Ο πολύχρονος αγώναςτης Κρήτης προςτην απελευθέρωση
Ο ξεσηκωμός των κατοίκων το 1821, οι γενναίοι αγωνιστές, τα θέατρα των μαχών – Η συνέχεια των προσπαθειών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, μέχρι την ένωση με την Ελλάδα το 1913
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η Επανάσταση του 1821 εξαπλώθηκε γρήγορα στην Κρήτη. Μάλιστα, η συμμετοχή της Κρήτης αποφασίστηκε στο ιστορικό μοναστήρι της Θυμιανής στα Σφακιά στις 15 Απριλίου 1821, αλλά ως επίσημη ημέρα έναρξης θεωρείται η 14η Ιουνίου 1821 (πρώτη περίοδος 1821-1824).
Η Επανάσταση στην Κρήτη ήταν η επανάσταση των υπόδουλων Ελλήνων του νησιού έναντι των οθωμανών κατακτητών, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1821 και κράτησε ως το 1830. Παρά τις επιτυχίες των επαναστατών η Κρήτη δεν συμπεριλήφθηκε στο νέο ελληνικό κράτος.
Η Κρήτη είναι απομακρυσμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα, πράγμα που δυσκόλευε την επικοινωνία με τις άλλες επαναστατημένες περιοχές αλλά και τον συντονισμό των πολεμικών κινήσεων. Επίσης, η τακτική ενίσχυσή της από τη θάλασσα με άνδρες, πολεμικό υλικό και τρόφιμα θα εμποδιζόταν από τη δράση του στόλου της Αιγύπτου, που βρισκόταν κοντά. Υπήρχε έλλειψη όπλων και εφοδίων, όμως παρά τις αντίξοες αυτές συνθήκες ο πόθος των Κρητικών για ελευθερία υπερίσχυσε και τους οδήγησε στην επανάσταση.
Η έναρξη της Επανάστασης
Οι Κρητικοί, όταν πληροφορήθηκαν το ξέσπασμα της επανάστασης στην ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά, αποφάσισαν να εξεγερθούν. Συμμετείχαν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι από όλη σχεδόν την Κρήτη και έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η έλλειψη όπλων και πλοίων. Από την άλλη πλευρά, οι πληροφορίες για ξεσηκωμό των Κρητικών εξαγρίωσαν τους Τούρκους, που συνέλαβαν και βασάνισαν πολλούς Κρητικούς. Στις 19 Μαΐου 1821 οι Τούρκοι προπηλάκισαν και έσυραν γυμνό τον μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ Δεσποτάκη στην πόλη των Χανίων. Τον απαγχόνισαν στην πλατεία της Σπλάντζιας μαζί με τον δάσκαλο Καλλίνικο Βερραίο.
Η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών σημειώθηκε στις 14 Ιουνίου 1821 στο Λούλο Χανίων, όπου εξοντώθηκε ένα σώμα γενιτσάρων από τα Χανιά και σκοτώθηκε ο αρχηγός τους Ταμπουρατζής. Οι Τούρκοι απάντησαν με σφαγές αμάχων, λεηλασίες σπιτιών, μαγαζιών και εκκλησιών στα Χανιά. Οι σφαγές επεκτάθηκαν στο Ρέθυμνο και στις 23-24 Ιουνίου στο Μεγάλο Κάστρο, όπου οι νεκροί έφτασαν τους 700, ανάμεσά τους ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου οι Κρητικοί νίκησαν στο Ζουρίδι με επικεφαλής τους Αν. Δεληγιάννη και Π. Μανουσέλη, στη μάχη των Ρούστικων, αλλά και στις Καλύβες και στο Βοθειακό, με επικεφαλής τους Ρ. Βουρδουμπά, Γ. Τσουδερό, Πωλογεωργάκη, Μεληδόνη και Μιχ. Κουρμούλη. Σημαντική ήταν η συμβολή των Σφακιανών, που λόγω της εμπειρίας τους στα όπλα προσφέρουν καπετάνιους και σε άλλες επαρχίες, όπως τον Δεληγιαννάκη στο Αμαρι, τους Αναγνώστη και Πέτρο Μανουσέλη στο Ρέθυμνο. Παρά τα κέρδη των Κρητικών από τις μάχες αυτές σε όπλα και πολεμοφόδια, η έλλειψή τους ήταν ακόμη σημαντική. Ετσι απηύθυναν έκκληση στην Υδρα για να στείλει στην Κρήτη τόσο πολεμοφόδια όσο και άνδρες, χωρίς όμως να εισακουστούν.
Η εξέλιξη του αγώνα
Στις αρχές Ιουλίου οι Ελληνες νίκησαν στο χωριό Γάλλου και ανάγκασαν τους Τούρκους, που στόχευαν να καταπνίξουν την επανάσταση στα Σφακιά, να επιστρέψουν στο Ρέθυμνο. Μία ακόμα μεγάλη νίκη κέρδισαν οι Ελληνες στους Λάκκους εναντίον του Λατίφ Πασά των Χανίων, που επιχείρησε να καταστείλει την επανάσταση στο Θέρισο, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει και να κλειστεί στο Κάστρο των Χανίων.
Μία ακόμα προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν τα Σφακιά εκδηλώθηκε στο τέλος Ιουλίου 1821, με την κοινή εκστρατεία των πασάδων του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου και των Χανίων. Την 1η Αυγούστου οι Ελληνες επιτέθηκαν πρώτοι στην Επισκοπή αλλά έχασαν τη μάχη. Οι Τούρκοι από τα στενά του Αλμυρού μπήκαν στην επαρχία Αποκορώνου, κατέστρεψαν πολλά χωριά και εξόντωσαν 3.000 αμάχους. Η κρισιμότητα της κατάστασης οδήγησε τους Σφακιανούς να κάνουν έκκληση στις Σπέτσες για βοήθεια, αφού οι Υδραίοι δεν είχαν ανταποκριθεί.
Η επέμβαση του αιγυπτιακού στρατού
Στα μέσα Μαρτίου 1824 ο Χουσεΐν κινήθηκε προς τα Σφακιά, που αποτελούσαν το κέντρο της επανάστασης. Χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση έφτασε στο λιμάνι του Λουτρού, όπου οι Ελληνες ανατίναξαν τις αποθήκες πολεμοφοδίων και τροφίμων, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού. Η ενέργεια αυτή σταμάτησε για λίγο την προέλαση των Τούρκων και έτσι πολλοί Κρητικοί σώθηκαν είτε φεύγοντας με πλοία στη Γαύδο είτε βρίσκοντας καταφύγιο στα βουνά των Σφακίων. Η πτώση των Σφακίων έκαμψε το ηθικό των κατοίκων πολλών περιοχών που δήλωσαν υποταγή. Με τη βοήθεια και τη μεσολάβηση του ελληνικής καταγωγής προξένου της Αυστρίας στο Ηράκλειο, ο Χουσεΐν ζήτησε από τους Κρητικούς να υποταχθούν, προκειμένου να σώσουν τη ζωή και την περιουσία τους. Ωστόσο, χωρίς να περιμένει, εισέβαλε στις επαρχίες Κισάμου και Σελίνου και τις υπέταξε. Η επιδρομή του συνοδεύθηκε από θηριωδίες κατά των κατοίκων και λεηλασίες, ενώ οι Ελληνες ανατίναξαν το φρούριο της Κισάμου. Τότε έφθασαν τα 15 πλοία της Υδρας για να βοηθήσουν στον αγώνα, αλλά ήταν πλέον αργά. Τελικά, χρησιμοποιήθηκαν για τη διάσωση του άμαχου πληθυσμού, έφυγαν όμως με αυτά και ένοπλοι που μεταφέρθηκαν στα νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο. Πολλοί από τους Κρητικούς που αποχώρησαν πέθαναν εξαιτίας των κακουχιών (πείνα, αρρώστιες). Συνολικά, τους πρώτους μήνες του 1824 έφυγαν από την Κρήτη περίπου 60.000 κάτοικοι.
Στις 12 Απριλίου 1824 ο διοικητής της Κρήτης Εμμανουήλ Τομπάζης αναχώρησε από το νησί υποσχόμενος βοήθεια όταν επιστρέψει στην Ελλάδα. Η υποταγή της Κρήτης είχε συντελεστεί.
Η περίοδος ως το 1913
Τον Ιανουάριο του 1828 με εντολή του κυβερνήτη της Ελλάδας Καποδίστρια ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με συνοδεία του αγγλικού και του γαλλικού στόλου κατέπλευσε στη Γραμβούσα. Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο παραδόθηκε στους Αγγλους.
Η Κρήτη δεν συμπεριελήφθη στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος παρά τον αγώνα και τις θυσίες των Κρητών. Πλήθος αγωνιστών και γυναικόπαιδων κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος προκειμένου να γλιτώσουν από τις θηριωδίες των Τούρκων.
Ο αγώνας των Κρητών δεν σταμάτησε για την ένωσή τους με την Ελλάδα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα ξέσπασαν στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη με υποκίνηση ή ανοχή του ελληνικού κράτους επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρο το νησί, με κυριότερα την επανάσταση του Χαιρέτη-Βασιλογεώργη (1841), το κίνημα του Μαυρογένη (1858), τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση 1866-1869 (το δεύτερο Εικοσιένα όπως ονομάστηκε).
Η επανάσταση αυτή διέφερε από τις προηγούμενες, καθώς είχε τη συμπαράσταση της Κεντρικής υπέρ των Κρητών Επιτροπής της Αθήνας και -συγκεκαλυμμένα – του ελληνικού κράτους. Συμμετείχαν πολλοί εθελοντές από τον ελλαδικό χώρο και το εξωτερικό, ενώ η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης της Μονής Αρκαδίου Ρεθύμνου, στις 9 Νοεμβρίου 1866, προβλήθηκε συμβολικά ως το κορυφαίο γεγονός της συγκεκριμένης εξέγερσης. Μολονότι ο στόχος της Ενωσης δεν επιτεύχθηκε, η επανάσταση πέτυχε την αμέριστη συμπαράσταση της κοινής γνώμης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Το σύνθημα «Ενωσις ή Θάνατος» εκφράζει τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού ζητήματος και απασχόλησε σοβαρότατα την ελληνική και την ευρωπαϊκή διπλωματία ως πτυχή του Ανατολικού ζητήματος.
Θα πρέπει εξάλλου να αναφερθεί και η επανάσταση του 1878 με τη σύμβαση της Χαλέπας, καθώς και οι επαναστάσεις του 1897-1898.
Ακολούθησαν η περίοδος της αυτονομίας και η επανάσταση στο Θέρισο (1905). Το Κρητικό ζήτημα λύθηκε οριστικά με τη Συνθήκη του Λονδίνου το 1913 και την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Η κεντρική μορφή του Ολοκαυτώματος του Αρκαδίου
Νωρίς στη ζωή του, ο Γαβριήλ Μαρινάκης έρχεται σε επαφή με τη θρησκεία και πιο συγκεκριμένα με τη Μονή Αρκαδίου, όπου και λαμβάνει τη βασική του εκπαίδευση. Προέρχεται από μία οικογένεια κοτζαμπάσηδων (γαιοκτημόνων).
Αν και αμφισβητείται, μερικές πηγές αναφέρουν πως εγκατέλειψε τη μονή για μερικά χρόνια ώστε να υπηρετήσει πιο άμεσα την κοινωνία του Ρεθύμνου. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, αναγνωρίστηκε η καλοσύνη του και εξηγείται έτσι γιατί κατά την περίοδο της επανάστασης κύριος σκοπός του ήταν η προστασία του άμαχου πληθυσμού. Αφού επέστρεψε στο μοναστήρι, έγινε ηγούμενος το 1856 μέχρι την επανάσταση το 1866.
Ο ηγούμενος Γαβριήλ συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την ελευθερία από την αρχή. Κατά την Γενική Συνέλευση των επαναστατών, την 1η Οκτωβρίου του 1866, προσπαθεί να εξασφαλίσει την προστασία του άμαχου πληθυσμού, διαπραγματευόμενος με τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε ένα πολεμικό συμβούλιο στην ίδια τη μονή του, η οποία είχε οριστεί έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Ρεθύμνου, αποφασίζει να μην την εγκαταλείψει αλλά αντιθέτως να μείνει και να επιχειρήσει να την προστατεύσει.
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου
Οι οθωμανικές δυνάμεις, ύστερα από μια νίκη στη μάχη στον Αποκόρωνα την ίδια χρονιά, χωρίστηκαν ώστε 15.000 άνδρες να εισβάλουν στο Ρέθυμνο υπό την αρχηγία του Μουσταφά. Στις 8 Νοεμβρίου 1866 η πολιορκία της Μονής Αρκαδίου αρχίζει. Πριν την έναρξη της πολιορκίας είχαν συγκεντρωθεί στο Αρκάδι πάνω από 600 γυναικόπαιδα, ενώ ο αριθμός των κρητικών οπλοφόρων δεν ξεπερνούσε τους 300. Σύμφωνα με μερικές μαρτυρίες ο ηγούμενος της μονής βοήθησε στη μάχη εκείνης της μέρας, μεταφέροντας πυρομαχικά ή συμμετέχοντας στην ίδια τη μάχη. Σε αυτή τη μάχη της πρώτης μέρας ωστόσο οι Οθωμανοί δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις αμυντικές δυνάμεις. Την επομένη μέρα, με τη μεταφορά ενός ισχυρού πυροβόλου, της Μπουμπάρδας Κουτσαχείλας, οι εχθρικές δυνάμεις εισέβαλαν στο μοναστήρι το πρωί της 9ης Νοεμβρίου. Ο άμαχος πληθυσμός συγκεντρώθηκε στην πυριτιδαποθήκη και στις τελευταίες στιγμές, πριν αιχμαλωτιστούν από τους εισβολείς, ο Κωστής Γιαμπουδάκης ανάβει φωτιά στο μπαρούτι ανατινάσσοντας με αυτόν τον τρόπο ολόκληρη τη μονή. Υπάρχει και μία λαϊκή εκδοχή που καθιστά τον ίδιο τον ηγούμενο Γαβριήλ υπεύθυνο του ολοκαυτώματος, ωστόσο το γεγονός πως οι Τούρκοι βρήκαν το πτώμα του και χρησιμοποίησαν το κεφάλι του μοναχού ως όπλο τρόμου αποδεικνύει πως ο Γαβριήλ Μαρινάκης πέθανε προηγουμένως, πιθανότατα στην πρώτη μέρα μάχης.
Παγκόσμιος αντίκτυπος
Η ηρωική πράξη αυτή άλλαξε εντελώς την όψη της επανάστασης καθώς ώθησε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υιοθετήσουν μία φιλοκρητική στάση. Αυτή η θυσία συγκίνησε επίσης τις κοινωνίες ολόκληρου του κόσμου, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μία φιλελληνική ιδέα. «Η ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισάμενη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Το Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον» γράφει ο γάλλος λογοτέχνης Βίκτορ Ουγκό για το μοναστήρι. Τόση ήταν η σημασία του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου στον αγώνα που ονομάστηκε το Κρητικό Μεσολόγγι.

