«Ο κορωνοϊός είναι κατά βάθος ταξικό ζήτημα»
Η πολυσχιδής καλλιτέχνις μιλάει στο BHMAgazino για το πώς την καθόρισε «Η Γραμμή του Ορίζοντος» του Χρήστου Βακαλόπουλου και για τη διαφορά μεταξύ των δύο lockdowns.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Γεννημένη το 1987, η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη σπούδασε υποκριτική στην Αθήνα και σκηνοθεσία στη Νέα Υόρκη. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου «Θέρος», μέλος της ομάδας bijoux de kant και έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν και με το Εθνικό Θέατρο. Μεσούσης της πανδημίας, είχε την ιδέα για τις «Μεταμφιέσεις», μια σειρά έργων από όλο το φάσμα των τεχνών, τα οποία αντλούν έμπνευση από το μυθιστόρημα «Η Γραμμή του Ορίζοντος» του Χρήστου Βακαλόπουλου. Μπορείτε να μπείτε στην καλοσχεδιασμένη και εύχρηστη ηλεκτρονική πλατφόρμα grammiorizontos.com και να διαβάσετε όλες τις λεπτομέρειες για αυτό το εξόχως ενδιαφέρον καλλιτεχνικό εγχείρημα.
Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας μετά την πρώτη ανάγνωση της «Γραμμής του Ορίζοντος»;
«Εχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου και ένα μεγάλο κομμάτι της πρώτης εντύπωσης έχει χαθεί. Αλλά αυτό που μου έχει μείνει πολύ έντονα είναι ένα αίσθημα ντροπής που ένιωσα. Δεν έμοιαζε με το γνωστό αίσθημα ντροπής που έως τότε αρκετές φορές στη ζωή μου είχα νιώσει. Οι άνθρωποι ντρεπόμαστε συνήθως όταν νιώθουμε πως κάτι μας εκθέτει ή μας μειώνει στη συνείδηση των άλλων ανθρώπων ή όταν νιώθουμε ότι μπορεί να μας κοροϊδέψουν, να μας ειρωνευτούν, να μας σχολιάσουν.
Εκείνη τη φορά η ντροπή που ένιωσα δεν είχε να κάνει με τον φόβο και με τη δυσάρεστη αγωνία που προκαλεί κάτι από τα παραπάνω, αλλά με μια ήσυχη και ευγενική απαξίωση που βίωσα η ίδια για τον εαυτό μου. Συν τοις άλλοις, αυτή την ντροπή τη συντρόφευε και μια συνειδητοποίηση ότι ο Χρήστος Βακαλόπουλος και η ηρωίδα του μιλούσαν από μια περιοχή αγάπης. Πρώτη φορά με είχε κάνει κάποιος ή κάτι να ντραπώ και το είχε κάνει από αγάπη. Αν είναι αλήθεια πως η ελληνική γλώσσα είναι πολύ σοφή και πλούσια, τότε σε εκείνη την πρώτη ανάγνωση της «Γραμμής του Ορίζοντος» ένιωσα την ντροπή με την ετυμολογική της έννοια, αυτή της «εντροπής»: στράφηκα προς κάτι άλλο που έως εκείνη τη στιγμή δεν είχα καν σκεφτεί· με άλλα λόγια, ένιωσα πως μεταβάλλομαι».
Γιατί αποφασίσατε να προσεγγίσετε καλλιτεχνικά το µυθιστόρηµα χρησιµοποιώντας τόσο πολλά και διαφορετικά µέσα;
«Οπως είχε πει και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, απαντώντας στην ερώτηση γιατί έγραψε τη «Γραμμή του Ορίζοντος», κι εγώ θα πω: «Γιατί είχα πολύ χρόνο». Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είχα πολύ χρόνο να σκεφτώ και να επανεξετάσω τη σχέση μου με το ίδιο το μυθιστόρημα αλλά και τις επιθυμίες που αυτό μου γεννά και ταυτόχρονα είχα πολύ χρόνο για να ακούσω και να αφουγκραστώ τι είναι αυτό που το ίδιο το μυθιστόρημα ζητά για τον εαυτό του. Είναι ένα λογοτεχνικό κατόρθωμα η «Γραμμή του Ορίζοντος», όχι τόσο σε επίπεδο μορφής όσο σε επίπεδο περιεχομένου. Ενα κατόρθωμα που πολύ λίγα αντίστοιχά του μπορείς να βρεις στην ελληνική λογοτεχνία – και με τα οποία ασφαλώς συνομιλεί κιόλας. Σύντομα, λοιπόν, αναρωτηθήκαμε αν υπάρχει κάποιος εξίσου πυκνός τρόπος για να μεταφερθεί η «Γραμμή του Ορίζοντος» στο θέατρο, χωρίς να χάσει τίποτα από το περιεχόμενό της. Και ο τρόπος που βρήκαμε έλεγε ότι μια παράσταση θα έστεκε καλύτερα στα πόδια της αν συνομιλούσε και με τις άλλες πιθανές μεταμφιέσεις του μυθιστορήματος. Δεν υπάρχει ούτως ή άλλως τίποτα μονοδιάστατο μέσα του, όλα βέβαια λέγονται και αποτυπώνονται με τρόπο απλό, καθαρό και κατανοητό και γι’ αυτό ταυτόχρονα είναι πολυδιάστατα. Οι αναγνώστες της «Γραμμής», όταν κλείνουν τα μάτια τους μπορούν να τη φανταστούν όπως ο καθένας θέλει – και το μυθιστόρημα συνολικά και την ηρωίδα του, Ρέα Φραντζή. Σκεφτήκαμε πως αυτό θα ήταν ωραίο να το διατηρήσουμε και στη δική μας προσέγγιση του μυθιστορήματος: να μπορεί ο καθένας να συνθέσει τη δική του εκδοχή για αυτό».
Τι σκέψεις κάνετε για τον κορωνοϊό;
«Αυτό που σκέφτομαι για τον κορωνοϊό είναι ότι, όπως και τα πάντα σήμερα, είναι κατά βάθος ταξικό ζήτημα, γιατί αν όλους αυτούς τους μήνες που μαστίζει τον πλανήτη δεν έχεις νοσήσει ο ίδιος, αν δεν έχεις χάσει αγαπημένα σου πρόσωπα και αν δεν έχεις καταλήξει να ζεις σε καθεστώς φτώχειας και κινδύνων, τότε βρίσκεσαι στην ομάδα των – λιγότερο ή περισσότερο – τυχερών και προνομιούχων. Και από αυτή τη θέση έχεις την όποια δυνατότητα να στοχαστείς πάνω σε αυτόν και σε όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οντολογικές αναγωγές του. Αν, λοιπόν, αυτούς τους στοχασμούς σου τους αναπτύσσεις χωρίς την ελάχιστη ενσυναίσθηση απέναντι στην πρώτη ομάδα των ανθρώπων που βίωσαν βαθιά τις συνέπειες του κορωνοϊού, τότε είσαι ή βλάκας ή επικίνδυνος ή και τα δύο μαζί. Λογικώ τω τρόπω, η επόμενη σκέψη μου είναι ότι η σημερινή ελληνική κυβέρνηση απαρτίζεται από παραδείγματα και των τριών αυτών κατηγοριών. Και, τέλος, σκέφτομαι πως ευτυχώς, όσο σκοτεινή κι αν είναι η πραγματικότητα, ακούω συχνά φωνές που δεν ανήκουν σε καμία από τις τρεις κατηγορίες. Δεν είναι πολλές, αλλά είναι αρκετές».
Πώς έχετε περάσει τα δύο lockdowns;
«Τα δύο lockdowns τα πέρασα εντελώς διαφορετικά: κατά τη διάρκεια του πρώτου ήμουν στην επαρχία, στη φύση, μακριά από τα κοινωνικά δίκτυα, και οι βασικές μου ενασχολήσεις ήταν το διάβασμα, οι συζητήσεις με τον πατέρα μου και σποραδικά οι αγροτικές δουλειές. Το δεύτερο το περνάω στην Αθήνα, δουλεύοντας, όσο αυτό είναι επιτρεπτό, με ανοιχτά τα κοινωνικά δίκτυα στο λάπτοπ, συντροφιά με τους συνεργάτες και τους φίλους μου. Λογικά, όταν και το δεύτερο lockdown τελειώσει, τα συμπεράσματα και οι εντυπώσεις μου για αυτή την παγκόσμια συνθήκη που βιώσαμε και βιώνουμε θα είναι ένα κράμα αυτών των δύο τόσο ετερόκλητων συνθηκών που βίωσα».
Ποια είναι τα πιο ωραία πράγµατα που έχετε δει, ακούσει ή διαβάσει τον τελευταίο καιρό;
«Με συντριπτική διαφορά, οτιδήποτε είδα, άκουσα και διάβασα που να αφορά την ανιψιά μου. Μετά ακολουθούν το βιβλίο «Παλιοί Δάσκαλοι» του Τόμας Μπέρνχαρντ, οι πίνακες του Μπάρνετ Νιούμαν, η παράσταση «Palermo Palermo» της Πίνα Μπάους και οι ταινίες «Δίχως στέγη, δίχως νόμο» της Ανιές Βαρντά και «Ερωτας στη Χουρμαδιά» του Σταύρου Τσιώλη, τα άλμπουμ «Desertshore» της Nico, «Rough and Rowdy Ways» του Μπομπ Ντίλαν και «Fragments. Part I – La Traviata» του Θεόδωρου Κουρεντζή και του μουσικού του συγκροτήματος Musica Aeterna».
Ποια φράση επαναλαµβάνετε πιο συχνά τον τελευταίο καιρό;
«Πού διάολο είναι η μάσκα;».

