Ο μαγικός ρεαλισμός συναντά τον ποιητικό πνευματισμό
«Spoon River Quartet» στο θέατρο Σταθμός
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
φαύλος κύκλος διάψευση – ενοχή – εξομολόγηση – απενοχοποίηση – συνδέσμευση υλοποιείται με παιγνιώδη τρόπο στη σκηνή του θεάτρου Σταθμός με αφορμή μια ποιητική σύνθεση που φιλοτεχνήθηκε το 1915 από τον Edgar Lee Masters μελετώντας τα επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Αλλά και ο Λουκιανός είναι διακριτικά υποφώσκων σε αυτό το απολύτως ρηξικέλευθο και επιτυχημένο λογοτεχνικό και θεατρικό εγχείρημα αφού η ιδέα των συνομιλούντων νεκρών προέρχεται από το έργο του «Νεκρικοί διάλογοι», όπως παρατηρεί στο εύστοχο σημείωμά του ο Κωνσταντίνος Ζήκας που συνυπογράφει με τη Δήμητρα Κονδυλάκη αυτή την απολύτως λειτουργική μετάφραση-διασκευή. Η δραματουργική επεξεργασία είκοσι επτά από τα διακόσια σαράντα έξι ποιήματα της συλλογής «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» («Spoon River Anthology») οδηγεί σε ένα ευπροσήγορο σκηνικό δρώμενο με τη συνοδεία μουσικής που συμπληρώνει, συνοδεύει ή υπονομεύει αντιστικτικά την αφηγηματική «παντογνωσία» των πνευμάτων που καταλαμβάνουν τους ηθοποιούς και συνδεσμεύουν τους θεατές σε μία εκ των άνω θέαση της ανθρώπινης κατάστασης. Η θεατρική σύμβαση πολλαπλών ειδώλων σε παράλληλους καθρέφτες παραπέμπει όχι μόνο στο μιούζικ χολ αλλά και στο λούνα-παρκ και στο τσίρκο. Πρόκειται για ένα «δωμάτιο με καθρέφτες» που απογειώνουν τη φαντασία καταργώντας κάθε όριο μεταξύ πραγματικού και ιδεατού. Αυτό το παιχνίδι ταιριάζει απόλυτα με την όψιμη νεωτερικότητα που επηρεάζει ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα την επινόηση και συγγραφή αυτή της πρωτοποριακής ανθολογίας-συρραφής παράλληλων αλλά και τεμνόμενων μονολόγων που σκιαγραφούν την αδιέξοδη ζωή σε μια μικρή πόλη, πραγματική κι όχι φανταστική όπως στη «Μικρή μας πόλη», το τρίπρακτο θεατρικό έργο του Θόρντον Ουάιλντερ που γράφτηκε το 1938. Είχε προηγηθεί ο τολμηρός Λουίτζι Πιραντέλο με το «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» το 1921. Και στα δύο αυτά θεατρικά έργα προβάλλεται για πρώτη φορά στη σύγχρονη δραματουργία του εικοστού αιώνα το τέχνασμα ότι ένα νεκρό ή ζωντανό πρόσωπο αναζητεί τον εξομολόγο του, ακριβώς όπως ο Αμλετ λίγο πριν πάει να συναντήσει τον νεκρό πατέρα του αναθέτει στον πιστό του φίλο να διασώσει την αληθινή ιστορία του. Ομως εδώ δεν πρόκειται για πνευματική διαθήκη, αλλά για νεκρανάσταση, για επιστροφή από τον Κάτω Κόσμο των Σκιών προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη και μια αίσθηση δικαίου που βαραίνει τα πρόσωπα που δεν μπόρεσαν να δράσουν όπως ήθελαν και να πουν την αλήθεια τους όσο ζούσαν. Περνούν λοιπόν από την αποθάρρυνση στην απογοήτευση κι από εκεί στη διάψευση που θα τους δηλητηριάσει και θα τους οδηγήσει στην άλλη πλευρά. Το μεταφυσικό στοιχείο είναι φανερό, ακριβώς όπως στη σκηνή όπου το σαιξπηρικό φάντασμα του δηλητηριασμένου βασιλιά παρουσιάζεται στον έκθαμβο γιο του προκειμένου να του αποκαλύψει την αλήθεια για τη δολοφονία του από τον άτιμο, δόλιο και ύπουλο αδελφό του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση κάθε τι ερεβώδες έχει δώσει τη θέση του στο παίγνιο, στην άποψη του Ηρακλείτου για το τυχαίο, που είναι συνάμα και τραγικό και κωμικό.
Στη συγκεκριμένη παράσταση πέντε ηθοποιοί (τέσσερις επί σκηνής, δύο άντρες, δύο γυναίκες και ένας ως voice over) υποδύονται εναλλάξ είκοσι επτά δραματικά πρόσωπα, που, αφού βρήκαν συγγραφέα, βρήκαν και μουσικό, σκηνοθέτη, χορογράφο, σκηνογράφο, ενδυματολόγο και κοινό προκειμένου να μοιραστούν τα εσώψυχά τους μαζί μας κι έτσι να επιτύχουν ίσως την εσωτερική τους λύτρωση και να αναπαυθούν επιτέλους στη γαλήνη του άχρονου.
Η ανθρώπινη συνθήκη εκμεταλλεύεται τη θεατρική συνθήκη και οι δύο μαζί δημιουργούν ένα κλίμα διόλου νοσηρό, αλλά «μεσοπολεμικό», όπου η χαρά της ζωής ξεχειλίζει από όλους τους πόρους, μέσα από όλες τις λέξεις και τις σιωπές.
Η πρώτη σκηνική μεταφορά της «Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ» έγινε το 1963 στο Μπροντγουέι σαν μιούζικαλ και ακολούθησαν πολλές άλλες αργότερα, όλες όμως με στοιχεία μουσικού θεάτρου. Επομένως, «ανακαλύφθηκε» αυτό το αφηγηματικό ποιητικό κείμενο σε ελεύθερο στίχο είκοσι οκτώ χρόνια μετά την επιτυχημένη παραμυθική «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ και σαράντα δύο χρόνια μετά το αριστούργημα του Πιραντέλο.
Η ανοιχτή φόρμα του πρωτοτύπου, όπως επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Ζήκας, επιτρέπει ακόμα πολυάριθμες άλλες σταχυολογήσεις, ανθολογήσεις, δραματοποιήσεις και μελοποιήσεις.
Η Δήμητρα Κονδυλάκη μιλάει για «ποιητική γλώσσα του έργου» και εξηγεί πώς προστέθηκε ο ρόλος του Κομπέρ σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα πρόσωπα που παραληρούν αλλά και αποστασιοποιούνται από τα πάθη των δραματικών πνευμάτων που καλούνται να ενσαρκώσουν. Επαχθές καθήκον που απαλύνεται όμως χάρη στα γυαλιστερά κοστούμια, στον χορό και στη μουσική, μα πάνω απ’ όλα χάρη σε μια παντομιμική και μιμική που θυμίζει καμπαρέ, τσίρκο, μπουλούκια και πλανόδιους θεατρίνους της Commedia dell’ Arte. Αυτή η μετωπική σχέση με το κοινό χαρίζει την πολυπόθητη συναισθηματική εκτόνωση και τη διασκέδαση που τείνει σε ψυχαγωγία.
Διαχρονική συνέχεια των τεχνιτών του Διονύσου αλλά και των δραματικών ποιητών που εμπνέονται ο ένας από τον άλλον και βυθίζουν την πέννα τους στην ίδια ζωοδόχο πηγή.
Ηταν όλοι τους θεσπέσιοι χωρίς να ξεχωρίζει κανείς, κι αυτό πιστώνεται τόσο στη Δήμητρα Κονδυλάκη που υπογράφει και τη σκηνοθεσία όσο και σε όλους τους συντελεστές της παράστασης, αλλά κυρίως στους δεξιοτέχνες ηθοποιούς που μας κατέπληξαν και με τις φωνητικές και με τις χορευτικές τους επιδόσεις (οι τέσσερις από αυτούς, όπως τους κίνησε η Ειρήνη Αλεξίου σε μουσική Τηλέμαχου Μούσα). Τους αναφέρω σε αλφαβητική σειρά: Γιώργος Γιαννακάκος, Αντώνης Γκρίτσης (voice over), Δαυίδ Μαλτέζε, Κατερίνα Μαούτσου, Δέσποινα Σαραφείδου. Απολύτως ταιριαστά στην παραισθητική στιλπνότητα και τα σκηνικά της Λουκίας Μάρθα και τα κοστούμια της Theodora Loukas. Την οπτικοακουστική ευωχία συμπλήρωναν οι φωτισμοί που σχεδίασε ο Παναγιώτης Μανούσης και το video που φιλοτέχνησαν ο Φίλιππος Αγγελάκης και η Αγάπη Μυρσοδέλη.
Ο δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
είναι επισκέπτης καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ και ποιητής,

