«Ο πιο βρώμικος αποικιακός πόλεμος»
Πριν από 60 χρόνια, ο Σαρλ ντε Γκωλ εξήγγελλε τη μετέπειτα έναρξη διαπραγματεύσεων για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους μιας σύρραξης με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Οταν στις 5 Φεβρουαρίου 1962 ο πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ τόλμησε να εκφράσει για πρώτη φορά δημόσια και απερίφραστα το έως τότε αδιανόητο, την πρόθεσή του να προχωρήσει σε συνομιλίες για την ανεξαρτησία της Αλγερίας, η γαλλική κοινή γνώμη αντέδρασε υποτονικά. Επί οκτώ χρόνια το ζήτημα της Αλγερίας, όπου μια εξέγερση των γηγενών μουσουλμάνων Αλγερινών μαινόταν από το 1954 με βομβιστικές επιθέσεις, εκτελέσεις, εμπρησμούς, βασανιστήρια, εκτοπίσεις, είχε αναλώσει έξι πρωθυπουργούς και την ασταθή Τέταρτη Δημοκρατία. Απρόθυμοι αρχικά να εγκαταλείψουν έναν τόπο στον οποίο βρίσκονταν από το 1830, όπου ζούσαν 1.000.000 έποικοι και οι επαρχίες του αποτελούσαν κανονικούς νομούς της χώρας, οι Γάλλοι είχαν σταδιακά περιέλθει σε μια κατάσταση όπου οποιαδήποτε λύση ήταν αποδεκτή. Για την πλευρά του αλγερινού FLN (Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης) η εξαγγελία είχε τον χαρακτήρα δικαίωσης: δήλωνε ότι η εμμονή στον στρατιωτικό, όχι τον πολιτικό αγώνα, ήταν ορθή. Στην ευφορία της στιγμής οι ηγέτες του (Μπελκασέρ Κριμ, Αχμέντ Μπεν Μπελά, Μοχάμεντ Μπουντιάφ) επέλεξαν να αγνοήσουν το γεγονός ότι η παράλληλη εμφύλια σύγκρουσή τους με τους μετριοπαθείς μουσουλμάνους είχε κοστίσει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς. Οσο για τους ευρωπαίους εποίκους, η φωνή των οποίων είχε μονοπωληθεί από τους ακραίους εκφραστές του συνθήματος «Αλγερία Γαλλική», η ανακοίνωση του Ντε Γκωλ ισοδυναμούσε με ξεπούλημα και ξεριζωμό. Ωστόσο, η πεισματική άρνηση των ηγετών τους να δεχθούν οτιδήποτε πέρα από την εξακολούθηση του παλαιού καθεστώτος στη μεταπολεμική Αφρική των αναδυόμενων εθνικών κινημάτων είχε φέρει τη Γαλλία στα πρόθυρα του ολοκληρωτικού διχασμού και συνέβαλε σημαντικά στην αδυναμία εξεύρεσης συμβιβασμού. «Ο πιο βρώμικος αποικιακός πόλεμος», κατά τον βρετανό ιστορικό Μάικλ Μπέρλι, ακύρωσε το υποτιθέμενο ιδανικό της γαλλικής «εκπολιτιστικής αποστολής», καταρράκωσε διεθνώς την εικόνα των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών και σώρευσε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στις πόλεις και στην ύπαιθρο της Αλγερίας.
Σε αντίθεση με τους Βρετανούς στην Ινδία, οι Γάλλοι στα 130 χρόνια της παρουσίας τους στην Αλγερία δεν ενσωμάτωσαν ποτέ τους ιθαγενείς στη διοίκηση. Σύμφωνα με όσα γράφει ο Μάικλ Μπέρλι στο βιβλίο του με τίτλο «Small Wars, Far Away Places. The Genesis of the Modern World, 1945-1965» (εκδ. Pan), το 1956 μόλις 8 από τις 864 ανώτερες διοικητικές θέσεις καταλαμβάνονταν από μουσουλμάνους. Κατώτερες θέσεις τοπικών αρχόντων («καΐντ») ήταν διαθέσιμες, μαστίζονταν όμως από εκτεταμένη διαφθορά και καλύπτονταν από πιστούς συνεργάτες των αποικιοκρατών, γνωστούς ως «Béni-oui-oui» («Μπενί-Ναι-Ναι»). Την ίδια στιγμή, το 90% του πλούτου της χώρας βρισκόταν στα χέρια των ευρωπαίων εποίκων («pieds-noirs» ή «μαυροπόδαρων») γαλλικής κατά βάση, αλλά και ισπανικής, ιταλικής, μαλτέζικης, εβραϊκής καταγωγής, οι οποίοι αποτελούσαν το 10% του πληθυσμού, το ένα τρίτο των αλγερινών μουσουλμάνων βίωνε την ανεργία ή την υποαπασχόληση, το 85% ήταν αναλφάβητο. Η έκρηξη της εξέγερσης την 1η Νοεμβρίου 1954 δεν ήταν διόλου απρόβλεπτη. Μια νέα γενιά Αλγερινών που είχαν πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Γάλλων, στρατιωτικοί ηγέτες όπως ο Κριμ ή πολιτικοί όπως ο Μπεν Μπελά διατύπωναν αιτήματα ισότητας εις ώτα μη ακουόντων. Ικανοί πρωθυπουργοί της εποχής, ο κεντρώος Πιερ Μαντές-Φρανς, ο Σοσιαλιστής Γκι Μολέ, ξόρκιζαν ως και την ιδέα της αυτονομίας και αγνόησαν την προφητεία του στρατηγού Ντιβάλ, ο οποίος καταστέλλοντας το 1945 μια πρώτη εξέγερση δήλωνε: «Σας έδωσα ειρήνη για 10 χρόνια, μην αυταπατάσθε όμως». Ο βρετανός ιστορικός Αλαστερ Χορν, συγγραφέας του μνημειώδους «A Savage War of Peace. Algeria 1954-1962» (εκδ. New York Review Books Classics), περιγράφει ακόμη και το 1956 την ακλόνητη αυταπάτη του συνόλου των γάλλων πολιτικών, ευθυγραμμισμένων σε μια ήδη απαρχαιωμένη γραμμή – αυτήν της βιαστικής εισαγωγής δειλών μεταρρυθμίσεων.
Μια σειρά πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων στα τέλη του 1956 οδήγησαν στην είσοδο του στρατού στο προσκήνιο κατά τη λεγόμενη «Μάχη του Αλγερίου»: έπειτα από πρόσκληση του κυβερνήτη της Αλγερίας, η 10η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών του στρατηγού Ζακ Μασί κλήθηκε να επιβάλει την τάξη. «Σ’ το λέω από τώρα, μας περιμένουν σωροί από σκατά» σχολίαζε ο Μασί στον αρχηγό του επιτελείου του. Μεθοδικά, χτενίζοντας συνοικίες, περιορίζοντας την κυκλοφορία, ερευνώντας επισταμένα και συλλαμβάνοντας αδιάκριτα, ο στρατός πέτυχε ως τον Σεπτέμβριο του 1957 να εκκαθαρίσει το Αλγέρι από το FLN. Καθώς όμως αποκαλύφθηκε η συστηματική χρήση βασανιστηρίων εκ μέρους του, η αίσθηση ότι αυτός ο πόλεμος ήταν υπέρ το δέον απεχθής εμπεδώθηκε: «Tέτοιες ωραίες πράξεις θα οδηγήσουν στην κατάπτωση του ηθικού της Γαλλίας και στην απώλεια της Αλγερίας» έγραψε ορθά κοφτά ο γεννημένος στο Αλγέρι Αλμπέρ Καμί. Στη διαδοχή τρομοκρατίας και βάναυσης καταστολής αντί πολιτικών συνομιλιών, ο κορυφαίος διανοούμενος έβλεπε τόσο το επερχόμενο τέλος της υπόθεσης όσο και το επικείμενο αδιέξοδο της δημοκρατίας.
Η επιστροφή του Στρατηγού
Ο Σαρλ ντε Γκωλ επέστρεψε ως παράκλητος σε αυτό το σκηνικό έπειτα από το επεισόδιο της κρίσης του Μαΐου του 1958, μια παρ’ ολίγον τραγωδία η οποία εκ των υστέρων μοιάζει με οπερέτα. Με όλα τα σημαντικά πολιτικά ονόματα να έχουν καεί, ο άφθαρτος επί 12 έτη ερημίτης του χωριού Κολομπέ-λε-ντεζ-Εγκλίζ, όπου είχε αποσυρθεί το 1946, φάνταζε λογική επιλογή, θεσμικά εμπόδια ωστόσο απέκλειαν την επιστροφή του από την αποστρατεία ώσπου μία από τις «δεκατρείς συνωμοσίες» που καταμετρούσε ένας γάλλος δημοσιογράφος της εποχής έφερε στο προσκήνιο στην Αλγερία μια συμμαχία στρατηγών και εποίκων. Στις 13 Μαΐου 1958 ο επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων Ραούλ Σαλάν ανακοίνωσε τη συγκρότηση μιας «Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας» στο πρότυπο της Γαλλικής Επανάστασης υπό τις ασυγκράτητες επευφημίες του πλήθους και κορναρίσματα στον ρυθμό του συνθήματος «Αλγερία Γαλλική». Ο Μασί αρνήθηκε ότι ήταν πραξικόπημα, ο Ντε Γκωλ όταν ρωτήθηκε για τα γεγονότα αποκρίθηκε «ποια γεγονότα;», ο πρόεδρος Πιερ Κοτί αναζητούσε διέξοδο. Τις επόμενες ημέρες η επιτροπή τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του Ντε Γκωλ, ο ίδιος επιζητούσε να κληθεί ως σωτήρας, όχι ως υποψήφιος των στρατηγών, η Αριστερά έκανε λόγο για φασισμό, οι αλεξιπτωτιστές του Μασί κατέλαβαν την Κορσική, ο Σαλάν έστειλε τελεσίγραφο απειλώντας να κινηθεί κατά του Παρισιού και την 1η Ιουνίου η Τέταρτη Δημοκρατία συνθηκολόγησε παραχωρώντας στον πρώην ηγέτη της εξόριστης κυβέρνησης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έκτακτες εξουσίες για έξι μήνες και εν συνεχεία ένα νέο σύνταγμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του.
Η συναίνεση στο πρόσωπό του ήταν καθολική: στην επίσκεψή του στο Αλγέρι στις 4 Ιουνίου ζητωκραυγαζόταν από μουσουλμάνους και εποίκους. Ξεκινώντας την ομιλία του με το περιβόητο, αλλά πλήρως κρυπτικό, όπως αποδείχθηκε, «Je vous ai compris» («Σας καταλαβαίνω»), πέτυχε να εκθρέψει τις ελπίδες όλων – για να διαψεύσει αργότερα εκείνες των περισσότερων. Ο Ντε Γκωλ ήταν αν μη τι άλλο πραγματιστής, το άκρως αντίθετο των πρωταγωνιστών της σύγκρουσης. Πίστευε όμως και μυστικιστικά σχεδόν στο πεπρωμένο του, με αποτέλεσμα να εκπλαγεί όταν το FLN απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες τις αρχικές προτάσεις του. Από εκείνο το σημείο και μετά ακροβατούσε διαρκώς σε τεντωμένο σκοινί «με μεγάλες ριπές λέξεων», κατά τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τον μόνο ρεαλιστικό στόχο, εκείνον της αποκοπής από την αποικία: θα έκανε λόγο για «αυτοδιάθεση» τον Σεπτέμβριο του 1959, για «μια γαλλική λύση» τον Ιανουάριο του 1960, για «αλγερινή Αλγερία» τον Νοέμβριο του 1960, για «ανεξαρτησία» τον Φεβρουάριο του 1962. Στο ενδιάμεσο η απειλή του εμφύλιου πολέμου καιροφυλακτούσε.
Τον Δεκέμβριο του 1959 ο Ζοζέφ Ορτίς, εστιάτορας, οργανωτής πολιτοφυλακών και εξτρεμιστική φωνή των εποίκων, θα έδινε το στίγμα της θέσης τους διακηρύσσοντας σε συγκέντρωση στο Αλγέρι «για εμάς από εδώ κι εμπρός υπάρχει μόνο η βαλίτσα ή το φέρετρο». Εναν μήνα αργότερα, στις 24 Ιανουαρίου 1960, 20 πολίτες και αστυνομικοί θα σκοτώνονταν σε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ ανδρών του Ορτίς και της χωροφυλακής στη διάρκεια μιας διαδήλωσης. Ακολούθησε η «εβδομάδα των οδοφραγμάτων», εξέγερση των ακραίων pieds-noirs με στόχο τον εξαναγκασμό της κυβέρνησης σε αλλαγή πολιτικής. Ο Ντε Γκωλ απάντησε με ένα τηλεοπτικό διάγγελμα στο οποίο εμφανίστηκε με τη στρατιωτική στολή του και απευθύνθηκε δεξιοτεχνικά στο συναίσθημα των τηλεθεατών, κάτι που θα επαναλάμβανε με την ίδια επιτυχία επανειλημμένα και στο μέλλον. Τα οδοφράγματα αποσύρθηκαν και στο τέλος της χρονιάς, εν μέσω ταραχών, ο πρόεδρος επισκέφθηκε την Αλγερία: τα επεισόδια διογκώθηκαν προκαλώντας 120 νεκρούς και 500 τραυματίες μόνο στο Αλγέρι και στο Οράν. Κόκκινο πανί πλέον για τους εποίκους, είχε να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του γαλλικού στρατού της Αλγερίας. Ο Ραούλ Σαλάν, μια μορφή που προσέφευγε σε ολοένα και πιο ακραίες λύσεις, από κοινού με τους επίσης απόστρατους στρατηγούς Αντρέ Ζελέρ, Εντμόν Ζουό και Μορίς Σαλ, οργάνωσε ένα πραξικόπημα που εκδηλώθηκε στις 21 Απριλίου 1961. Στο Παρίσι ο φόβος μιας εφόδου αλεξιπτωτιστών των πραξικοπηματιών οδήγησε στη φρούρηση της Εθνοσυνέλευσης με παρωχημένα άρματα Σέρμαν, πολλά από τα οποία έμειναν από βλάβες και χρειάστηκε να ρυμουλκηθούν στους στρατώνες. Πανικόβλητος, ο πρωθυπουργός Μισέλ Ντεμπρέ καλούσε τον λαό σε περίπτωση επίθεσης «να βγει στους δρόμους με τα πόδια ή με το αυτοκίνητο και να πείσει τους εξαπατημένους αυτούς στρατιώτες για το θανάσιμο λάθος τους». «Το σοβαρότερο με αυτή την υπόθεση, κύριοι, είναι ότι δεν είναι σοβαρή» δήλωσε στο υπουργικό συμβούλιο ο Ντε Γκωλ και «Γάλλοι, Γαλλίδες, βοηθήστε με!» σε άλλο ένα καταλυτικό τηλεοπτικό διάγγελμα. Το πραξικόπημα κατέρρευσε σε τέσσερις ημέρες και το επίλεκτο 1ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών της Λεγεώνας των Ξένων επιβιβάστηκε στα αεροπλάνα για να μεταβεί στη Γαλλία προκειμένου να αποταχθεί τραγουδώντας την κορυφαία πρόσφατη επιτυχία της Εντίτ Πιαφ «Je ne regrette rien».
Ξεριζωμός και αίμα
Εμενε πλέον μόνο το καταληκτικό στάδιο της ιστορίας, η συμφωνία και η έξοδος. Πρώτα όμως επρόκειτο να προηγηθεί η τελευταία αιματοχυσία. Ακροδεξιοί έποικοι και λιποτάκτες του στρατού σχημάτισαν την τρομοκρατική Οργάνωση Μυστικός Στρατός (OAS) με επικεφαλής την τριανδρία του φυγά Σαλάν και των εξτρεμιστών pieds-noirs Πιερ Λαγκαγιάρντ και Ζαν-Ζακ Σισινί με τον μηδενιστικό στόχο να καταστήσουν τη χώρα ακυβέρνητη. Η αλληλοσφαγή με το FLN σε μπαράζ επιθέσεων είχε χιλιάδες θύματα, ενώ οι βομβιστικές επιθέσεις στην ίδια τη Γαλλία δηλητηρίαζαν μια ανάπηρη δημοκρατία: στις 17 Οκτωβρίου 1961 η ειρηνική διαδήλωση 30.000 Αλγερινών στο Παρίσι πνίγηκε στο αίμα από την Aστυνομία με διαταγή του διοικητή Μορίς Παπόν, οι 200 ως 300 νεκροί πετάχθηκαν στον Σηκουάνα και η έκταση του εγκλήματος έγινε γνωστή μόνο έπειτα από πολλά χρόνια. Οταν οι συμφωνίες του Εβιάν με την αλγερινή ηγεσία τον Μάρτιο του 1962 επικυρώθηκαν με δημοψήφισμα στις 8 Απριλίου, η γαλλική κυβέρνηση ήταν προετοιμασμένη να δεχθεί ένα κύμα προσφύγων. Τους υπολόγιζαν περίπου στις 300.000. Εφθασαν το 1.000.000. Ενώ οι έποικοι πουλούσαν τα αυτοκίνητά τους για λίγα φράγκα, τα σικ καταστήματα του Αλγερίου εκποιούσαν το στοκ τους κάτω του κόστους και έπιπλα καίγονταν σε μεγάλες πυρές, οι νικητές εκκαθάριζαν μαζικά τους «harkis» – τους μουσουλμάνους που είχαν υπηρετήσει ως βοηθητικοί των γαλλικών δυνάμεων. Μόνο 90.000 διέφυγαν στη Γαλλία. Υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν 30.000 ως 150.000. Προστέθηκαν στον συνολικό κατάλογο των θυμάτων που παραθέτει ο Αλαστερ Χορν: 17.456 γάλλοι στρατιώτες, 10.000 άμαχοι έποικοι και περίπου 350.000 ως 1.000.000 αλγερινοί μουσουλμάνοι νεκροί.
Απελευθερωτικός και βρώμικος ταυτόχρονα, αιματηρή επιδίωξη ενός έντιμου σκοπού, ο πόλεμος της Αλγερίας έληξε στις 4 Ιουλίου 1962 με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της. Η πάλη, επίμονη και αταλάντευτη, αν και με κόστος πλήθους αθώων, ενέπνευσε τη γενιά της αποαποικιοποίησης της δεκαετίας του ’60, το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, την παλαιστινιακή ιντιφάντα – αλλά και την Αλ Κάιντα. Και στην πολυτάραχη μετέπειτα ιστορία της χώρας (το μονοκομματικό καθεστώς του FLN, ο εμφύλιος μεταξύ κοσμικών εθνικιστών και ισλαμιστών στη δεκαετία του 1990, η Αραβική Ανοιξη του 2010) η επίδραση της βίαιης ιδρυτικής της συνθήκης είναι ακόμη ορατή.

