«Αυτό που με πονάει όταν θα πεθάνω είναι ότι θα χάσω τους ανθρώπους που αγαπώ. Τα υπόλοιπα είναι ένα τεράστιο ερωτηματικό». Σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, στην ισπανική εφημερίδα «El Mundo» το 2018, ο Αντρέα Καμιλέρι, ο οποίος πέθανε στις 17 Ιουλίου, στα 94 του χρόνια, έλεγε ότι σκεφτόταν τον θάνατο σε όλη του τη ζωή. Οχι περισσότερο, όμως, από άλλα πράγματα: τον φασισμό («ο χειρότερος εφιάλτης μου»), τον κομμουνισμό («μια ασθένεια από την οποία είναι δύσκολο να ξεφύγω»), την προοδευτική τύφλωσή του («μου λείπει η γυναικεία ομορφιά»). Απαισιόδοξος δεν ήταν ο Καμιλέρι. Μανιώδης καπνιστής, ανήσυχο πνεύμα, άνθρωπος με παρρησία λόγου, ναι. «Εγώ δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά αν υπάρχει Ημέρα της Κρίσης οι άνθρωποι με τη φασιστική αλαζονεία του Σαλβίνι θα πάνε στην κόλαση για την υποκρισία τους» σχολίαζε τον Απρίλιο στον «Guardian». Υπήρξε επίσης ακαταπόνητος συγγραφέας περισσότερων από 100 βιβλίων, ξεκινώντας μάλιστα αργά τη σταδιοδρομία του στη λογοτεχνία, όταν ήταν 53 ετών, το 1978. Ως τότε ο γεννημένος το 1925 στο Πόρτο Εμπέντοκλε της Σικελίας, το λιμάνι του Εμπεδοκλή, λίγο έξω από τον αρχαίο Ακράγαντα, σημερινό Αγκριτζέντο, είχε προλάβει να κάνει θεατρικές και κινηματογραφικές σπουδές στην Εθνική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Ιταλίας, να εργαστεί ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος στο θέατρο και στην τηλεόραση και να επιστρέψει στη δραματική σχολή ως δάσκαλος πια. Από το 1994 αφιερώθηκε στη γραφή, για την ακρίβεια στον αστυνόμο Μονταλμπάνο, τον δημοφιλή ήρωα των αστυνομικών του μυθιστορημάτων, ξεπερνώντας τον Λεονάρντο Σάσα και αποβαίνοντας ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του σύγχρονου ιταλικού νουάρ.

Για τον Καμιλέρι ο Σάλβο Μονταλμπάνο είναι ένας κοινός άνθρωπος. Του αρέσει το φαγητό, οι γυναίκες, το κολύμπι, η ήρεμη ζωή. Καθοδηγείται από ένα αίσθημα δικαιοσύνης, περιστοιχίζεται από μια ομάδα αστυνομικών που είναι πια φίλοι, χρησιμοποιεί ανορθόδοξες μεθόδους, ειδικά όταν περιορίζεται από τους ανωτέρους του. Προσεκτικός παρατηρητής των ανθρώπων και των κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών, ο αστυνόμος δεν αφίσταται από την κοινωνία – η μεγάλη πραγματικότητα εισχωρεί στη μικρή πόλη της Σικελίας όπου ζει. Η Βιγκάτα, όμως, παραμένει κατά βάση ένας τόπος τάξης, η οποία διασαλεύεται μερικώς όταν ένας εκβιασμός, ένας θάνατος, η έλευση μεταναστών ανατρέπει το καθημερινό σκηνικό. Πιάνοντας κανείς ένα μυθιστόρημα με τον Μονταλμπάνο ξέρει ότι θα συναντήσει ορισμένες σταθερές. Μια ωραία γυναίκα θα επιχειρήσει να τον σαγηνεύσει. Μια στάση θα γίνει στην ταβέρνα του Εντσο για ψαρικά. Ενας φόνος θα διαπραχθεί. Ενας τηλεφωνικός καβγάς θα διεξαχθεί με τη μνηστή του, Λίβια. Ο υφιστάμενός του, ο Καταρέλα, θα κατακρεουργήσει γλωσσικά κάποιο όνομα. Η οικονόμος του, η Αντελίνα, θα αφήσει στον φούρνο της κουζίνας μελιτζάνες με παρμεζάνα ή μπακαλιάρο με ελιές στο τηγάνι. Ο Μονταλμπάνο θα παραμείνει πιστός στη Λίβια. Η επίλυση του εγκλήματος θα αποκαλύψει ένα ύποπτο παρελθόν και ανθρώπινα ελαττώματα.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω