Ο Μπάιρον του Λαμπεντούζα
Ο σικελός συγγραφέας σκιαγραφεί τις αντιφάσεις και τη γοητεία του άγγλου ρομαντικού και φιλέλληνα σε ένα ζωηρό πορτρέτο που κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
«Ολα πρέπει να αλλάξουν για να παραμείνουν ίδια». Οταν γράφονταν αυτά τα λόγια, μία από τις διάσημες φράσεις της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Σικελός Τζουζέπε Τομάζι, δούκας της Πάλμα και πρίγκιπας της Λαμπεντούζα, ήταν περίπου 58 ετών. Στα 1954-1955 οργάνωνε οικογενειακές αναμνήσεις και αφηγήσεις σε μια μυθοπλασία που όταν εκδόθηκε το 1958, ενάμιση χρόνο μετά τον πρόωρό θάνατό του, τον ενέταξε στην ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμάτων. Γνωρίζουμε τον Λαμπεντούζα ως τον συγγραφέα ενός έργου, του περίφημου μυθιστορηματικού Γατόπαρδου. Η ενασχόλησή του όμως με τη λογοτεχνία, ως αναγνώστη και κριτικού, είχε ιστορία. Μελετητής της αγγλικής και της γαλλικής λογοτεχνίας, δημοσίευε το διάστημα 1926-1927 κριτικές γαλλικών έργων στο γενοβέζικο περιοδικό Le Opere e I Giorni. Ενας τόμος αναγνώσεων του Σταντάλ, μια εισαγωγή στη γαλλική λογοτεχνία του 16ου αιώνα και δυο τόμοι κριτικών κειμένων για την αγγλική λογοτεχνία, που εκδόθηκαν μετά θάνατον, είναι ο απολογισμός ενός συστηματικού και οξυδερκούς αναγνώστη. Μεταξύ αυτών και μια διάλεξη για τον Μπάιρον του 1954, που μεταφράστηκε σε αρκετές γλώσσες και κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά (Μπάιρον, μτφ. Δήμητρα Δότση, Αιώρα, 2020).
Ο μέσος έλληνας αναγνώστης ταυτίζει μυθοποιητικά τον Μπάιρον με τον φιλέλληνα λόρδο Βύρωνα που ξόδεψε την περιουσία του για τον Αγώνα και πέθανε το 1824 στο Μεσολόγγι. Για την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο ποιητής που ενσάρκωσε τη ρομαντική ιδέα, που επηρέασε καθοριστικά τους συγκαιρινούς του αφήνοντας πίσω το ερώτημα αν η μεγάλη φήμη του οφειλόταν περισσότερο στη ζωή του παρά στην ποίησή του, κι αν εν τέλει αυτή είναι σημαντικότερη από το έργο του.
Η ζωή και το έργο
Το ερώτημα απασχολεί και τον Λαμπεντούζα και το διερευνά μεθοδικά εξετάζοντας τη ζωή παράλληλα με το έργο του άγγλου ποιητή. Το γενεαλογικό αφήγημα του Μπάιρον από τον Λαμπεντούζα περιλαμβάνει ζωηρές ιστορίες με μεθυσμένους προγόνους, έναν κακότυχο θαλασσόλυκο παππού κι έναν τρελό πατέρα που παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη σκωτσέζα αριστοκράτισσα Κάθριν Γκόρντον, από οικογένεια με βαρύ ιστορικό βίας και εγκλημάτων. Θα ακολουθήσει τον θρυλικής ομορφιάς αλλά κουτσό Μπάιρον στο φτωχικό διαμέρισμα της παιδικής ηλικίας στο Αμπερντίν της Σκωτίας, όπου ζούσε μαζί με τη μητέρα του σε συνθήκες ανέχειας μετά την κατασπατάληση της περιουσίας τους από τον πατέρα του, τον παρακολουθεί ως τυχερό κληρονόμο ενός πλούσιου αριστοκράτη ευγενή, μαθητή στα καλύτερα σχολεία, δημοφιλή φοιτητή στο Κέιμπριτζ, δεινό αναβάτη και κολυμβητή, και νεαρό τζέντλεμαν με στρατιές ερωμένων που περνά τις μέρες του με άφθονο κρασί, γεύματα με φίλους, θέατρα και προκλητικές εμφανίσεις στη Βουλή των Λόρδων.
Με την οξυμμένη κοινωνική του αντίληψη, ο συγγραφέας του Γατόπαρδου τοποθετεί τον Μπάιρον στο μεταίχμιο μιας εποχής αλλαγών: η φεουδαρχική οικονομία καταρρέει, η θρησκευτική πίστη ατονεί, το γόητρο της μοναρχίας καταρρέει, η πολιτική ζωή στην Αγγλία βρίσκεται σε κρίση. Μέσα στη συνθήκη αυτή αναζητεί τις αιτίες που δημιούργησαν το φαινόμενο Μπάιρον. Μια πρώτη ερμηνεία είναι ψυχολογική, πίσω από την οποία βλέπουμε ίσως την επιρροή της συζύγου του Λαμπεντούζα, της αριστοκράτισσας Αλεξάνδρας Βολφ-Στόμερζεε, ψυχαναλύτριας από τη Ρίγα: Η μητέρα του Μπάιρον, γράφει ο Λαμπεντούζα, «ψυχικά διαταραγμένη λόγω κληρονομικότητας και δικαιολογημένα πικραμένη, τον διαπαιδαγωγούσε με τον χειρότερο τρόπο. Από τη μία τον λάτρευε για την ομορφιά και την ευφυΐα του, και από την άλλη τον χλεύαζε για την αναπηρία του, με αποτέλεσμα το αγόρι να αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κακομαθημένου παιδιού και ταυτόχρονα όλα εκείνα ενός κακοποιημένου παιδιού. Ενας αρκετά σπάνιος συνδυασμός εξαιτίας του οποίου άρχισε να ζυμώνεται μέσα του η έννοια της επανάστασης».
Η κριτική που τον άλλαξε
Αν η μητέρα του τον έκανε επαναστάτη, ένα άρθρο στο περιοδικό «Edinburgh Review» που καταδίκαζε με πικρόχολη εμπάθεια τις νεανικές του ποιητικές συλλογές (Φευγαλέοι στίχοι και Ωρες σχόλης) τον έκανε ποιητή. Η οργή του γι’ αυτή την κριτική παρακίνησε τον Μπάιρον να γράψει το σατιρικό Αγγλοι βάρδοι και σκωτσέζοι κριτικοί και να βρει «την πραγματική του φλέβα: ένα κράμα επαναστατικής βίας και κομψής χλεύης».
Το Grand Tour των ετών 1809-1811 θα εμπνεύσει το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, τον Γκιαούρ, τον Κουρσάρο, τον Λάρα, έμμετρες μυθιστορίες που αφηγούνται παράφορες και περίπλοκες ερωτικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην εξωτική Ανατολή με πρωταγωνιστή έναν περιπετειώδη άνδρα και δεινό εραστή, καταραμένο, ακόλαστο αλλά και γενναιόψυχο – τον βυρωνικό ήρωα. Ο Λαμπεντούζα ξεχωρίζει το Τσάιλντ Χάρολντ από τα έργα του Μπάιρον και βλέπει στον ήρωα «που κουβαλούσε μέσα του το σαράκι του μαρασμού» τον ίδιο τον Μπάιρον, παρότι δεν είχε ζήσει ακόμη τα δράματα που θα σημαδέψουν τη ζωή του: τη σχέση με την ετεροθαλή αδερφή του Αυγούστα, τον σύντομο γάμο του με τη δεκαοκτάχρονη Αναμπέλα, την παντοτινή του αναχώρηση από την Αγγλία, το ειδύλλιο με την κόμισσα Τερέζα Γκουιτσόλι στη Ραβένα και την εμπλοκή του στη μυστική επαναστατική εταιρεία των Καρμπονάρων, τη γνωριμία με τον Σέλεϊ και τον τραγικό του θάνατο και το τελικό ταξίδι στην Ελλάδα…
Πολύ γλαφυρά παρουσιάζει σε αυτή την ελκυστική αφήγηση τη γνωριμία με τον ατρόμητο, φιλήδονο, ανάλγητο Αλή Πασά που διαδραμάτισε ρόλο στην (αν)ηθική διαμόρφωση του Μπάιρον και τη συνάντηση με τον στρατευμένο αθεϊστή Σέλεϊ που, αντιθέτως, ξύπνησε στον Μπάιρον αναμνήσεις από τα πρώτα λησμονημένα θρησκευτικά αναγνώσματά του.
Ο Λαμπεντούζα κριτικός
Ως αποτιμητής του έργου του Μπάιρον ο Λαμπεντούζα διαθέτει αφενός κριτική αντίληψη μεγάλης ακριβείας. Προβλέπει σωστά ότι αυτό που θα μείνει από εκείνον είναι «μια ανθολογία τριακοσίων σελίδων, η οποία θα περιλαμβάνει ολόκληρο τον Δον Ζουάν, σχεδόν ολόκληρο το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ, περίπου είκοσι ποιήματα και μερικά αποσπάσματα από τον Λάρα, τον Κάιν και τον Γκιαούρ», στίχοι αποκαθαρμένοι από καθετί υπερβολικό, υπεροπτικό και παιδαριώδες, εφάμιλλοι των σπουδαίων συγχρόνων του. Αφετέρου, βλέπει καθαρά τον Μπάιρον μέσα στην εποχή του. Δεν εισήγαγε εκείνος τον εξωτισμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, υποστηρίζει ο Λαμπεντούζα και επιχειρηματολογεί με παραδείγματα από την αγγλική, τη γαλλική και την ιταλική λογοτεχνία, ωστόσο εκείνος άναψε φωτιές ανάγοντας τον εξωτισμό «σε έκφραση του αισθήματος της εξέγερσης, της ανησυχίας, της απέχθειας απέναντι στην οργανωμένη κοινωνία».
Για τον σικελό συγγραφέα η μεγάλη κληρονομιά του Μπάιρον είναι η σαρκαστική, καυστική φλέβα του Δον Ζουάν. «…Τώρα που η ποίηση εγκατέλειψε ένα από τα πιο ισχυρά της όπλα, είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι το 1954 αυτό που θα χρειαζόταν η κοινωνία μας θα ήταν ένας… Μπάιρον, ένας ποιητής δηλαδή που δεν θα ήταν σκλάβος του αναγνωστικού κοινού ή των εκδοτών, ένας ποιητής με είκοσι εκατομμύρια εισόδημα, που θα τολμούσε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», κάτι που και η κοινωνία τού 2020 θα χρειαζόταν.
{SYG}Giuseppe Tomasi di Lampedusa{SYG}{TIT}Μπάιρον{TIT}{EKD}Μετάφραση Δήμητρα Δότση.Εισαγωγή Θεοδώρα Πασαχίδου.Εκδόσεις Αιώρα, 2020,σελ. 128, τιμή 11 ευρ{EKD}ώ

