Ο μηχανισμός της δυστυχίας
Η «Σεροτονίνη», το νέο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ, αφηγείται την αποχαυνωμένη και επώδυνη κατάρρευση ενός ανθρώπου. Παράλληλα, το συγγραφικό πρόγραμμα του γάλλου λογοτέχνη για την αυτοκαταστροφή της Δύσης συνεχίζεται
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο Φλοράν-Κλοντ Λαμπρούστ θεωρεί το διπλό βαπτιστικό του όνομα αποτυχημένο. To βρίσκει κακόγουστο και αδερφίστικο και το σιχαίνεται. Αυτό, βέβαια, είναι το μικρότερο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Ακολουθεί ευθύς αμέσως το μεγαλύτερο. «Δεν μπορώ να το κρύψω από τον εαυτό μου: θα τελειώσω τη ζωή μου δυστυχισμένος, δύσθυμος και μόνος, και θα μου αξίζει». Ο πρωταγωνιστής της Σεροτονίνης, του νέου βιβλίου του Μισέλ Ουελμπέκ, εμφανίζει έναν συντριπτικό βαθμό επίγνωσης για τα πράγματα, όχι μόνο για όσα νιώθει ή δεν μπορεί πια να νιώσει, αλλά και για όσα τον περιβάλλουν. Το άτεγκτο βλέμμα του, είτε στρέφεται προς τα μέσα (στον εύθρυπτο ψυχισμό του) είτε προς τα έξω (στον ανάλγητο κοινωνικό κόσμο), χαρακτηρίζεται από την υψηλή ευκρίνεια της ματαιότητας. Πώς όμως έφτασε σε αυτό το σημείο; Να τελειώνουν όλα μες στη θλίψη και στην οδύνη; Ο 46χρονος ήρωας – ο αφηγητής του μυθιστορήματος, μια ακόμη διαθλασμένη εκδοχή του βραβευμένου γάλλου συγγραφέα – περιγράφει την αποχαυνωμένη και επώδυνη κατάρρευσή του ανατρέχοντας στο τραυματικό παρελθόν, στην ατυχή αλληλουχία των περιστάσεων που απέδειξαν την παντελή ανικανότητά του να συμβαδίσει με τον ίδιο του τον βίο, ερωτικό και επαγγελματικό.
Χρονικό κατάπτωσης
Επιλέγει ωστόσο να ξεκινήσει τούτο τον απολογισμό από την πιο πρόσφατη φαντασίωσή του, μια παθιασμένη περίπτυξη με την «αξέχαστη καστανόξανθη του Ελ Αλκιάν», εκείνη την πανέμορφη κοπέλα που τον αναστάτωσε σε κάποιο βενζινάδικο στην Αλμερία της Ισπανίας. Αλλά γιατί θυμάται κάτι που εν τέλει δεν συνέβη ποτέ; Δεν μπορεί να το ξεχάσει διότι η συγκεκριμένη ανάμνηση ενέχει κάτι σημαδιακό: την ύστατη εκδήλωση της επιθυμίας του, την τελευταία ένδειξη της παρουσίας της. Υστερα ήρθε το Captorix και προοδευτικά διασφάλισε την πλήρη απουσία της. Ο Φλοράν-Κλοντ Λαμπρούστ λαμβάνει, όπως σωστά υποθέτετε, φαρμακευτική αγωγή. «Είναι ένα μικρό λευκό χάπι, οβάλ, με μια εγκοπή στη μέση». Είναι ένα αντικαταθλιπτικό νέας γενιάς, εξαιρετικά δραστικό, το οποίο «βοηθά τους ανθρώπους να ζουν, ή τουλάχιστον να μην πεθαίνουν – για ένα ορισμένο διάστημα». Εχει όμως κι αυτό τις παρενέργειές του. «Ναυτίες, εξαφάνιση της λίμπιντο, σεξουαλική ανικανότητα». Επιδρά αφενός αυξάνοντας την έκκριση της σεροτονίνης και αφετέρου εμποδίζοντας την σύνθεση της τεστοστερόνης στον οργανισμό.
Υπό την επήρεια αυτού του σκευάσματος, λοιπόν, παρακολουθούμε το χρονικό μιας ατομικής κατάπτωσης που συντελείται παράλληλα με την προϊούσα συλλογική παρακμή, με ό,τι δηλαδή ο Μισέλ Ουελμπέκ έχει εσχάτως μετουσιώσει σε συγγραφικό πρόγραμμα, την αυτοκαταστροφή της Δύσης. Εδώ αφήνει κατά μέρος τη θρησκεία, με την οποία ασχολήθηκε στην Υποταγή, το προηγούμενο έργο του, και επικεντρώνεται, με εναργέστερη τη στόχευσή του, στις οικονομικές και υπαρξιακές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Πώς και γιατί πεθαίνει ένας πολιτισμός; «Χωρίς φασαρίες, χωρίς κινδύνους, ούτε δράματα και με πολύ λίγη αιματοχυσία, ένας πολιτισμός πεθαίνει απλώς από κόπωση, επειδή μπούχτισε με τον εαυτό του» αποφαίνεται ο κεντρικός χαρακτήρας. Παλαιότερα ο Φλοράν-Κλοντ Λαμπρούστ είχε, σε αδρές γραμμές, ένα οικολογικό ιδεώδες που το καταπάτησε κυνικά και μια αυθεντική αγάπη, την Καμίγ, που την πρόδωσε απερίσκεπτα. «Γνώρισα την ευτυχία, ξέρω τι είναι, μπορώ να μιλήσω για αυτή μετά λόγου γνώσης, και γνωρίζω και το τέλος της, αυτό που επέρχεται συνήθως».
Αυτά τα ζητήματα βασανίζουν τώρα το μυαλό του καθώς προσπαθεί να απεμπλακεί από μια «τοξική σχέση» που τον σκοτώνει. Κάποια μέρα ψαχουλεύει τον υπολογιστή της γιαπωνέζας συντρόφου του και ανακαλύπτει ορισμένα βίντεο (ομαδικό όργιο, κτηνοβασία) στα οποία συμμετείχε η νεαρή Γιούζου. Σκέφτεται προς στιγμήν να σκοτώσει την ιδιοτελή «σκρόφα», αλλά του έρχεται μια καλύτερη ιδέα για να την εκδικηθεί και εμπνευσμένος από ένα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης με τίτλο «Εκουσίως εξαφανισμένοι», αποφασίζει να σβήσει τα ίχνη του και συγχρόνως να εγκαταλείψει την αποπνικτική εργασία του στο υπουργείο Γεωργίας. Εκεί η βασική του δουλειά, ως ανώτερου γραφειοκράτη που είχε σπουδάσει γεωπόνος και είχε μάλιστα προσφέρει τις υπηρεσίες του στην αμφιλεγόμενη πολυεθνική εταιρεία Monsanto, ήταν να συντάσσει εκθέσεις και υπομνήματα για τους εθνικούς διαπραγματευτές στα ευρωπαϊκά κλιμάκια των Βρυξελλών. Κατάλαβε ωστόσο γρήγορα ότι ο σκοπός ήταν διάτρητος, ότι η προστασία και η προώθηση των προϊόντων της γαλλικής υπαίθρου είναι μια χαμένη υπόθεση, ότι οι συμπατριώτες του οι παραγωγοί δεν έχουν καμία προοπτική, ότι είναι ήδη «νεκροί» αλλά δεν το ξέρουν. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε αποδειχθεί κι εκείνη μια σκατοκαριόλα, μ’ αυτή την ιστορία με τις ποσοστώσεις γάλακτος» υπογραμμίζει ο ήρωας, απηχώντας κραυγαλέα τις διακηρυγμένες απόψεις του Μισέλ Ουελμπέκ.
Στη συνέχεια ο Φλοράν-Κλοντ Λαμπρούστ, ένας άνθρωπος ο οποίος «πεθαίνει από λύπη» σύμφωνα με την αφοπλιστική διάγνωση του ευσυνείδητου δόκτορος Αζότ, αναζητεί το μοναδικό ξενοδοχείο για καπνίζοντες στο Παρίσι, το βρίσκει και εγκαθίσταται εκεί με την ελπίδα ότι δεν υπάρχει τίποτα μονιμότερο από το προσωρινό. Βολοδέρνει μίζερα στους δρόμους της πόλης, φιλοδοξώντας να ξοδέψει ό,τι έχει απομείνει από την αξιόλογη κληρονομιά των γονέων του, οι οποίοι είχαν αυτοκτονήσει μαζί στην τεσσαρακοστή επέτειο του γάμου τους: η επιτομή της ανόθευτης, της συμπαγούς, της τέλειας συντροφικότητας, αυτού δηλαδή που δεν πρόκειται να απολαύσει ποτέ ο γιος, του οποίου η κοινότοπη αλλά τόσο τραγική κατάληξη, όσο κι αν επιβραδύνεται, είναι προδιαγεγραμμένη: να τον αλέσει κι αυτόν ο ακατάλυτος μηχανισμός της ανθρώπινης δυστυχίας, ο οποίος συνιστά τον πυρήνα του βιβλίου.
Η δυστοπία της υπαίθρου
Πάντως οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες αυτού του μυθιστορήματος (που δεν πρόκειται να απογοητεύσει τους αφοσιωμένους αναγνώστες του Μισέλ Ουελμπέκ) είναι (πέραν ασφαλώς των διάσπαρτων, πλην αυθεντικών, στοχαστικών εκλάμψεων του γάλλου συγγραφέα) αυτές που διαδραματίζονται έξω από τον αστικό ιστό, στην επαρχία, και συγκεκριμένα στη Νορμανδία. Ο ήρωας, τις παραμονές κάποιας Πρωτοχρονιάς στο κοντινό μέλλον, παρακινούμενος από την ντροπή της απόλυτης μοναξιάς, επισκέπτεται ύστερα από αρκετά χρόνια τον μοναδικό του φίλο, ελλείψει άλλου προφανώς, τον Εμερίκ, που υπήρξε συμφοιτητής του. Αυτός ο ξεπεσμένος αριστοκράτης και κτηνοτρόφος πάλεψε για να υλοποιήσει το βουκολικό του όνειρο, βασιζόμενος σε μια εύλογη και ποιοτική παραγωγή. Και το αντάλλαγμα; Η απελπισμένη παράνοια. Η συγκρουσιακή σκηνή, κατά την οποία πρώτα πυροβολεί προς τα ΜΑΤ και ύστερα αυτοκτονεί πάνω στην καρότσα ενός Νισάν, είναι ανατριχιαστική. Και αυτή ακριβώς εξώθησε τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης να συνδέσουν τη Σεροτονίνη με τα «κίτρινα γιλέκα», μολονότι το βιβλίο εκδόθηκε μετά το ξέσπασμα των κινητοποιήσεών τους. Αναμενόμενο, αν και όχι τόσο άστοχο, στην περίπτωση του Μισέλ Ουελμπέκ, που είναι μάστορας στη δυστοπική επιτάχυνση της πραγματικότητας. Στην άλλη «κρίσιμη» σκηνή της αφήγησης, όπου ο Φλοράν-Κλοντ Λαμπρούστ σημαδεύει με ένα Μάνλιχερ HS50 το αγοράκι της Καμίγ, πιστεύοντας πως, αν το καθαρίσει, η άλλη θα επιστρέψει στην αγκαλιά του, είναι δυστυχώς μάλλον απερίγραπτη, μια απίθανη κακοφωνία, η οποία όμως δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη δεδομένη αξία του εγχειρήματος.

