Είναι απαραίτητο σήμερα να ξέρουμε πώς να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό, αν όχι στις προλήψεις, και να μην αποδίδουμε σε μία μόνο αιτία την απώλεια της ανωτερότητας των ΗΠΑ στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Στην πραγματικότητα, το περιβόητο τρομοκρατικό χτύπημα, έμπνευσης όπως όλα δείχνουν του φανατικού μουσουλμάνου Οσάμα μπιν Λάντεν, δεν είναι η causa causans της κρίσης που σημάδεψε την αυγή του 21ου αιώνα ­ όπως και η δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, αρχιτέκτονα της Αυστροουγγαρίας, δεν ήταν η causa causans που προκάλεσε τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1914 την κρίση που σημάδεψε την αυγή του 20ού αιώνα.


Σήμερα, αν εξαιρέσουμε τον νεφελώδη χαρακτήρα του «άλλου εχθρού», δεν υπάρχει στρατιωτική ισορροπία: ακόμη και χωρίς συμμάχους οι ΗΠΑ, αυτοδιορισμένος παγκόσμιος αστυφύλακας, έχουν τη στρατιωτική ικανότητα να «ορίζουν τον νόμο». Οι επιπτώσεις, τόσο άμεσες όσο και μακροχρόνιες, δεν είναι λιγότερο αβέβαιες.


Ο πειρασμός του πολέμου, το 2001 όπως και το 1914, αμφισβητεί την αρχή του Μοντένιου, που είχε αναμφίβολα διαβάσει Αισχύλο και Αριστοτέλη όταν έγραφε ότι «ένας ξένος πόλεμος είναι ένα κακό πολύ πιο απαλό από έναν εμφύλιο». Συνεπώς το να συμμετέχουμε σε έναν ξένο πόλεμο είναι «ένα κακό μέσο που χρησιμοποιείται για έναν καλό σκοπό». Σήμερα παρακολουθούμε την αναθεώρηση αυτού του αξιώματος: η βία ενός διεθνούς πολέμου είναι λιγότερο κακή από τη βία του τρόμου. Παρακολουθούμε την αρχή μιας συμμαχίας μεταξύ αυτών που ο Αρνολντ Τόινμπι αποκαλούσε «εσωτερικό και εξωτερικό προλεταριάτο» κατά μιας αυτοκρατορικής υπεροχής.


* Ο στόχος και το θύμα


Ως τη σύγχρονη εποχή οι πράξεις τρομοκρατίας σε ατομικό επίπεδο ήταν το όπλο των αδυνάτων και των φτωχών ενώ η κρατική και οικονομική τρομοκρατία ήταν το όπλο των ισχυρών. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ στόχου και θύματος. Η διάκριση αυτή είναι εμφανής στο μοιραίο χτύπημα στο World Trade Center: ο στόχος είναι το σύμβολο, μία από τις νευραλγικές καρδιές της οικονομικής δύναμης, το θύμα είναι το εργατικό δυναμικό. Η ίδια διάκριση δεν ισχύει για την επίθεση στο Πεντάγωνο, παρά τις «παράπλευρες» απώλειες σε ανθρώπινες ζωές για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Πενταγώνου. Εκεί φιλοξενείται η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.


Οι ΗΠΑ είναι από το 1947 ο κύριος χρήστης της «προληπτικής» κρατικής τρομοκρατίας η οποία ασκείται στον Τρίτο Κόσμο και, συνεπώς, αφήνοντας αδιάφορους τους υπόλοιπους. Εκτός από την ανατροπή κυβερνήσεων, διαδεδομένη πρακτική στα πλαίσια του ανταγωνισμού με τη Σοβιετική Ενωση στον Ψυχρό Πόλεμο, η Ουάσιγκτον κατέφυγε στις πολιτικές δολοφονίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα και σε αμφιλεγόμενους μαχητές της ελευθερίας ­ όπως ο Μπιν Λάντεν. Η Ουάσιγκτον βρίσκεται πίσω από τις δολοφονίες του Λουμούμπα και του Αλιέντε, χωρίς να ξεχνάμε τις απόπειρες δολοφονίας του Κάστρο, του Καντάφι και του Σαντάμ Χουσεΐν. Αυτές οι πράξεις επιδείνωσαν την πολιτική και οικονομική κατάσταση στη χώρα όπου πραγματοποιήθηκαν. Προέρχονται από το ίδιο οπλοστάσιο από το οποίο προέρχονται οι κυρώσεις, τα εμπάργκο, οι στρατιωτικές επεμβάσεις, οι αεροπορικές επιδρομές και οι απαγωγές που διαπράττονται πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.


Για ορισμένες από αυτές τις πράξεις οι ΗΠΑ είχαν εξασφαλίσει την ευλογία του ΟΗΕ και τη συνεργασία του ΝΑΤΟ. Αλλά την ίδια στιγμή η Ουάσιγκτον αρνιόταν να πληρώσει το μερίδιό της προς τον ΟΗΕ και έθετε βέτο σε όλες τις προσπάθειες για να περιοριστούν οι παραβιάσεις των διεθνών συμφωνιών από το Ισραήλ.


Οι ΗΠΑ δεν είναι, όπως ισχυρίζονται, η πιο όμορφη, πιο δημοκρατική και πιο ελεύθερη χώρα. Αλλά είναι αναμφίβολα η πιο ισχυρή αυτοκρατορία στην Ιστορία αν μετρήσουμε, εκτός από την οικονομική και στρατιωτική δύναμή της, την πολιτιστική και ιδεολογική επιρροή της.


Αυτή η αυτοκρατορική παγκόσμια κυριαρχία είναι πιο εντυπωσιακή επειδή ασκείται άμεσα και με τρόπο ανεπίσημο. Δεν είναι περίεργο που αυτή η απόλυτη κυριαρχία, χωρίς προηγούμενο ούτε ανταγωνισμό, τρέφει μια υπεροψία μεγαλύτερη του συνηθισμένου. Η απάντηση των ΗΠΑ στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο οι επιθέσεις και εξαιρετικά βίαιη, διότι το χτύπημα βιώνεται ως ένα χτύπημα στην υπερηφάνεια των ΗΠΑ.


* Η υπεροψία του πρώτου


Ενώ ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος σκύβει ενίοτε το κεφάλι μπροστά στην αμερικανική υπεροψία, το μεγαλύτερο μέρος του Τρίτου Κόσμου δεν τη δέχεται αλλά υφίσταται όλο το βάρος. Οι «κολασμένοι της Γης», που βρίσκονται κυρίως στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, αποτελούν ίσως αυτό που ο Νίτσε οραματιζόταν ως κοινωνικές τάξεις όλο και πιο πολυάριθμες, πιο φτωχές, που βράζουν λόγω της αδυναμίας τους αλλά και του φόβου ότι θα ηττηθούν αν προσπαθήσουν ακόμη μία φορά να σπάσουν τις αλυσίδες τους.


Αυτή η στέρηση ισχύος, σε συνδυασμό με την καταπιεσμένη οργή, συναντάται εκεί όπου οι τρομοκράτες βρίσκουν υποστήριξη ενώ η μονόπλευρη επέμβαση των ΗΠΑ στη σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων λειτουργεί ως καταλύτης.


Ο Ψυχρός Πόλεμος, που έφερε στο παρελθόν αντιμέτωπους την καπιταλιστική ελευθερία με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, είναι έτοιμος να αναβιώσει με τη μορφή μιας αναμέτρησης μεταξύ του απόλυτου Καλού και του απόλυτου Κακού. Με τον μανιχαϊσμό που επιδεικνύουν τα δύο στρατόπεδα, οι καιροί θα είναι άλλη μια φορά πολύ σκοτεινοί για τα σκεπτόμενα άτομα και, όπως πάντα, για τους «κολασμένους της Γης».


Ο κ. Αρνο Τζ. Μάγερ είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον των ΗΠΑ.