H πέμπτη μέσα σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια εκλογική αναμέτρηση στο Ισραήλ παρήγαγε κάτι που δεν κατάφεραν οι προηγούμενες: μια άνετη πλειοψηφία για τον Βενιαμίν Νετανιάχου και τους συμμάχους του αλλά και την ανάδυση της πιο δεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία της χώρας. Αναλυτές συζητούν έντονα τις μεταβλητές που οδήγησαν στην επιστροφή του μακροβιότερου πρωθυπουργού και υπόδικου για τρεις διαφορετικές υποθέσεις διαφθοράς, απάτης και απιστίας προς το Δημόσιο.

Ηταν η επιτυχία του να επανασυσπειρώσει την παραδοσιακή βάση των ψηφοφόρων του δεξιού κόμματός του, Λικούντ. Η σχετική συνοχή της συμμαχίας υπέρ του Νετανιάχου που συγχωνεύτηκε σε μόλις τέσσερα κόμματα και η πολυδιάσπαση των αντιπάλων σε οκτώ κόμματα. Δύο εξ αυτών, το παλαιστινιακό εθνικιστικό κόμμα Μπαλάντ και το αριστερό Μερέτζ, δεν ξεπέρασαν το εκλογικό όριο του 3,25% που απαιτείται για να εισέλθουν στο κοινοβούλιο, ενισχύοντας έτσι τα ποσοστά Νετανιάχου και συμμάχων.

Η κατανομή των εδρών

Το Λικούντ καταλαμβάνει 32 έδρες. Μαζί με τον ακροδεξιό Θρησκευτικό Σιωνισμό του Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ (14 έδρες) αλλά και τα κόμματα των υπερορθόδοξων Εβραίων, Ενωμένος Ιουδαϊσμός της Τορά (8 έδρες) και Σας (11 έδρες), εξασφαλίζουν μια άνετη πλειοψηφία 65 εδρών σε σύνολο 120 στην Κνεσέτ.

Ο απερχόμενος πρωθυπουργός  Γιαΐρ Λαπίντ, επικεφαλής του κεντρώου κόμματος Γες Ατίντ, συγκεντρώνει 24 έδρες και η Εθνική Ενότητα του συμμάχου του Μπένι Γκαντς12 έδρες. Ακολουθούν τα αραβικά Ραάμ και Χαντάς-Τα’αλ με 5 έδρες το καθένα και τέλος το αλλοτινό κραταιό Εργατικό Κόμμα, στη χειρότερη επίδοση στην ιστορία του, κατέλαβε μόλις 4 έδρες.

Δεκανίκι του οι σκληροπυρηνικοί

Το αποτέλεσμα, σημειώνει η εφημερίδα «Times of Israel», «πιθανότατα δίνει τέλος στα τέσσερα χρόνια πολιτικού αδιεξόδου που έχει παρασύρει τη χώρα σε μια σειρά καταστροφικών εκλογών», αφήνοντάς τη μάλιστα για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς εθνικό προϋπολογισμό. Ομως, το αδιέξοδο αυτό λύνεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο καθώς ο εφτάψυχος «Μπίμπι» θα κληθεί να καταβάλει υψηλό τίμημα, όπως αναμένουν όλοι οι αναλυτές. Θα έχει ως δεκανίκι τους πιο σκληροπυρηνικούς εποίκους, υπερεθνικιστές και θρησκευτικούς ακτιβιστές, με ρόλο ρυθμιστή να αναλαμβάνει ο ακροδεξιός ηγέτης Μπεν-Γκβιρ, που κατάφερε να αυξήσει θεαματικά τις δυνάμεις του αφού το κόμμα του αναδείχθηκε τρίτη πολιτική δύναμη.

Επιθετική στάση έναντι των Παλαιστινίων

Ο ίδιος σήμερα επαναπροσδιορίζεται ως ένας συμβατικός πολιτικός, όμως οι ρίζες του ανάγονται στο απροκάλυπτα ρατσιστικό κόμμα Καχ του δολοφονηθέντος ραββίνου Μέιρ Καχάνε, το οποίο απαγορεύτηκε στο Ισραήλ για τη ρατσιστική και βίαιη υποκίνηση μίσους. Για πολλούς παρατηρητές, ανάμεσά τους και ο «Guardian», «η άνευ προηγουμένου επιτυχία του σηματοδοτεί μια νέα, επικίνδυνη στροφή».

Ο πολιτικός που πανηγύρισε όταν ανακοινώθηκαν τα πρώτα exit polls το βράδυ της περασμένης Τρίτης, λέγοντας ότι «ήρθε η ώρα να γίνουμε ξανά οι ιδιοκτήτες αυτής της χώρας», και ο οποίος είχε για χρόνια στον τοίχο του σαλονιού του τη φωτογραφία ενός διαβόητου Εβραίου που έσφαξε 29 Παλαιστινίους το 1994 στη Δυτική Οχθη, σήμερα εποφθαλμιά νευραλγικά υπουργεία. Μεταξύ αυτών και το υπουργείο Εσωτερικών.

Συνεπώς όχι μόνο δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα η προοπτική μια συνολικής επίλυσης του Παλαιστινιακού αλλά η νέα κυβέρνηση αναμένεται να έχει και μια πιο επιθετική στάση έναντι των Παλαιστινίων. Πολύ δε περισσότερο καθώς ένα χαμηλής έντασης πλην όμως συνεχιζόμενο κύμα βίας μαίνεται τον τελευταίο χρόνο στη Δυτική Οχθη και στη Λωρίδα της Γάζας, με αποτέλεσμα δεκάδες άνθρωποι να σκοτώνονται σε εβδομαδιαία βάση.

Περισσότεροι από 125 Παλαιστίνιοι έχουν χάσει τη ζωή τους στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ ήδη εφέτος, με τα Ηνωμένα Εθνη να αναφέρουν ότι πρόκειται για την πιο θανατηφόρα χρονιά για τους Παλαιστινίους από το 2005. Η τάση βίας είναι αυξητική και για τους Ισραηλινούς, που καταγράφουν 25 απώλειες πολιτών και δύο μελών των δυνάμεων ασφαλείας από την αρχή του έτους.

ΡΙΖΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Μεταξύ άλλων, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να σηματοδοτήσει ριζική αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος και του κράτους δικαίου. Ο Μπεν-Γκβιρ έχει διαμηνύσει ότι επιδιώκει να φέρει νόμο με αναδρομική ισχύ που θα απαγορεύει τις έρευνες σε βάρος εν ενεργεία πρωθυπουργών, πρόταση με την οποία συμφωνούν και τα υπερορθόδοξα κόμματα.Φυσικά μια τέτοια εξέλιξη θα απαλλάξει τον υπόδικο Νετανιάχου από τις δικαστικές διώξεις, όμως κάτι τέτοιο καθιστά σοβαρή απειλή για το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας. «Αυτή η δικαστική επανάσταση θα μπορούσε να αλλάξει την ίδια τη φύση της ισραηλινής δημοκρατίας και να διαβρώσει τον κλασικό φιλελευθερισμό, τα κύρια κόμματα του οποίου κάποτε συμφωνούσαν ότι ήταν απαραίτητος για την υγεία της» επισημαίνει ανάλυση του Atlantic Council. Η αμερικανική δεξαμενή σκέψης καταλήγει, τονίζοντας με νόημα ότι μολονότι ο Νετανιάχου μπορεί να προσφέρει ευημερία στο Ισραήλ, «αυτό δεν υποκαθιστά τη διάβρωση των θεσμών που στήριξαν την ανθεκτικότητα και τη μακροζωία του εβραϊκού κράτους για σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια».

Η παλαιστινιακή αποξένωση και οι κίνδυνοι για τους ΛΟΑΤΚΙ

Το ηλεκτρονικό περιοδικό αναλύσεων GRID επισημαίνει ότι «σε αυτή τη νέα κυβέρνηση συνασπισμού, ο Νετανιάχου πιθανότατα θα βρίσκεται υπό πίεση να δείξει ακόμη περισσότερο σεβασμό στους ισραηλινούς εποίκους της παλαιστινιακής Δυτικής Οχθης και ίσως ακόμη και να προχωρήσει στην επίσημη προσάρτηση τμημάτων της Δυτικής Οχθης, μια ιδέα με την οποία έχει φλερτάρει στο παρελθόν».
Την ίδια ώρα, οι Συμφωνίες του Αβραάμ, επίτευγμα της προηγούμενης θητείας του Νετανιάχου, μπορεί να εξομάλυναν τις σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και ορισμένων αραβικών μοναρχιών, όμως βάθυναν το συναίσθημα της παλαιστινιακής αποξένωσης. Για τον έγκριτο αναλυτή Ισαάν Θαρούρ της «Washington Post», «έκαναν την ήδη αμυδρή προοπτική ενός βιώσιμου ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους να φαίνεται ακόμη πιο απομακρυσμένη». Οσο για τη συμμετοχή των υπερορθόδοξων Εβραίων στη μελλοντική κυβέρνηση; Εγείρει ανησυχίες και για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους του Ισραήλ αλλά και για τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπως της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Με δεδομένο μάλιστα ότι μένει εκτός Κνεσέτ το Μερέτζ, το μοναδικό κόμμα που στήριζε τους ΛΟΑΤΚΙ, εκφράζονται ήδη φόβοι για τις κατακτήσεις των τελευταίων ετών. Οι εμβληματικότερες είναι η κατάργηση της απαγόρευσης στους ομοφυλόφιλους να είναι αιμοδότες, η έγκριση παρένθετης μητέρας σε ζευγάρια ανδρών και οι μεταρρυθμίσεις για την αλλαγή φύλου.