Το πρωί της περασμένης Πέμπτης, λίγο μετά τις οκτώ, ο ανυποψίαστος Νικολά Ματιέ πήρε ένα τρένο για να πάει στο Νανσί, την πόλη όπου κατοικεί σήμερα. Ωστόσο η μέρα του δεν κύλησε όπως περίμενε, γιατί εν τω μεταξύ του απονεμήθηκε το Βραβείο Goncourt 2018! Υπάρχει άραγε καλύτερη ανατροπή στην καθημερινότητα ενός νέου συγγραφέα; Οπότε έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί στο Παρίσι, και συγκεκριμένα στο περίφημο εστιατόριο «Ντρουάν», για να συμμετάσχει στο τελετουργικό, να ευχαριστήσει τα μέλη της κριτικής επιτροπής, να κάνει τις απαραίτητες δηλώσεις στους δημοσιογράφους και να φωτογραφηθεί με το εξώφυλλο του βιβλίου του Leurs enfants après eux, το οποίο απέσπασε την κορυφαία ετήσια λογοτεχνική διάκριση της Γαλλίας. Το χρηματικό έπαθλο μπορεί να είναι συμβολικό, αλλά οι πωλήσεις είναι, σίγουρα, εξασφαλισμένες.
Πάντως ο Νικολά Ματιέ ήταν, καταπώς λέμε, το απόλυτο αουτσάιντερ: κανένας δεν περίμενε ότι θα ήταν αυτός ο νικητής, ούτε βέβαια ο ίδιος, καθώς, όπως σημείωσε η πλειονότητα των γαλλικών μέσων ενημέρωσης, εθεωρείτο μάλλον δύσκολο να δοθεί για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά το ίδιο βραβείο σε έργο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Actes Sud, τον οίκο που έχει συνδέσει το όνομά του με τη μέχρι πρότινος υπουργό Πολιτισμού Φρανσουάζ Νισέν. Το μυθιστόρημα Leurs enfants après eux είναι το δεύτερο του 40χρονου συγγραφέα που γεννήθηκε στο Επινάλ (Βοζ) της Βορειοανατολικής Γαλλίας. Και ο τίτλος του παραπέμπει στη Βίβλο, σε κάποιους νεκρούς που, επειδή ακριβώς έχουν λησμονηθεί, είναι «σαν να μην υπήρξαν ποτέ, σαν να μη γεννήθηκαν ποτέ, το ίδιο και τα παιδιά τους μετά απ’ αυτούς».
Πρόκειται για μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης που, σταδιακά, μετεξελίσσεται σε πολιτική και κοινωνική ακτινογραφία μιας άλλης Γαλλίας, ενδότερης και ξεχασμένης, που παλεύει με τις οικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Το βιβλίο ωστόσο δεν είναι μίζερο, ούτε δυσοίωνο, αντιθέτως, ο συγγραφέας φαίνεται να γιορτάζει περισσότερο την ορμή και το πάθος της νεότητας που, μοιραία κάποια στιγμή, θα γίνει παρελθόν και μνήμη. Το Leurs enfants après eux διαδραματίζεται κατά τη δεκαετία του 1990, σε μια επινοημένη και υποβαθμισμένη πόλη στην ευρύτερη περιοχή της Λωρραίνης. Επικεντρώνεται στις αγωνίες και στα όνειρα της εφηβείας, σε παιδιά που λαχταρούν όχι μόνο να ερωτευτούν αλλά και να ξεφύγουν από μια ζωή βαρύθυμη, με περιορισμένες ευκαιρίες και κλειστούς ορίζοντες. Δεν παρακολουθούμε μονάχα την πρώτη αγάπη του 14χρονου Αντονί λ.χ., αλλά και τον αλκοολικό πατέρα του, πρώην εργάτη στον τομέα της χαλυβουργίας, μια και τα φουγάρα των βιομηχανιών έχουν σταματήσει να καπνίζουν.
Επιπροσθέτως, δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας εστιάζει σε δύο χαρακτήρες με διαφορετική ταξική προέλευση, αν και, όπως ξεκαθάρισε ο ίδιος, δεν πιστεύει σε τέτοιους γενικευτικούς ντετερμινισμούς. «Ενα μυθιστόρημα μαθητείας είναι, ουσιαστικά, ένα μυθιστόρημα για τη διάψευση των προσδοκιών» δήλωσε μεταξύ άλλων ο Νικολά Ματιέ. Ο ίδιος, σε πολύ μεγάλο βαθμό, ανακαλεί και περιγράφει τα δικά του βιώματα, καταφέρνοντας όμως να μιλήσει και για τις ματαιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς. Τέλος, με το Βραβείο Renaudot 2018 τιμήθηκε η 33χρονη Βαλερί Μαντό για το δεύτερο μυθιστόρημά της Le Sillon (εκδόσεις Le Tripode) που είναι εμπνευσμένο από τη ζωή και τη δολοφονία του αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ.