Γνώρισα τον Σταύρο Ψυχάρη σε ηλικία 22 ετών, το 1997. Ημουν τότε τεταρτοετής φοιτητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Παντείου Πανεπιστημίου. Ο Ψυχάρης είχε έλθει να διδάξει τα «μυστικά της δημοσιογραφίας» στο πλαίσιο μιας πολιτικής που ακολουθούσε το τμήμα, σύμφωνα με την οποία επαγγελματίες του χώρου έκαναν τέτοιου είδους μαθήματα για ένα εξάμηνο. Πριν από εκείνον είχαν έλθει και άλλα γνωστά ονόματα των μεγάλων εφημερίδων – από «Το Βήμα» είχε προηγηθεί μεταξύ άλλων ο Πέτρος Ευθυμίου.

Το όνομα του Ψυχάρη, παρόν στην πρώτη σελίδα, το ήξερα πολύ καλά, επειδή ο πατέρας μου αγόραζε σταθερά «Το Βήμα» τις Κυριακές και με πίεζε να το διαβάζω. Η άφιξη του Ψυχάρη στο πανεπιστήμιο ήταν αρκετά περιπετειώδης και πολλοί φοιτητές – μεταξύ των οποίων και ο γράφων – είχαν εναντιωθεί σε αυτή. Ο λόγος; Η κυβέρνηση Σημίτη είχε αποφασίσει να τον τοποθετήσει στη θέση του Διοικητή του Αγίου Ορους και για να συμβεί αυτό έπρεπε «να καμφθούν» κάποιες προϋποθέσεις που το βιογραφικό του δεν πληρούσε. Μία από αυτές σχετιζόταν με τα «ακαδημαϊκά του διαπιστευτήρια» και είχε θεωρηθεί ότι αυτό το κενό θα καλυπτόταν αν δίδασκε στο τμήμα μας.

Τα μαθήματα αυτά διεξάγονταν είτε στο υπόγειο του νεοκλασικού κτιρίου της οδού Χιλλ στην Πλάκα είτε – συνήθως τα απογεύματα του Σαββάτου και αφού είχε κλείσει η κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας – στην ιστορική έδρα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη στην οδό Χρήστου Λαδά. Με το που έμπαινες στο κτίριο σε έπιανε ρίγος, καθώς μπορεί και να έπεφτες επάνω σε κάποια από τα μεγάλα ονόματα. Συνήθως όταν φθάναμε στα γραφεία του «Βήματος» μας παραλάμβανε ο Χρήστος Μεμής, τότε διευθυντής σύνταξης, και μας έχωνε σε μία αίθουσα. Ο Μεμής, άνθρωπος της απολύτου εμπιστοσύνης του Ψυχάρη, μπορεί να μη γέμιζε το μάτι σε πολλούς, ήταν πολύ δύσκολος χαρακτήρας, αλλά ήταν ακάματος και το πιο απαραίτητο «γρανάζι» στη λειτουργία της εφημερίδας.

Τα μαθήματα ήταν δύο ειδών: είτε έπρεπε να διαβάσουμε μία σειρά τηλεγραφημάτων και να συνθέσουμε ένα κείμενο είτε να σκεφθούμε πώς θα αρθρώναμε την έρευνά μας για ένα ρεπορτάζ. Η δεύτερη διαδικασία ήταν η αγαπημένη του Ψυχάρη, ο οποίος βαθμολογούσε ο ίδιος τα κείμενα. Περιττεύει να σημειώσει κανείς ότι για να αποφύγει κάποιος από εμάς τα… μπινελίκια για τα λάθη του έπρεπε να έχει σταθεί κάτι παραπάνω από τυχερός.

Ο Ψυχάρης μετακινούνταν από τη Χρήστου Λαδά στην οδό Χιλλ με την τότε θωρακισμένη BMW που διέθετε. Ενα απόγευμα, που έφευγε για να γυρίσει στο γραφείο, τον πήρα από πίσω. Οταν με ρώτησε τι θέλω, λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο, η φωνή βγήκε με δυσκολία: «Θα ήθελα να δουλέψω στο «Βήμα»» είπα και ένιωσα να ανοίγει η γη να με καταπιεί. Τελείωνε τότε το εξάμηνο, ορισμένα από τα κείμενα που του είχα δώσει ήταν καλά και ένιωθα ότι ίσως υπήρχε μία ευκαιρία για ένα βήμα μπροστά. Ο Ψυχάρης απέπνεε – και αυτό το παραδέχονται όλοι όσοι τον γνώρισαν από κοντά – ένα ιδιότυπο μείγμα σεβασμού και φόβου που σε πάγωνε, σε ανάγκαζε, ενίοτε, να χαμηλώνεις το βλέμμα. «Πρώτα μας βρίζεις, τώρα θες και δουλειά;» μου αντιγύρισε, ενθυμούμενος ότι είχα αντιδράσει στην έλευσή του. Ημουν έτοιμος να πω κάτι σαν «σας ευχαριστώ που με ακούσατε», αλλά με πρόλαβε: «Αυτό το «θράσος» θα σου είναι πάντως χρήσιμο στη δημοσιογραφία. Μπες μέσα στο αυτοκίνητο» μου είπε – για την ακρίβεια με διέταξε – και με άφησε άναυδο. Τόσο άναυδο που ακολούθησε η χαζή ερώτηση όταν πήγα να κλείσω την πόρτα: «Γιατί είναι τόσο βαριά;». Ούτε που μου πέρασε η ιδέα ότι έφταιγε η θωράκιση της λιμουζίνας…

Κάπως έτσι άρχισε μία ιστορία 25 ετών στη δημοσιογραφία. Στα γραφεία του «Βήματος» γινόταν εκείνο το απόγευμα μία σύσκεψη, υπό τον Θανάση Λάλα (τότε παντοδύναμο στέλεχος του ΔΟΛ, μία προσωπικότητα ιδιότυπη όσο και άνιση, που ο Ψυχάρης «θα την πλήρωνε» κάποια χρόνια αργότερα), για τον τρόπο με τον οποίο θα καλυπτόταν το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου που διεξαγόταν εκείνο το καλοκαίρι στο Ολυμπιακό Στάδιο. Σε εκείνη τη σύσκεψη, όπου εγώ εμφανίστηκα ως δόκιμος, κατάλαβα ότι όσα μας είχαν πει στο πανεπιστήμιο για τη δημοσιογραφία δεν είχαν καμία σχέση με τη… δημοσιογραφία.

Ωστόσο, δεν υπήρχαν περιθώρια επιστροφής. Το Τμήμα Επικοινωνίας είχε λάβει τότε και ορισμένα χρήματα από ένα κοινοτικό πρόγραμμα για μαθητεία και θα μπορούσα να εργαστώ εκεί για τρεις μήνες με ένα υποτυπώδες ποσό. Οταν είσαι τόσο νέος, κάνεις τα πάντα, δεν ρωτάς. Μία ή δύο ημέρες αργότερα κάθισα σε ένα γραφείο δίπλα σε έναν άνθρωπο με τον οποίο έζησα στιγμές λαμπερές όσο και δύσκολες στο «Βήμα»: τη Δήμητρα Κρουστάλλη. Το γραφείο εκείνο ήταν της Αννας Βλαβιανού, που έγραφε τότε για μουσική στο Πολιτιστικό. Και όταν εκείνη το ήθελε, άλλαζα και πήγαινα σε εκείνο της Ιωάννας Μάνδρου. Ή στης Συλβάνας Ράπτη ή στου Παναγιώτη Λάμψια. Δεν είχε σημασία, αρκεί να μπορούσες να γράψεις ένα κείμενο με εκείνο τον… αρχαϊκό επεξεργαστή κειμένου σε MS-DOS βάζοντας .1 στο τέλος κάθε παραγράφου. Το δικό μου γραφείο θα αργούσε άλλωστε ακόμη…

Ως δημοσιογράφος, ο Ψυχάρης ήταν άπιαστος. Η αίσθηση του ρεπορτάζ και της είδησης την οποία διέθετε ήταν ασύλληπτη. Για να μπορέσεις να αντέξεις τότε στο «Βήμα» έπρεπε «να φτύσεις αίμα» και το κριτήριο επιτυχίας το όριζε εκείνος, οπότε δεν υπήρχαν εκπτώσεις. Οι πρώτοι μου μήνες στο ελεύθερο ρεπορτάζ και αργότερα στο αθλητικό ήταν μία κόλαση. Επρεπε να φέρεις ένα θέμα που να άξιζε να δημοσιευθεί έστω ως μονόστηλο ή κάτι σχετικό για να έχεις λόγο ύπαρξης. Ο Ψυχάρης ήταν όμως κύριος. Οταν πρωτοπήγα μου είχε πει: «Μην περιμένεις μισθό από εδώ. Πρώτα θα πάρεις πτυχίο». Οταν έγινε η ορκωμοσία, πήγα στη γραμματέα του, την περίφημη Λουκία. «Θέλω να τον δω» ζήτησα. «Δεν μπορεί τώρα» απάντησε. «Μπορείτε να του πείτε ότι πήρα το πτυχίο μου;» πρόσθεσα. Την επομένη το πρωί, όταν χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο, μία γυναικεία φωνή είπε: «Σας καλώ από το λογιστήριο του ΔΟΛ διότι πρέπει να συμπληρώσετε κάποια χαρτιά για την πρόσληψή σας».

Στη ζωή δεν είναι φυσικά όλα ρόδινα. Και ουδείς αναμάρτητος. Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι ως μάνατζερ ο Ψυχάρης δεν απεδείχθη το ίδιο ικανός, ενώ υπήρξαν και πρόσωπα που εκμεταλλεύθηκαν καταστάσεις για ίδιο όφελος και γνωρίζουν πολύ καλά ποιοι είναι. Ισως να υπερεκτίμησε τις δυνατότητές του και την εξουσία που αναμφίβολα είχε συσσωρεύσει κατά τη διάρκεια πολλών ετών ή ο πλούτος να θόλωσε την ορθή κρίση. Ηταν πάντως τέτοια η εξουσία αυτή που μόνο όσοι είχαν βρεθεί στις συνάξεις της οικίας του στο Κολωνάκι, πάνω από τον Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, τα σαββατόβραδα πριν από τις εκλογές, μπορούν να θυμηθούν την αγωνία πολλών πολιτικών να λάβουν μία πρόσκληση. Την εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ με τον ΔΟΛ αναμφίβολα την υποτίμησε και την υπερεπέκταση του Συγκροτήματος δεν μπόρεσε ποτέ να την ελέγξει. Ο ίδιος δεν ήταν πια, βιολογικά, τόσο δυνατός και πολλοί, άλλοτε σύμμαχοι, είχαν συνθηκολογήσει με την «πρώτη φορά Αριστερά».

Ο γράφων τα αναφέρει αυτά ως ένας άνθρωπος που τα ένιωσε στο πετσί του επί μήνες πολλούς – όντας απλήρωτος. «Τα αμπάρια δεν ήταν τελικά γεμάτα» όπως κάποτε ειπώθηκε και οι αδικίες δεν έλειψαν. Θυμάται όμως και τον καταπονημένο άνδρα που όχι μόνο κάποτε του έδωσε χρήματα για να αγοράσει δύο καινούργια κοστούμια «ώστε αφού πρώτα πάρεις τηλέφωνο τον Ευσταθιάδη και τον Μολυβιάτη για να μάθεις το διπλωματικό να πηγαίνεις στο υπουργείο Εξωτερικών και στη Βουλή – κάθε ημέρα στη Βουλή, μ’ ακούς; – σαν κύριος», αλλά και που του πρόσφερε χρήματα για να πληρώσει τη θεραπεία του πατέρα του για τον καρκίνο, ασχέτως αν η προσφορά έγινε δεκτή ή όχι. Οσο κι αν κάποιοι θέλουν να τα μηδενίσουν όλα, οι μνήμες παραμένουν ισχυρές από μία εποχή της έντυπης δημοσιογραφίας που έχει μάλλον παρέλθει ανεπιστρεπτί.