Ο Καραγκιόζης του Σωτήρη Σπαθάρη
Δυο ανέκδοτες γραφές των αυτοβιογραφικών κειμένων του θρυλικού καραγκιοζοπαίχτη που κυκλοφορούν με την επιμέλεια του ιστορικού Γιάννη Κόκκωνα δίνουν ένα αυθεντικό πορτρέτο του ανθρώπου και της εποχής του
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Στον Μεσοπόλεμο, όταν οι λόγιοι και οι καλλιτέχνες της γενιάς του 1930 αναζητούσαν την ελληνικότητα στη λαϊκή τέχνη, τρεις δημιουργοί αποτελούσαν την ιερή τριάδα που θαύμαζαν: Ο απομνημονευματογράφος αγωνιστής Μακρυγιάννης, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος και ο καραγκιοζοπαίχτης Σωτήρης Σπαθάρης.
Πατέρας του Ευγένιου Σπαθάρη, με τις παραστάσεις του οποίου μεγαλώσαμε στις πλατείες αλλά και στην τηλεόραση, ο Σωτήρης Σπαθάρης (1887-1974) είχε μια ζωή βγαλμένη από μελόδραμα του ελληνικού κινηματογράφου. Παιδί άγνωστων γονιών, υιοθετήθηκε από τους Σαντορινιούς Μαριέττα και Ευγένιο Σπαθάρη. Ανίκανος για εργασία ύστερα από ένα ατύχημα και σχεδόν τυφλός, ο Ευγένιος βγαίνει στη ζητιανιά και ο μικρός Σωτήρης αναγκάζεται να παρατήσει το δημοτικό για να τον συνοδεύει. Η ανέχειά τους είναι ακραία και η κοινωνική περιφρόνηση που προκαλεί τραυματική. Παρηγοριά του, η αγάπη του για τον Καραγκιόζη. Μαθητής για λίγο του καραγκιοζοπαίχτη Θεοδωρέλου, αρχίζει να δίνει τις πρώτες του παραστάσεις στα εφηβικά του χρόνια.
Οι συγκρούσεις στο σπίτι είναι πολλές. Αρχίζει να αλητεύει και πιάνει επαφές με τον υπόκοσμο της Αθήνας. Για να βιοποριστεί, δουλεύει οικοδόμος, πλακάς. Παντρεύεται, επιστρατεύεται το 1917, βρίσκεται στο Μακεδονικό μέτωπο, λιποτακτεί. Στην Αθήνα της δεκαετίας του 1930 γνωρίζει τον Γιάννη Τσαρούχη και μέσω αυτού τη λογιοσύνη της εποχής. Τον προβάλλουν στον Τύπο, του παραγγέλνουν παραστάσεις για εκδηλώσεις, γίνεται διάσημος. Δίνει παραστάσεις σε όλη την Ελλάδα, ώσπου συνταξιοδοτείται, για λόγους υγείας, το 1947, διδάσκοντας και βοηθώντας πάντα ως τον θάνατό του τον γιο του Ευγένιο. Σκηνικό αυτής της ταλαιπωρημένης, περιπετειώδους και δημιουργικής ζωής είναι η Ελλάδα των Βαλκανικών και των παγκόσμιων πολέμων, οι αλάνες του Μεταξουργείου με τους άγριους πετροπόλεμους των παιδιών και οι ταβέρνες των λαϊκών συνοικιών με τους νταήδες του υποκόσμου, αλλά και η εξοχική Κηφισιά της αναψυχής της διανοητικής ελίτ και η κοσμοπολίτικη Σύρα, η επαρχιακή Δράμα και τα νοσοκομεία του πολέμου.
Οι εκδόσεις
Η ζωή του Σπαθάρη δεν μας είναι άγνωστη. Τα απομνημονεύματά του κυκλοφορούν από το 1960 σε εκδόσεις που ανατυπώνονται (τελευταία από την Αγρα το 2010). Μια βόλτα του ιστορικού Γιάννη Κόκκωνα στα παζάρια των ρακοσυλλεκτών της Ιεράς Οδού το 2013 έφερε στην επιφάνεια δύο ακόμη εκδοχές των απομνημονευμάτων αυτών, αυθεντικότερες και πληρέστερες. Μία πρώτη σύντομη εκδοχή γραμμένη το 1944, γνωστή από δημοσιεύσεις αλλά χαμένη ως τώρα, και μια παντελώς άγνωστη εκδοχή γραμμένη στο διάστημα 1950-1955. Αυτά τα δύο κείμενα κυκλοφορούν τώρα, με επιμέλεια και σχόλια του Κόκκωνα, σε μια εξαιρετικά καλαίσθητη πολυτελή έκδοση με πλούσια εικονογράφηση (Σωτήρης Σπαθάρης, Τα απομνημονεύματά μου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2020). Η έκδοση δεν αφηγείται μόνο τον βίο και το έργο του σημαντικού καραγκιοζοπαίχτη, αλλά και την περιπέτεια της γραφής των απομνημονευμάτων του, η οποία είναι εξίσου συναρπαστική με τη ζωή του συντάκτη τους.
Γράφοντας απομνημονεύματα
Τον Σπαθάρη πείθει να γράψει τα απομνημονεύματά του ο ζωγράφος Νίκος Καρτσωνάκης (Νάκης), ο οποίος συλλαμβάνει το εκδοτικό σχέδιο μιας βιογραφίας του Σπαθάρη, γραμμένης από τον ίδιο και βασισμένης σε αφηγήσεις του βιογραφούμενου. Το 1944, ο Σπαθάρης, με τα λειψά γράμματα που ήξερε, αρχίζει να καταγράφει επεισόδια από τη ζωή του και ο Καρτσωνάκης τα επιμελείται: αλλάζει την ορθογραφία και τη στίξη, αλλά και λέξεις και φράσεις ολόκληρες. Τη μεικτή γλώσσα του Σπαθάρη, ο οποίος – μια και ήξερε ότι θα τον διάβαζαν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι – γράφει σε λαϊκή δημοτική με στοιχεία καθαρεύουσας που είχε πιάσει το αφτί του στις επαφές του με τον κόσμο, ο Καρτσωνάκης την προσαρμόζει σε μια δημοτική που αρμόζει, κατά τη γνώμη του, σε έναν αγράμματο λαϊκό αφηγητή. Κάποιες σελίδες αυτής της δουλειάς διαβάζει ο Σικελιανός και τις δημοσιεύει με θαυμαστικά σχόλια στα Ελεύθερα Γράμματα τον Οκτώβριο του 1945. Ο δημόσιος έπαινος του Σικελιανού εδραιώνει τη φήμη του Σπαθάρη στους κύκλους των διανοουμένων της Αθήνας και ο Σπαθάρης θα τον φέρει διά βίου ως παράσημο γραφής, αλλά ανατρέπει τις φιλοδοξίες του Καρτσωνάκη, ο οποίος απομακρύνεται. Ο Σπαθάρης θα προσπαθήσει να εκδώσει αυτά τα απομνημονεύματά του το 1948 χωρίς επιτυχία.
Το 1950, πάντα με σκοπό την έκδοση, βρίσκει έναν νέο επιμελητή, τον εικοσιοκτάχρονο ποιητή, με σπουδές Νομικής, Λάμπη Χρονόπουλο, που βρισκόταν στην παρανομία λόγω της συμμετοχής του στο ΕΑΜ. Ο Χρονόπουλος, εύστροφος και καλλιεργημένος, διαβάζει το κείμενο του 1944 και τα συμπληρώματά του και παροτρύνει τον Σπαθάρη να καταπιαστεί με τα απομνημονεύματα από την αρχή, συμπληρώνοντας κενά για την προσωπική του ζωή, εξηγώντας την καλλιτεχνική του διαμόρφωση και αναπτύσσοντας αφηγήσεις επεισοδίων – τον παρακινεί να γράψει μια κανονική αυτοβιογραφία. Τις αφηγήσεις αυτές, σεβόμενος αυτή τη φορά τη μεικτή γλώσσα του αφηγητή και αλλάζοντας μόνο την ορθογραφία της, θα οργάνωνε χρονολογικά και θα συνέθετε σε ενιαίο κείμενο από τα ποικίλα σημειώματα του Σπαθάρη ο νέος επιμελητής. Η καθυστέρηση της έκδοσης από την πλευρά του οδήγησε σε ρήξη με τον Σπαθάρη και ο Χρονόπουλος κρατά τα αυτόγραφα και το σχετικό υλικό. Ο Σπαθάρης θα ξαναγράψει τα απομνημονεύματά του το διάστημα 1957-1959 και θα τυπωθούν το 1960, με επιμέλεια της ιστορικού Κατερίνας Φιλδισάκου, και πολλές περικοπές και επεμβάσεις. Το πλούσιο υλικό που είχε στην κατοχή του ο Χρονόπουλος, με πολλές σημειώσεις, προσχέδια, αλληλογραφία και κρίσεις για την τελική έκδοση, είναι εκείνο που περιήλθε στην κατοχή του Κόκκωνα και το οποίο εκδίδει τώρα.
Αυθεντικό πορτρέτο
Οξυδερκής παρατηρητής, ο Σπαθάρης όταν αφηγείται λεπτομέρειες από τις τουρνέ, τις δοσοληψίες με τους θεατρώνες, τις σχέσεις με συνεργάτες και συναδέλφους, καταθέτει πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για την απήχηση των λαϊκών θεαμάτων και την εξέλιξη του θεάτρου σκιών, ενώ παράλληλα παρουσιάζει απολαυστικά το πολυάνθρωπο πανόραμα της ελληνικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Οι εντυπώσεις του για λογίους που γνώρισε (τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Σικελιανό, την Ελλη Παπαδημητρίου, τον Αλέξανδρο Σβώλο κ.ά.) και ιδρύματα με τα οποία ήρθε σε επαφή (το Αγγλικό Ινστιτούτο, το Γαλλικό Ινστιτούτο) εκτιμούν τη διασταύρωση της λαϊκής τέχνης με την αστική διανόηση του Μεσοπολέμου από τη σκοπιά του παρατηρούμενου και αναπαριστούν βήμα-βήμα τη μετακίνηση του Καραγκιόζη από τις λαϊκές γειτονιές και τις πλατείες στις αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων και στο μουσείο.
Σεβόμενος το λεξιλόγιο, το τυπικό και τη σύνταξη του Σπαθάρη, διατηρώντας τις καυχησιολογίες και τις υπερβολές του που ενόχλησαν τους προηγούμενους επιμελητές και εκδίδοντας διαδοχικά τις δύο «διασκευές», ο Κόκκωνας αφήνει να σχηματιστεί ένα γνησιότερο γλωσσικό αυτοπορτρέτο του καλλιτέχνη και ανθρώπου Σπαθάρη – πραγματικά άξιο να ενταχθεί στη μεγάλη παράδοση της πηγαίας αφήγησης με το ύφος του προφορικού λόγου των λαϊκών απομνημονευματογράφων, όπως είχε νωρίς επισημάνει ο Σικελιανός.
Ο συγγραφέας σεπρώτο πρόσωπο
Για τη γνωριμία του με τον Σικελιανό
«Οταν ο Νάκης μου ‘πε που ο Σικελιανός θέλει να διαβάσει αυτά που ‘γραψα, εγώ αποφτή την ώρα κατάλαβα πως κι εγώ κάτι στοιχίζω. […] Γι’ αυτό την άλλη μέρα κατά το βραδάκι, αφού τον βρήκα στο ζαχαροπλαστείο του Μιλάνου πο ‘ναι στην Κηφισιά, τον χαιρέτησα και του τα ‘δωσα. […] Σε λίγο μου λέει ο ποιητής: Ωστε έτσι, Σπαθάρη, κάνεις τέτοιο γράψιμο κι εγώ δεν το ‘ξερα. Να που τώρα το ‘μαθα. Και έμαθα και το σπουδαιότερο, πως εσύ για να μάθεις τα γράμματα έκανες προπόνηση στους σταυρούς του νεκροταφείου, γιατί εκεί τα ‘βλεπες τα γράμματα σταθερά και μεγάλα. Οταν οι φίλοι του του ‘πανε: Τι είναι αυτά που διαβάζεις, ποιητά μου; τους λέει: Τα απομνημονεύματα τουτουνού του Σπαθάρη, που για μένα, τον Σικελιανό, απομνημονεύματα είναι αυτά και του Μακρυγιάννη».
Για την προσφορά του στο θέατρο σκιών
«Ολα τα χρόνια της ζωής μου η μανία μου ήτανε κάτι νέο ή κάτι το καλύτερο να φιάξω απάνω στην τέχνη μου. […] Στο δρόμο που πήγαινα κι έβρισκα κάτι που εγώ το θεωρούσα χρήσιμο για τη δουλειά μου, ξύλο, ντενεκέ, σίδερο, καρφί, το πήγαινα στο σπίτι μου και αμέσως εσκεβόμουνα τι εργαλείο μπορώ να το κάνω. Γι’ αυτό όλοι οι συνάδελφοί μου […] ερχόντουστε ταχτικά στο σπίτι μου ή εκεί που ‘παιζα. Ο σκοπός τους ήτανε να ιδούνε τι το νέο έφιαξα. […] Το 1934 έφιαξα δύο μικρές σκηνές του καραγκιόζη, που ‘χε η κάθε σκηνή δύο πανιά με το τελευταίο σύστημα, με ηλεκτρική εγκατάσταση… […] Οι σκηνές είχανε τέτοια τέχνη που η μια εστόλισε την αίθουσα του Ελληνικού Μουσείου Θεαμάτων και η άλλη την αίθουσα της Ελληνικής Τέχνης. […] Το 1951 έκανα μια σκηνή του καραγκιόζη από 48 φύλλα λαμαρίνας, με ενάμισι κυβικό ξύλα, 5 μέτρα μάκρος […], με σκεπή, με πάτωμα, με δύο πανιά, με αυλαία και την πρόσοψη την στολίζει με την λαϊκή μου ζωγραφική ο Δυσσέας Ανδρούτσος που ορκίζει τα παλληκάρια του στα Σάλωνα, για να παίζει το παιδί μου όπου του πει ο Τουρισμός».

