Ο Μαρξ πριν από τον κομμουνισμό
Μια μνημειώδης αναθεωρητική βιογραφία του γερμανού φιλοσόφου τον αποσπά από τα εικονίσματα των κομματικών ιερατείων του 20ού αιώνα και τον επανατοποθετεί στη φυσική του εποχή
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Είναι ο Καρλ Μαρξ διανοητικά και πολιτικά σύγχρονός μας; Αν δώσει κανείς πίστη στο δόγμα των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων και σε πολλούς σύγχρονους μελετητές του, ναι. Σύμφωνα με τη μείζονα βιογραφία του βρετανού καθηγητή Ιστορίας των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο Κουίν Μέρι του Λονδίνου Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς, όχι. Στο Καρλ Μαρξ. Μεγαλείο και ψευδαισθήσεις θέτει ως στόχο του να τοποθετήσει και πάλι τον Μαρξ «στο περιβάλλον του 19ου αιώνα, στο οποίο αυτός ανήκε, τότε που δεν είχε ακόμη στηθεί το μετά θάνατον εποικοδόμημα απόψεων γύρω από την προσωπικότητα και τα επιτεύγματά του». Αποτέλεσμα της ακάματης εργασίας του Φρίντριχ Ενγκελς αρχικά, και της ηγεσίας του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη συνέχεια, η πίστη στην «επιστημονική», υποτίθεται, απόδειξη της βέβαιης επικείμενης κατάρρευσης του καπιταλισμού, απέληξε σε μια αυξανόμενη απόσταση της εικόνας από την πραγματικότητα. Ο Μαρξ που αποθεωνόταν «από τη δεκαετία του 1890 και εντεύθεν ήταν ο θεωρητικός της οικουμενικότητας του καπιταλισμού και της αναπόφευκτης πτώσης του παγκοσμίως». Ωστόσο, αυτός ο «βλοσυρός γενειοφόρος πατριάρχης και νομοθέτης, ένας στοχαστής που ευθυγραμμιζόταν με ανελέητη συνέπεια με ένα επιτακτικό όραμα του μέλλοντος», είχε ήδη αποκτήσει σημαντικές διαφορές από τον ίδιο τον Μαρξ: «Στο ποιος ήταν, πώς συμπεριφερόταν, τι πίστευε, τι τον απασχολούσε – και στους τρόπους με τον οποίο τον αναπαριστούσαν οι θιασώτες του στο πλαίσιο του πολιτικού λόγου».
Για να ανατρέψει την παραπάνω εικόνα ο Στέντμαν Τζόουνς, παρακολουθεί στενά τόσο τον πολιτικό όσο και τον προσωπικό βίο του Καρλ Μαρξ. Ο πρώτος κατά κανόνα υπερίσχυε του δεύτερου. Εξόριστος από την ηλικία των 27 από το συντηρητικό βασίλειο της Πρωσίας εξαιτίας των ριζοσπαστικών του απόψεων, έφτασε στις Βρυξέλλες το 1845, όπου «πρώτο του μέλημα δεν ήταν να μεριμνήσει για την τακτοποίηση της οικογένειάς του […] προείχε η πιο συναρπαστική προοπτική να προσηλυτιστεί ένας ποιητής στον σκοπό της επανάστασης». Επαφές, συζητήσεις, προπαγανδιστικά κείμενα, συναντήσεις, ψηφίσματα, διαγγέλματα, πολεμικές διατρέχουν το βιβλίο. Μια χρόνια διαμάχη με τον Ζοζέφ Προυντόν, οι όψιμες συγκρούσεις με τον Μιχαήλ Μπακούνιν στα χρόνια της Διεθνούς και πλήθος άλλων μικρότερων ενδιάμεσα τεκμηριώνουν τη διαχρονική διάθεση του Μαρξ να ασκεί ηγεμονική επιρροή στον χώρο. Χαρακτηριστικότερος ίσως όλων είναι ο χειρισμός στον οποίο προέβη ο Φρίντριχ Ενγκελς για να διασφαλίσει ότι το κείμενο αρχών του «Κομμουνιστικού Συνασπισμού», η συγγραφή του οποίου είχε ανατεθεί αρχικά στον συνεργάτη τους Μόζες Χες, θα γραφόταν από άλλους: «Αυστηρά μεταξύ μας», έγραφε στον Μαρξ στις 25-26 Οκτωβρίου 1847, «έστησα ένα διαβολικό κόλπο εις βάρος του Μόζι. Είχε περάσει μια υπέροχα βελτιωμένη ομολογία πίστης. Την περασμένη Παρασκευή […] την περιέλαβα, ένα-ένα όλα τα σημεία […], τους έπεισα να μου εμπιστευθούν το έργο της σύνταξης ενός νέου κειμένου που θα συζητηθεί την επόμενη Παρασκευή». Το κείμενο αυτό επρόκειτο να γραφεί από τον Μαρξ, θα παραδιδόταν τελικά τον Ιανουάριο του 1848 και θα έφερε τον τίτλο Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Ο μεταβαλλόμενος Μαρξ
Tο Κομμουνιστικό Μανιφέστο υπήρξε δίκαια το πιο αξιομνημόνευτο κείμενο του Μαρξ, γράφει ο Στέντμαν Τζόουνς. Σκιαγράφησε «τον ατέρμονα νεοσχηματιζόμενο, αδιάκοπα ανήσυχο και εκκρεμή χαρακτήρα του καπιταλισμού. Υπογράμμισε την εγγενή τάση του να εφευρίσκει νέες ανάγκες καθώς και τα μέσα ικανοποίησής τους, να ανατρέπει όλες τις παραδεδεγμένες πολιτισμικές πρακτικές και επιθυμίες, να αψηφά κάθε όριο, είτε ιερό είτε κοσμικό, να αποσταθεροποιεί κάθε καθαγιασμένη ιεραρχία, είτε του κυβερνώντος και του κυβερνώμενου, είτε του άνδρα και της γυναίκας, είτε του γονέα και του παιδιού, να μετατρέπει τα πάντα σε αντικείμενο προς πώληση». Η καθιέρωση ωστόσο του Μανιφέστου, μαζί με περιορισμένο αριθμό άλλων επιλεγμένων κειμένων, ως πυρήνα της μαρξιστικής ορθοδοξίας στον 20ό αιώνα συσκότισε τις μεταβαλλόμενες αντιλήψεις του Μαρξ για την επαναστατική αλλαγή. Ηδη στα χρόνια του Κεφαλαίου, τη δεκαετία του 1860, δεν περίμενε ένα γεγονός «με χαρακτήρα Αποκάλυψης, μιας επαναστατικής Ημέρας της Κρίσης, […] ως αποτέλεσμα μιας επανάστασης με χαρακτηριστικά θεατρικού έργου – η πτώση της Βαστίλλης, η έφοδος στα Χειμερινά Ανάκτορα». Παραδείγματα συνεταιριστικών εργοστασίων τον έκαναν να σκέφτεται ότι ήταν πιθανή μια «πολιτική κύρωση των αλλαγών που συνέβαιναν» και, άρα, μια λιγότερο βίαιη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό, όπως η προηγούμενη από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, ιδιαίτερα στην Αγγλία. Τη δεκαετία του 1870 εναπόθετε τις ελπίδες του σε έναν πόλεμο κάποιου από τα μείζονα ευρωπαϊκά κράτη με τη Ρωσία και στην εσωτερική του αποσταθεροποίηση προκειμένου να υπάρξει μια ώθηση προς τα αριστερά: «γενικά οι συνθήκες στην Ευρώπη ευνοούν όλο και περισσότερο έναν γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο» έγραφε τον Αύγουστο του 1874. Και προς το τέλος της ζωής του έβλεπε τις «πρωτόγονες κοινοτικές δομές» και την τσαρική Ρωσία ως δυνητικό χώρο εξέγερσης, ίσως και προάγγελο μιας προλεταριακής επανάστασης στη Δύση. Αυτός ο Μαρξ που διαρκώς αναθεωρούσε, ορθά ή μη, βασικές του θέσεις δεν πέρασε το κατώφλι των κομματικών ιερατείων του 20ού αιώνα.
Ιδιαίτερος χαρακτήρας
Ο Τζόουνς υπογραμμίζει ότι η κριτική του καπιταλισμού που ανέπτυξε στο Κεφάλαιο του 1867 και η συμμετοχή του στη Διεθνή Ενωση Εργατών υπήρξαν οι σημαντικότερες δραστηριότητες του βίου του. Πολιτικά, αυτή ήταν και η πιο επιτυχημένη φάση του, μια και επί τρεις δεκαετίες ηγεμόνευε σε έναν ελάχιστο κύκλο οπαδών των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών ιδεωδών. Παρά την πρωτοτυπία του στοχασμού του, ο Μαρξ παρουσιαζόταν ως ένας ιδιόρρυθμος, οξύθυμος και κατά κάποιους αποδιοργανωτικός χαρακτήρας. Αλλοτε φιλικός και προσηνής, άλλοτε καχύποπτος και προσβλητικός, συνήθως με πολιτικά κριτήρια, απαιτούσε προσεκτικούς χειρισμούς – διαφορετικά μπορούσε να γίνει υβριστικός χωρίς να φείδεται ακόμη και ρατσιστικών χαρακτηρισμών: «νέγρικη» χαρακτήριζε την κατά τον ίδιο «φορτική συμπεριφορά» του Φερντινάντ Λασάλ, ιδρυτή του πρώτου γερμανικού σοσιαλιστικού κόμματος, σε μια επίσκεψή του. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Τζόουνς, αν και αδηφάγος αναγνώστης και επίμονος παρατηρητής των εξελίξεων, ενίοτε έβλεπε το παρόν με παρελθοντικό πρίσμα: αναζητούσε πεισματικά στο 1848, για παράδειγμα, τις φάσεις της Γαλλικής Επανάστασης, κυρίως το ιακωβινικό 1793. Και έγινε τελικά πανευρωπαϊκά γνωστός ως απόστολος της βίας όταν υπερασπίστηκε δημόσια την Κομμούνα του Παρισιού, την αυτόνομη επαναστατική κυβέρνηση που κατέλαβε την εξουσία το 1871, μετά την εσπευσμένη αποχώρηση της κανονικής εν όψει των γερμανικών στρατευμάτων που προήλαυναν προς την πρωτεύουσα στη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου. Αντί ενός ριζοσπάστη διανοουμένου, πολλοί στο Λονδίνο αναζητούσαν να δουν «το ΤΕΡΑΣ», όπως έγραφε χαριτολογώντας.
Ο πολυκύμαντος βίος
Η προσωπική ζωή του Μαρξ υπήρξε πολυκύμαντη. Αν θεωρήσει κανείς την πατρική αποδοκιμασία των φοιτητικών του χρόνων στο Βερολίνο («μπαγιάτικη βαθυστόχαστη πόζα υπό το φως της μελαγχολικής λάμπας, ξεσάλωμα με τη ρόμπα του λογίου και ατημέλητο μαλλί») ως υπερβολική ανησυχία μήπως αντί της νομικής και της φιλοσοφίας ο 18χρονος παρασυρθεί από την ποίηση, παραμένουν η εξορία, τα οικονομικά προβλήματα, η εύθραυστη υγεία. Περιπλανώμενος στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, αρεσκόταν να παρουσιάζεται ως «εύπορος μεσοαστός» ζώντας σε οικίες που δεν δικαιολογούσαν τα πενιχρά του εισοδήματα. Αγορές ρούχων και επίπλων εξαντλούσαν έναν προϋπολογισμό στηριγμένο κατά βάση σε κάποιες κληρονομιές, στη δημοσιογραφική του εργασία και όλο και περισσότερο στην οικονομική στήριξη του Ενγκελς. Υπέφερε από ζητήματα με το συκώτι του, ψυχοσωματικές παθήσεις, αργότερα χρόνια βρογχίτιδα. Δεν έλειπαν οι οικογενειακές τραγωδίες: τρία από τα παιδιά του με τη Γένι φον Βεστφάλεν, εφηβικό του έρωτα, με την οποία είχαν παντρευτεί το 1843, όταν εκείνος ήταν 25 και εκείνη 29, πέθαναν όσο ζούσαν στο Λονδίνο. Ο θάνατος της κόρης του Γένι Κάρολιν από καρκίνο στα 39 της χρόνια, τον Ιανουάριο του 1883, έδωσε το τελικό χτύπημα και στον ίδιο: δύο μήνες αργότερα θα πέθαινε και ο ίδιος σε ηλικία 65 ετών. Λεπτομερής, διεισδυτική και πειστική η βιογραφία του Γκάρεθ Στέντμαν Τζόουνς, επιτυγχάνει να επανεγγράψει τον πρωταγωνιστή της στην εποχή του κάνοντάς τον να μοιάζει στερεότερος ως προσωπικότητα και δικαιώνοντας την καταληκτική πρόταση του έργου: «Ο Μαρξ που κατασκευάστηκε τον εικοστό αιώνα έμοιαζε μόνο παρεμπιπτόντως με τον Μαρξ που έζησε τον δέκατο ένατο».

