Οποιος είχε το κουράγιο αλλά και την επιμέλεια να διαβάσει τις 104 σελίδες του εξωδικαστικού συμβιβασμού της Novartis Hellas με τις αμερικανικές αρχές δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα: ότι η σημερινή αντιπολίτευση και οι εμπλεκόμενοι έλληνες δικαστικοί έχουν μια ιδιότυπη και ίσως εμμονική θεώρηση των πραγμάτων.

Κατά συνέπεια ερμηνεύουν ακόμη και τα πιο προφανή στοιχεία μέσα από αυτή τη στρεβλή αντίληψη ώστε να επιβεβαιώσουν το σημείο εκκίνησής τους. Η ερμηνεία τους προέχει της πραγματικότητας.

Εως ένα σημείο είναι κατανοητό. Επένδυσαν πολιτικά στην υπόθεση και μπορεί η επένδυση να μην απέδωσε αλλά τώρα αγωνίζονται να αποφύγουν τον λογαριασμό της αποτυχίας τους.

Και ελαφρώς αρρωστημένο – όπως ήταν από την αρχή μια αδιανόητη και αχρείαστη επιχείρηση σπίλωσης των πολιτικών αντιπάλων τους…

«Απόφαση-βόμβα από τις ΗΠΑ. Η Novartis επηρέαζε έλληνες αξιωματούχους για να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της» διαλαλούσε η «Αυγή», ενώ για «Απόφαση-κόλαφο (που) ισοπεδώνει τη θεωρία περί σκευωρίας» μιλούσε ο ΣΥΡΙΖΑ (25/5).

Η ουσία της υπόθεσης όμως δεν είναι αν υπήρχε ή δεν υπήρχε φαρμακευτικό σκάνδαλο, αδιαφανείς πρακτικές ή πολιτική αθέμιτης εμπορικής επιρροής από την πλευρά της εταιρείας. Αυτά δηλαδή στα οποία αναφέρεται ρητά ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Αλλά αν στην υπόθεση εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα – δέκα συγκεκριμένοι πολιτικοί στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Υπάρχει τέτοια διασύνδεση; Σύμφωνα με ανακοίνωση της ίδιας της εταιρείας δεν υπάρχει εμπλοκή πολιτικών προσώπων κι αυτό (εκτός των άλλων) αποδείχθηκε από τον εσωτερικό έλεγχό της.

Μεταξύ μας, αναμενόμενο. Κανείς δεν φαντάζεται τον Σαμαρά, τον Πικραμμένο ή τον Στουρνάρα να συνταγογραφούν φάρμακα Novartis. Ούτε καν ο Πολάκης δεν θα το υποψιαζόταν!

Αλλά ούτε η αμερικανική πλευρά ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο.

Αντιθέτως, στο παράρτημα των «Γενικών Παραδοχών» (23 σελίδες) που επισυνάπτεται στον συμβιβασμό ο επικεφαλής του τμήματος διαφθοράς του υπουργείου Δικαιοσύνης Robert A. Zink και ο περιφερειακός εισαγγελέας του Νιου Τζέρσεϊ Craig Carpenito παρέχουν πρόσθετες διευκρινίσεις ώστε να μην μπερδευτεί η «Αυγή» και καταλάβει λάθος τι εννοούν.

Στη σελίδα 3, σημείο 5, του παραρτήματος δηλώνουν ότι μιλούν για «νοσοκομεία και κλινικές που ανήκουν στο κράτος και ελέγχονται από το κράτος» και ως «ξένοι αξιωματούχοι» αναφέρονται «άτομα που απασχολούνται σε αυτά τα νοσοκομεία και κλινικές».

Στην ίδια σελίδα, σημείο 7, διευκρινίζουν ότι ένας μάρτυρας που χαρακτηρίζεται «ξένος αξιωματούχος» είναι απλώς «πάροχος υπηρεσιών υγείας και υπάλληλος σε κρατικό νοσοκομείο».

Οι διευκρινίσεις θα ήταν μάλιστα περιττές αν κάποιος διάβαζε προσεκτικά το κείμενο του συμβιβασμού (21 σελίδες) και το «Statement of Facts» (12 σελίδες) που επισυνάπτεται στον συμβιβασμό.

Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες νομικές γνώσεις για να καταλάβει κανείς πως το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης και ο περιφερειακός εισαγγελέας ουδόλως ασχολούνται με κυβερνήσεις και υπουργούς.

Οι πρακτικές της εταιρείας τους ενδιαφέρουν. Αυτές ελέγχουν και σε αυτές αναφέρεται ο εξωδικαστικός συμβιβασμός.

Ακόμη και σε ένα σημείο που μιλούν για προσπάθεια της εταιρείας «να επηρεάσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης» δεν λένε λέξη ούτε πώς εκδηλώθηκε αυτή η προσπάθεια ούτε από ποιους και προς ποιους ούτε αν πέτυχε ή απέτυχε.

Με άλλα λόγια, η αμερικανική Δικαιοσύνη χειρίστηκε την υπόθεση στην πραγματική και αδιαμφισβήτητη διάστασή της χωρίς να καταλήξει ή να οδηγηθεί σε αμφισβητούμενα συμπεράσματα, προεκτάσεις ή υποθέσεις.

Από αυτή την άποψη αποτελεί υπόδειγμα για τον τρόπο που η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Novartis θα έπρεπε να έχει διεξαχθεί και στην Ελλάδα.

Αν φυσικά δεν είχε επωμισθεί μια πολιτική ατζέντα τόσο κακότεχνη και τόσο προφανή.

Σύγκριση

Πριν από την υγειονομική κρίση, η MRB έδινε προβάδισμα 13 μονάδων στη ΝΔ. Είχε 33% και ο ΣΥΡΙΖΑ 20% (20.1.2020).

Εξι μήνες αργότερα, η ίδια εταιρεία δίνει προβάδισμα 18,1 μονάδες στη ΝΔ. Με τη ΝΔ στο 40,1% (συν επτά μονάδες…) και τον ΣΥΡΙΖΑ στο 21,9% (2.7.2020).

Μέσα σε ένα εξάμηνο η ψαλίδα έχει ανοίξει υπέρ της ΝΔ.

Την ίδια στιγμή, η σύγκριση Μητσοτάκη – Τσίπρα παραμένει σταθερή.

Τον Ιανουάριο το 44,2% προτιμούσε για Πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη και το 24,5% τον Τσίπρα. Τον Ιούλιο οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι 45,6% και 26,3%. Σχεδόν είκοσι μονάδες διαφορά.

Καταφανώς η κρίση ευνόησε την κυβέρνηση. Περισσότερο όμως διεύρυνε παρά διαμόρφωσε τη δημοσκοπική υπεροχή της.

«Μινιμαλισμός»

Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι χρειαζόμασταν τον καθηγητή Ροζάκη για να καταλάβουμε ότι «το Καστελλόριζο είναι απομονωμένο» και «απομακρυσμένο από τη Ρόδο αλλά κοντά στις ακτές τις τουρκικές». Αρκούσε να κοιτάξουμε έναν χάρτη.

Εκτός αν ο καθηγητής μέσω της γεωγραφικής παρατήρησης καταλήγει σε κάποιο νομικό συμπέρασμα ή σε μια ερμηνεία δικαίου.

Αλλά ούτε σε αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμος. Διότι το συμπέρασμα θα κληθεί να το βγάλει το Δικαστήριο της Χάγης – αν ποτέ συμφωνήσουμε να πάμε στη Χάγη για να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία…

Στην περίπτωση αυτή μπορεί το Δικαστήριο να συμφωνήσει ή να μη συμφωνήσει με την ερμηνεία του καθηγητή Ροζάκη, αλλά αυτό θα περιμένουμε να μας το πει το Δικαστήριο. Αν και όταν το ρωτήσουμε…

Γενικότερα δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο η Ελλάδα χρειάζεται να εκδίδει ετυμηγορίες και αποφάσεις επί των απόψεων της Ελλάδας – από τη στιγμή μάλιστα που οι απόψεις αυτές αμφισβητούνται από την Τουρκία.

Και αναρωτιέμαι γιατί είναι χρήσιμο, πριν ακόμη αρχίσει η διαπραγμάτευση ή ο διάλογος με τους γείτονες, να φωνάζουμε μόνοι μας «έχουμε άδικο, έχουμε άδικο!».

Αυτή η ενοχική στάση απέναντι σε έναν πραγματικό ή υποτιθέμενο «μαξιμαλισμό» των ελληνικών θέσεων οδήγησε στην πολύ κακή Συμφωνία των Πρεσπών.

Εκεί η διαπραγμάτευση εξελίχθηκε με την εδραία πεποίθηση της ελληνικής πλευράς ότι η χώρα μας είχε επί της ουσίας άδικο και ότι είχε αναίτια βλάψει μια μικρή χώρα. Οπως ήταν αναμενόμενο, μια τέτοια διαπραγμάτευση κατέληξε σε μια συμφωνία που έμοιαζε περισσότερο με «επανόρθωση ημαρτημένων» – μόνο συγγνώμη που δεν ζητήσαμε από τα Σκόπια.

Υποθέτω ότι κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θέλει να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος στα ελληνοτουρκικά. Και έχω την αίσθηση πως όσοι υποστηρίζουν καλοπροαίρετα τον διάλογο, επιθυμούν μια διπλωματική λύση και επικαλούνται το διεθνές δίκαιο πολύ δύσκολα θα συμφωνήσουν να παραιτηθούμε προκαταβολικά και από τη διαπραγμάτευση.

Ακόμη και αν δεχτώ τη μομφή περί «ελληνικού μαξιμαλισμού», είναι χίλιες φορές προτιμότερο να προσέλθεις στο τραπέζι της συζήτησης με «μαξιμαλιστικές» παρά με «μινιμαλιστικές» θέσεις.

Διότι οι «μινιμαλιστικές» θέσεις κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε ένα πιο μινιμαλιστικό αποτέλεσμα.

Και άντε μετά να πείσεις τον ελληνικό λαό πως δεν τα έδωσες όλα για να μην πάρεις τίποτα.