«Ο κόπος έχει αξία»
Η ηθοποιός που καταθέτει μια εξαιρετική ερμηνεία στη «Νόρα ή Το Κουκλόσπιτο» μιλάει για αυτή τη διασκευασμένη και συμπυκνωμένη εκδοχή του ιψενικού έργου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Πειθαρχία. Η πρώτη λέξη που σκέφτεσαι βλέποντας πάνω στη σκηνή τη Σοφία Χιλλ. Γεμάτη φαντασία, ήχους, χρώματα, η δική της πειθαρχία έχει γοητεία, είναι δημιουργική.
«Πράγματι, απαιτεί πολύ μεγάλη πειθαρχία, και στη δουλειά και στη ζωή, αυτό που κάνω. Αλλά είναι επιλογή μου» εξηγεί. «Την επιβάλλω εγώ η ίδια στον εαυτό μου. Μεγάλωσα με μεγάλη ελευθερία και αγάπη, δεν καταπιέστηκα σε τίποτε, και γι’ αυτό επέλεξα την πειθαρχία».
Πάνω από είκοσι χρόνια η Σοφία Χιλλ συνεργάζεται με το θέατρο Αττις και ταξιδεύει μαζί του. Πιστή και αφοσιωμένη στη δουλειά του Θόδωρου Τερζόπουλου, η ηθοποιός καταθέτει μια εξαιρετική ερμηνεία στη «Νόρα ή Το Κουκλόσπιτο», σε αυτή τη διασκευασμένη και συμπυκνωμένη εκδοχή του ιψενικού έργου.
«Είναι πιο μπρεχτική η δική μας προσέγγιση, πιο εξωστρεφής. Τίποτε δεν υπονοείται, τίποτα δεν είναι κρυφό από τον θεατή, όλα είναι μπροστά του. Παίζει με ανοιχτά χαρτιά η Νόρα, όπως όλοι. Η απληστία, η χαρά, ο φόβος, η τρέλα, σχεδόν καταδεικνύονται» λέει η ηθοποιός που ξεκινά τη σκηνική διαδρομή ως «κούκλα» και εξελίσσεται σε δυναμική γυναίκα. «Ζούμε σε μια εποχή ανακατάταξης, δύσκολη για τις γυναίκες. Μαζί με όλο το υπόλοιπο πρέπει να κρατήσουμε και τον ρόλο της κούκλας».
«Δεν λογοκρίνομαι»
Πώς προσεγγίζει τους ρόλους; «Στο θέατρο του Τερζόπουλου όλοι είναι και θύματα και θύτες. Ο ηθοποιός φαίνεται πίσω από τον ρόλο και πρέπει να έχει την κατάσταση στα χέρια του. Η Νόρα φοβάται, όχι εγώ. Αρα πρέπει να έχω εγώ τον έλεγχο του ρόλου. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο – να καταρρέει ο ρόλος κι εσύ να κρατάς». Εκφράζεται ελεύθερα; «Υπάρχει ένα πεδίο μεγάλης ελευθερίας μέσα στο πλαίσιο που θέτει ο σκηνοθέτης. Τα πάντα μπορεί να είναι υλικό μου. Δεν λογοκρίνομαι, αφήνομαι με φαντασία. Στο Αττις είναι ζητούμενο αυτό. Σχεδόν αυθαίρετα γίνεται το ψάξιμο, σαν πλεκτό στήνεται, με την τελική επιλογή να είναι του σκηνοθέτη. Η διαδικασία των προβών είναι σε μεγάλη ένταση. Ο Θόδωρος ζητάει να αποδεικνύονται όλα ανά πάσα στιγμή. Με τις παραστάσεις, παίρνουμε μια ανάσα».
Μάνα ενός 14χρονου αγοριού, η Σοφία Χιλλ προσπαθεί να κατανοήσει την πράξη της Νόρας. «Κι εμείς οι ηθοποιοί σαν τους δικηγόρους πρέπει να μπορούμε να υπερασπιστούμε τα πρόσωπα που υποδυόμαστε. Σαν μάνα κι εγώ, με το ένστικτό μου, αναρωτιέμαι μέχρι πού μπορεί να φτάσεις ώστε να αποφασίσεις να φύγεις. Μήπως νοσεί η Νόρα; Μήπως βλέπει για πρώτη φορά τα πράγματα τόσο καθαρά; Είναι πέρα από επαναστατικό αυτό που κάνει – πάντα θα είναι. Θα έλεγα ότι είναι κόντρα στην ίδια τη φύση».
Στο θέατρο η Σοφία Χιλλ οδηγήθηκε σχεδόν τυχαία. Ηταν δεκατεσσάρων ετών – ζούσε τότε στα Χανιά, όταν η Ελπίδα Μπραουδάκη που είχε το Χανιώτικο Θεατρικό Εργαστήριο της πρότεινε να παίξει σε μια παιδική παράσταση. «Δεν ήθελα. Επέμεινε. Διάβασα το κείμενο. Αισθάνθηκα ότι αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Τελικά ακολούθησα το θέατρο».
Ξεκίνησε με θεατρικές σπουδές στην Αγγλία, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα. Τελείωσε τη Σχολή Βεάκη. Από εκεί τη σύστησαν στον Τερζόπουλο που έψαχνε, τότε, νέες ηθοποιούς. Αυτό ήταν.
«Ναι, είμαι πιστή στον Τερζόπουλο με τον τρόπο που είμαι πιστή στον εαυτό μου και στην ιδέα που έχω για το θέατρο και την τέχνη. Αυτή η λιτότητα, η artepovera, το επικό στοιχείο που διαθέτει το θέατρό του, μου ταιριάζουν. Μεγάλωσα σε ένα διαφορετικό περιβάλλον – το καταλαβαίνω τώρα που το βλέπω από απόσταση. Σαν οικογένεια είχαμε πολλές μετακινήσεις, σχεδόν κάθε χρόνο. Ολα ήταν λιτά, μόνον τα απαραίτητα. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε στη φύση. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι είχα πολλές ελλείψεις και κενά. Οταν πήγα στη δραματική συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα κανέναν τίτλο από ταινίες της Αλίκης Βουγιουκλάκη».
Για τι μετάνιωσε
«Η μητέρα μου είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο. Μέχρι πρόσφατα δεν είχε πλυντήριο, έβαζε το κάρβουνο στο σίδερο με το λιβάνι για να μυρίζουν ωραία τα ρούχα, έδινε σημασία στις στιγμές της ζωής. Εμαθα ότι ο κόπος και η σημασία που δίνεις στα πράγματα έχουν αξία. Οπως όταν μεγαλώνεις ένα παιδί. Κοπιάζεις».
«Στο Αττις αισθάνθηκα συγγένεια, οικειότητα» λέει. Τώρα πια νιώθει ασφάλεια – κοινή γλώσσα, πιο γρήγορη διαδικασία, «ξέρεις πού είναι τα εργαλεία σου. Βρήκα όλα αυτά που χρειάζεται ένας ηθοποιός. Δεν ήταν συνειδητό ότι δεν θα δουλέψω αλλού. Αν υπάρξει λόγος, θα γίνει. Το έχουμε συζητήσει με τον Θόδωρο. Κάθε φορά ζυγίζω τα πράγματα. Κάποιες προτάσεις ήταν όμορφες. Υπήρξαν άνθρωποι που θα ήθελα να είχα συνεργαστεί. Ο Βολανάκης, ας πούμε, με είχε φωνάξει επί Κούρκουλου στο Εθνικό. Ηταν στα πρώτα μου βήματα. Δεν το έκανα. Το μετάνιωσα».
Αν έχει ανάγκη από κάτι είναι να δουλέψει σε συνθήκες διαφορετικές, «πιο ειρηνικές. Γιατί οι εντάσεις είναι πολύ μεγάλες. Θα ήθελα να δω πώς λειτουργώ σε μια κατάσταση πιο ήρεμη, σε άλλες θερμοκρασίες. Και θα το κάνω. Γιατί στη ζωή μου έτσι λειτουργώ». Οσο για το ταλέντο, πιστεύει ότι είναι η βαθιά επιθυμία, η ανάγκη, η χαρά, το πάθος, που σε οδηγούν στη σκληρή δουλειά και στην αφοσίωση.
«Επιτυχία νομίζω είναι η αίσθηση επικοινωνίας με το κοινό, ότι δεν είσαι μόνος, όπως και στη ζωή. Αισθάνομαι χορτάτη όταν κατεβαίνω από τη σκηνή. Δεν θέλω να συνεχιστεί η παράσταση στη ζωή. Η ζωή είναι ζωή….» καταλήγει.

