Μαύρα δερμάτινα και μαύροι μπερέδες, «black power» και «η εξουσία στον λαό», υψωμένες γροθιές και προτεταμένα όπλα: η δημόσια εικόνα των Μαύρων Πανθήρων ακροβατούσε πάντοτε συνειδητά μεταξύ του αυθόρμητου και του προκλητικού. Αν και στο ευρύ δυτικό κοινό τούς κατέστησε γνωστούς η δυναμική διεκδίκηση ισονομίας και ισοπολιτείας που φρόντιζε να κρατά προσεκτικά ασαφές το δικαίωμα καταφυγής στη βία, η προσφυγή τους στη χρήση των μαζικών μέσων ήταν εξίσου εντατική: η εφημερίδα του κινήματος διαβαζόταν στο απόγειό του από 250.000 άτομα. Εμβληματικός φωτογράφος της οργάνωσης και φίλος του ιδρυτή της Μπόμπι Σιλ, ο Στίβεν Σέιμς αποτυπώνει τη διάστασή της αυτή και μαζί τα κρίσιμα χρόνια του ακτιβισμού, της οργής και της αναζήτησης ριζοσπαστικών λύσεων σε 60 καίρια στιγμιότυπα μιας μεγάλης έκθεσης με τίτλο «Power to the People» στη Λίλλη της Βόρειας Γαλλίας.
Το κρίσιμο ζήτημα ήταν η λεπτή γραμμή μεταξύ βίας και αυτοάμυνας. Αν το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εστίαζαν στην κοινωνική ενσωμάτωση και τη δυναμική, αλλά ειρηνική διεκδίκησή της, αν ο Μάλκολμ Χ πριν από τη δολοφονία του, το 1965, είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του ως προς τη χρήση βίαιων μέσων, οι Μαύροι Πάνθηρες εκκινούσαν ακριβώς από την αυτοάμυνα ως καταστατική αρχή. Παιδιά των αστικών γκέτο, οι πρωτεργάτες τους Μπόμπι Σιλ, Χιούι Νιούτον και Ελντριτζ Κλίβερ γνώριζαν από πρώτο χέρι τις τεχνικές λεπτομέρειες που εξουδετέρωναν την πρόσφατα κατακτημένη νομική ισότητα: την αποβιομηχάνιση του κέντρου των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, τη φτώχεια της μαύρης κοινότητας των inner cities, την αυθαιρεσία της Αστυνομίας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Οκλαντ της Καλιφόρνιας, γενέτειρα του κινήματος, διέθετε το 1966 μόλις 16 μαύρους αστυνομικούς σε σύνολο 661. Και ήταν ακριβώς μετά τον φόνο του 16χρονου Μάθιου Τζόνσον από έναν αστυνομικό, στις 27 Σεπτεμβρίου 1966, στο Σαν Φρανσίσκο και τις επακόλουθες ταραχές που οι Χιούι Νιούτον και Μπόμπι Σιλ αποφάσισαν να ιδρύσουν το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων για την Αυτοάμυνα προκειμένου να μετατρέψουν τον διάχυτο θυμό των Αφροαμερικανών σε πολιτική δύναμη.
Εκμεταλλευόμενοι έναν νόμο της «Χρυσής Πολιτείας», ο οποίος επέτρεπε σε οποιονδήποτε να φέρει όπλο, αρκεί αυτό να βρισκόταν σε κοινή θέα και να μην στρεφόταν απειλητικά απέναντι σε κάποιον, οι Μαύροι Πάνθηρες οργάνωσαν ένοπλες περιπολίες «αστυνόμευσης της Αστυνομίας». Οπως γράφουν οι Τζόσουα Μπλουμ και Γουάλντο Μάρτιν στο βιβλίο τους «Black against Empire. The History and Politics of the Black Panther Party» (εκδ. University of California Press), οι πρώτες δύο καραμπίνες αγοράστηκαν από τους Σιλ και Νιούτον με χρήματα που εξασφαλίστηκαν από την πώληση του πρόσφατα τυπωμένου στα αγγλικά «Μικρού Κόκκινου Βιβλίου» του Μάο στους διψασμένους για τσιτάτα αριστερούς ριζοσπάστες φοιτητές και διανοουμένους του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ σε τριπλή τιμή από την κανονική. Θα ακολουθούσαν η προκήρυξη του μανιφέστου για «γη, ψωμί, στέγη, παιδεία, ένδυση, δικαιοσύνη και ειρήνη» τον Μάιο του 1967, προγράμματα σίτισης παιδιών και άπορων οικογενειών, στοχοποίηση του FBI του Τζ. Εντγκαρ Χούβερ ως «η μεγαλύτερη απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της χώρας», εσωτερικές ιδεολογικές ρήξεις, η διόγκωση του κινήματος σε 10.000 μέλη το 1969, η συρρίκνωσή του σε 27 το 1980.
Στη σπαρασσόμενη από πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις Αμερική τους τέλους της δεκαετίας του ’60 η ακμή και η παρακμή του κόμματος θα ορίζονταν από τη λεπτή γραμμή μεταξύ του διακηρυγμένου επαναστατικού ακτιβισμού και της αντιφατικής εφαρμογής του. Τα ονόματα των ηγετικών στελεχών Μπόμπι Σιλ, Χιούι Νιούτον, Ελντριτζ Κλίβερ αναμείχθηκαν σε υποθέσεις τραυματισμού αστυνομικών, φόνων, ξεκαθαρίσματος εσωτερικών λογαριασμών, με κυριότερη ίσως τον βασανισμό και τη δολοφονία του 24χρονου Αλεξ Ράκλεϊ, τον Μάιο του 1969, ως πληροφοριοδότη της Αστυνομίας. Ο Νιούτον μιλούσε από πολύ νωρίς υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, όπως λέει ο φωτογράφος Στίβεν Σέιμς, αλλά ενέκρινε το 1977 τον ξυλοδαρμό μιας γυναίκας επειδή επέπληξε άνδρα, κατά την Ιλέιν Μπράουν. Η Μπράουν, πρόεδρος μεταξύ 1974 και 1977, εγκατέλειψε το κόμμα καταγγέλλοντας τον σεξισμό στους κόλπους του: «Αν μια μαύρη γυναίκα αναλάμβανε ηγετικό ρόλο», έγραφε στα απομνημονεύματά της με τίτλο «Α Taste of Power: A Black Woman’s Story» (εκδ. Doubleday) το 1992, «έλεγαν ότι διαβρώνει τον μαύρο ανδρισμό και καθυστερεί την πρόοδο της μαύρης φυλής». «Ακούω ότι δεν μπορούμε να τις λέμε «σκύλες» πια» την προκάλεσε κάποτε ένα από τα «αδέλφια» της οργάνωσης. «Οχι, γαμώτο, δεν μπορείτε» του απάντησε.
Ο καιρός της αναμέτρησης παρήλθε γρήγορα – άλλωστε η καταιγιστική δεκαετία του ’60 ανάλωνε τα παιδιά της. Ο Ελντριτζ Κλίβερ κατέληξε ευαγγελικός χριστιανός, μετά μορμόνος, μετά συντηρητικός Ρεπουμπλικανός, λίγο πριν από τον θάνατό του, το 1998. Ο Χιούι Νιούτον δολοφονήθηκε το 1989 σε μια συμπλοκή σχετιζόμενη με ναρκωτικά – ήταν εθισμένος στην κοκαΐνη. Ο Μπόμπι Σιλ συνέχισε να εργάζεται για την επιμόρφωση των νέων, δίδαξε για ένα διάστημα στο πρόγραμμα μαύρων σπουδών του Πανεπιστήμιου Τεμπλ της Φιλαδέλφειας, αφηγήθηκε την εμπειρία του στα κινήματα της δεκαετίας του ’60 σε περισσότερα από 500 κολέγια. Σήμερα, όπως έλεγε ο Στίβεν Σέιμς στον «Guardian» την 1η Οκτωβρίου, ο Σιλ ισχυρίζεται ότι «αν ξεκινούσαμε τώρα τους Μαύρους Πάνθηρες, δεν θα φέραμε όπλα. Για να ελέγχεις την Αστυνομία σήμερα το καλύτερο όπλο είναι το κινητό τηλέφωνο». Είναι ο τελευταίος επιζών της αρχικής ηγετικής ομάδας των Μαύρων Πανθήρων, σε ηλικία 81 ετών. Και οι ημέρες της υψωμένης γροθιάς και των μαχητικών αντιπαραθέσεων ζουν πλέον μόνο στις φωτογραφίες.
Info: «Power to the People. The Black Panthers»: Maison Folie Moulins, Λίλλη, έως τις 6 Ιανουαρίου 2019.