισμένη όσο εκείνη των πλούσιων εμιγκρέδων που γνώριζε. Ωστόσο, μία από τις φωτογραφίες που προέκυψε από αυτό το ταξίδι του ήταν ένα αυτοπορτρέτο του εμπνευσμένο από έναν πίνακα του ρώσου ζωγράφου Μπορίς Κουστόντιεφ (1878-1927). Αυτή δεν ήταν η μόνη του επιρροή από τη «χαμηλού γούστου» ρωσική κουλτούρα. «Ο Μπίτον αγαπούσε τη βότκα και ήξερε πώς να την πίνει με τον σωστό τρόπο, κοινώς σε παγωμένα σφηνάκια. Αυτό και μόνο λέει πολλά για την προσωπικότητά του. Οτιδήποτε κι αν έκανε, φρόντιζε να γίνεται με τον απόλυτα σωστό τρόπο» δήλωνε η Γιούλια Ναπόλοβα, αρχιτέκτονας της έκθεσης.
Κέιμπριτζ, Βενετία, Χόλιγουντ
«Ο Σέσιλ Μπίτον είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα» σημειώνει ο Μιχαήλ Πιοτρόφσκι, γενικός διευθυντής του Κρατικού Μουσείου Ερμιτάζ. «Ενας άνθρωπος που ήταν στη μόδα και αγαπούσε και ο ίδιος τη μόδα, συμπύκνωνε με την παρουσία του όλον τον κοινωνικό εξωτισμό και την ομορφιά που περιβάλλει τη ζωή και το έργο ενός σύγχρονου φωτογράφου μόδας. Η τέχνη και η μόδα ήταν τα καλύτερα μέσα κοινωνικής αναρρίχησης του 20ού αιώνα και η έκθεσή μας αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία για το πώς μπορούσε αυτό να συμβεί. Είναι ένας κόσμος που περιλαμβάνει τα πάντα: τη φρίκη του πολέμου δίπλα-δίπλα με τις τελετουργίες του Παλατιού. Είναι ένας κόσμος στον οποίο ο φωτογράφος μεταμορφώνει τους ανθρώπους και οι άνθρωποι χτίζουν την εικόνα του φωτογράφου. Εχουμε ήδη πραγματοποιήσει δύο εκθέσεις με φωτογράφους που είναι ή υπήρξαν διασημότητες από μόνοι τους, μία του Ιρβινγκ Πεν και μία της Ανι Λίμποβιτς. Αυτή η έκθεση είναι της ίδιας τάξης, αλλά αυτό που την καθιστά μοναδική είναι ο υπέροχος συνδυασμός φωτογραφικών έργων και της προσωπικής γραφής του καλλιτέχνη, που είναι εξίσου κομψή, έξυπνη και πνευματώδης με τις εικόνες που δημιούργησε».
Ο Σέσιλ Μπίτον υπήρξε γόνος εύπορης οικογένειας από το Χάμπστεντ του Βόρειου Λονδίνου και ήθελε από μικρός να ξεχωρίζει. Ή μάλλον δεν είχε και άλλη επιλογή, καθώς δεν μπορούσε να κρύψει την αληθινή του φύση, αυτή που ένιωθε να μαγνητίζεται από οτιδήποτε ήταν όμορφο ή είχε τη δυναμική να αποκτήσει αυτή την ιδιότητα. Ο πατέρας του, ένας ευυπόληπτος έμπορος ξυλείας, είχε άλλα σχέδια για τον μοναχογιό του, αλλά δεν κατάφερε να βάλει κανένα φρένο στις φιλοδοξίες και τις βλέψεις του. Μετά τις σπουδές του σε Ιστορία, Τέχνη και Αρχιτεκτονική στο St John’s College του Κέιμπριτζ, ο Μπίτον πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και από το κατώφλι της «Vogue». Τελικά κατάφερε όχι μόνο να συγχρωτιστεί με όσους θαύμαζε και προσδοκούσε, αλλά έφτασε να διαμορφώνει το γούστο και την αισθητική τους. Για παράδειγμα, είχε προσκληθεί σε αυτό που θεωρείται ένα από τα πιο μεγαλειώδη και πολυτελή γεγονότα του 20ού αιώνα, τον «Tiepolo Ball» του παγκοσμίου φήμης συλλέκτη τέχνης Charles de Beistegui στη Βενετία το 1951, αλλά η δουλειά του αποτέλεσε έμπνευση για event αυτού του είδους, ιδίως τα κοστούμια που σχεδίασε για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Τα υπέρκομψα κοστούμια του για την Οντρεϊ Χέπμπορν και την «Ωραία μου κυρία» (1964), τα οποία μάλιστα είχαν βραβευθεί με Οσκαρ (όπως επίσης και εκείνα που δημιούργησε για τη «Ζιζί» το 1958) ήταν η θεματική για έναν άλλο, εξίσου μεγαλειώδη χορό που άφησε εποχή, τον «Black and White Ball» που διοργάνωσε ο Τρούμαν Καπότε στο Plaza Hotel της Νέας Υόρκης το 1966.
Οπως θα πει ο βιογράφος του, Χιούγκο Βίκερς, με αφορμή τη συγκεκριμένη έκθεση: «Το κλειδί για την προσέγγιση του Μπίτον απέναντι στη ζωή είχε να κάνει με την οπτική του και επειδή υπήρξε ένας φωτογράφος που διακρίθηκε όσο λίγοι, ίσως αυτό είναι το μόνο που μετράει. Ο Μπίτον προτιμούσε να βλέπει τα πράγματα όπως φαίνονται και όχι όπως είναι. Οποιος εξετάζει το έργο του πρέπει να θυμάται ότι η πρώτη του αγάπη ήταν το θέατρο και ως εκ τούτου η θεατρικότητα διαπερνά όλα όσα έκανε στη ζωή του. Ο Τρούμαν Καπότε έγραψε για την «οπτική ευφυΐα» του Μπίτον. Τίποτε δεν διέφευγε από τη ματιά του. Ο Καπότε είχε δίκιο όταν έλεγε: «Ποτέ δεν θα μπορέσει να υπάρξει μια φωτογραφική μηχανή που θα μπορεί να συλλάβει και να συμπεριλάβει σε ένα κάδρο όσα βλέπει εκείνος μέσα από τον φακό του»».
ΙΝFO
«Cecil Beaton: Celebrating Celebrity»: Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη, έως τις 14 Μαρτίου 2021.

