«Ο ηθοποιός, όταν προδίδεται, αισθάνεται ότι δολοφονείται»
Ο διεθνής έλληνας σκηνοθέτης μοιράζεται τις σκέψεις του καθώς και τα προσεχή, πάμπολλα σχέδιά του – Το Αττις και οι κινδύνοι για το θέατρο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος είναι ο μοναδικός έλληνας θεατράνθρωπος που έχει εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια το δικό του θέατρο χωρίς καμία κρατική υποστήριξη. Το τροφοδοτεί με τις παραστάσεις και κυρίως τη διεθνή παρουσία του. Και έτσι σήμερα το Αττις, εκτός από μια σημαντική θεατρική παραγωγική δεξαμενή, είναι και μια κερδοφόρα επιχείρηση.
Ευφάνταστος και πρωτοπόρος, αυτός ο σοφός της τέχνης του μοιράζεται τις σκέψεις του καθώς και τα προσεχή, πάμπολλα σχέδιά του – και μαζί την πρώτη, πιθανή, συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο.
Κύριε Τερζόπουλε, με την εμπειρία του Αττις, γιατί πιστεύετε ότι ο θεατρικός χώρος δεν έχει καταφέρει να οργανωθεί;
«Η ερμηνεία μου, καθαρά υποκειμενική, είναι ότι ο Ελληνας είναι υπερσυναισθηματικός. Πολύ συναίσθημα σημαίνει λιγότερη κρίση, λιγότερη οργάνωση. Δεν έχει κριτική στάση στα πράγματα, δεν τα μελετάει. Οι αποφάσεις του είναι κυρίως συναισθηματικές. Δεν είναι αποστασιοποιημένος, με λογική, κώδικα, νόμους για την οργάνωση της δουλειάς. Γιατί πρέπει να αποστασιοποιηθείς από τη συμμετοχή του φίλου, της οικογένειας, το μη μίσος στον αντίπαλο, στον εχθρό. Οι παθογένειες που έχει ο Ελληνας, ενώ είναι προικισμένος, δεν του επιτρέπουν να δημιουργήσει πραγματικά, να ανθοφορήσει».
Στην αφετηρία του Αττις ποιο ήταν το μοντέλο;
«Εφυγα από το σπίτι μικρός, άρα από μικρός έπρεπε να επιβιώσω, να μετράω τα λεφτά μου, να κάνω κουμάντο. Υπό αυτή την έννοια, το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Εμαθα να είμαι οικονόμος.
Στην ανιψιά μου, τη Μαρία, όταν στήσαμε την επιχείρηση, της έλεγα να μάθει ν’ αρχίζει την ημέρα της με τον οικονομικό απολογισμό της προηγούμενης. Κάθε Δευτέρα κάναμε τον απολογισμό της εβδομάδας, κάθε 15 του 15ήμερου, έπειτα του μηνιαίου. Εγώ ο ίδιος είχα τον έλεγχο, μαζί με τον λογιστή μου. Και χωρίς να κάνω πολλές υποχωρήσεις για οικονομικούς λόγους, έμαθα να βρίσκω τρόπους επιβίωσης, ώστε να εξελίσσεται η δουλειά, να πληρώνονται όλοι και να είαι ευχαριστημένοι».
Χωρίς την υποστήριξη του κράτους η επιχείρησή σας είναι κερδοφόρα;
«Πράγματι δεν είμαι κρατικοδίαιτος. Και μπορώ να ζω από το εξωτερικό. Οταν οι άλλοι ήταν κρατικοδίαιτοι, εγώ έφερνα πολλά λεφτά απ’ έξω.
Σε τρία χρόνια το Αττις θα κλείσει τα 40 – θα το γιορτάσουμε. Μπορώ λοιπόν να πω ότι είναι ένας πολύ πετυχημένος, οικονομικά, μικρός οργανισμός – με 10 εργαζομένους.
Αρχισα με πέντε άτομα, χωρίς σκηνικά, γιατί δούλευα σώμα, φωνή, ένταση, ενέργεια. Οπότε αυτό διευκόλυνε της περιοδείες. Και έτσι αποταμίευα χρήματα ώστε να μπορούμε να ζούμε όταν κάναμε πρόβες για τα επόμενα».
Επανέρχεστε με το «Alarme». Τι σήμα εκπέμπετε;
«Αυτή τη διετία ήμουν σε απόσταση. Οποτε έπεφτε το μάτι μου σε μια φωτογραφία από το «Alarme», η εικόνα αυτή με προσέλκυε. Βρήκα πολλές αρετές και αρχές στην παράσταση, που κάποια στιγμή ήταν σαν να μου ‘φυγε από τα χέρια – αυτή η θεία στιγμή, της αυτονόμησης μιας δουλειάς, η μέγιστη μορφή τέχνης».
Τι θα ακολουθήσει;
«Ετοιμάζω, με αναφορά στο «Alarme», την καινούργια παράσταση με τον πιθανό τίτλο «Allegro» ή «Adagio». Είναι μια δουλειά στην ύφεση, όπου αναζητώ, μέσα από τον χαμηλό τόνο, κάποιες χροιές και συχνότητες που λίγο πολύ τις είχα ξεχάσει. Αμέσως μετά πηγαίνω στη Βουδαπέστη, όπου στο Εθνικό τους Θέατρο σκηνοθετώ τις έκτες «Βάκχες» – μεγάλος θίασος, με ηθοποιούς και του Bela Tar. Ακολουθούν οι έβδομες στη Σενεγάλη ή στη Σιβηρία, στη Γιακούτια. Στο κέντρο της παράστασης θα είναι η εξουσία που δεν πεθαίνει ποτέ: Ο ασθενής διασηλωνημένος με πεντακόσιες μποτίλιες αίμα και κάποιες κυρίες της καλής κοινωνίας να του βάζουν οξυγόνο. Η εξουσία που αιμοδοτεί τα πάντα και δεν πεθαίνει ποτέ – η οποιαδήποτε εξουσία.
Ακολουθούν παραστάσεις της «Νόρας» στο Piccolo Teatro, ενώ στη μικρή σκηνή ανεβάζω την «Ιώ» της Ετέλ Αντνάν, ένα κείμενο που γράφτηκε ειδικά για εμένα σε σκηνική εγκατάσταση του Γιάννη Κουνέλη – η παράσταση αφιερώνεται στη μνήμη της Αντνάν και του Κουνέλη. Τον Ιούλιο έχουμε το διεθνές σεμινάριο του Αττις στην Αθήνα. Μετά το καλοκαίρι θα πάω στην Ιταλία. Σκηνοθετώ «Το τέλος του παιχνιδιού» με σπουδαίους ιταλούς κωμικούς. Στις αρχές του ’23, στην Αγία Πετρούπολη, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι ανεβάζω για πρώτη φορά Τσέχοφ, «Βυσσινόκηπο», με μεγάλους ρώσους ηθοποιούς, μεγάλη πρόκληση… Ισως κάποια στιγμή κάνω και στην Αθήνα Τσέχοφ – συχνά κάνω τα πειράματα έξω που υπάρχουν οι δυνατότητες, τεχνικές και οικονομικές, γιατί ηθοποιούς έχουμε εξαιρετικούς.
Φοβάμαι να πάω σ’ ένα ελληνικό Εθνικό με τους περιορισμούς που θέτει – ως προς τον αριθμό των προβών κ.λπ.»
Σας ζητήθηκε και από τη νέα διεύθυνση συνεργασία με το Εθνικό;
«Πάντα. Ολες οι διευθύνσεις μου το ζητούν».
Αλλά δεν την αποδέχεστε…
«Ποτέ».
Ποτέ δεν θα συμβεί;
«Οχι, θα κάνω. Δεν έχω κλείσει κάτι, αλλά πιθανότατα θα κλείσω. Ισως στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του ’23. Ακόμα συζητώ – άλλοτε λέω «Ορέστεια», άλλοτε «Μήδεια», θα δούμε. Ακολουθώ την εσωτερική μου ανάγκη.
Ξέρετε, συμπαθούσα πάντα όλους τους διευθυντές, κυρίως τον Γιάννη Χουβαρδά, είναι εξαιρετικός. Η πρώτη μου άρνηση ήταν στον Κούρκουλο. Τέσσερις φορές μου πρότειναν τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή – τις περισσότερες μου τηλεφώνησε ο υπουργός Πολιτισμού. Αλλά άλλος είναι ο δρόμος μου, άλλο το ζητούμενο. Κάνω μια δουλειά και με την παιδεία, είμαι επίτιμος καθηγητής σε πολλές ακαδημίες του εξωτερικού – η «Μέθοδός» μου μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες. Θεωρώ την παιδεία κεφαλαιώδους, πρωταρχικής σημασίας».
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι για το θέατρο του μέλλοντος;
«Είναι πολλοί και έχουν ήδη εμφανιστεί. Το μικρόφωνο, που αφαιρεί τις φυσικές συχνότητες, τις χροιές της φωνής, είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Τα θεατρικά έργα που είναι σαν να κοπιάρουν τα σενάρια των τηλεοπτικών σειρών, μικρά πραγματάκια, χωρίς την αθωότητα του μπουλβάρ ή της ηθογραφίας. Η κατάχρηση της τεχνολογίας, όπου ο ηθοποιός μικραίνει στη σκηνή γιατί μεγαλώνει το κεφάλι του στην οθόνη. Δηλαδή γιγαντισμός της εικόνας και σμίκρυνση του ζωντανού σώματος. Πέρα από το κιτς, από τη θυσία της αισθητικής, γιατί, για εμένα, στην αισθητική δικαιώνεται η κάθε πρόθεση του ερμηνευτή, του σκηνοθέτη και ιδιαίτερα η πολιτική διάσταση. Και κάτι ακόμα, η λούμπεν αισθητική – δεν θέλω να μιλήσω για συγκεκριμένα πράγματα που γίνονται τώρα. Η λούμπεν εικόνα θα σκίσει τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα σε χώρες που δεν έχουν παράδοση και παιδεία με ρίζες όπως η Ελλάδα, όπου υπάρχει αυτή η καλλιέργεια της λήθης και μιας ποπ υποκουλτούρας».
Καλλιτέχνης και έργο ταυτίζονται; Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι καλός άνθρωπος;
«Κατ’ αρχάς, δεν ταυτίζονται. Ας μην πούμε όμως «καλός άνθρωπος», ας πούμε να έχει ήθος, κάποιες αρχές ηθικές, συνέπεια, να αγαπά τη διαφορετικότητα, να σέβεται, να έχει αυτοσεβασμό. Ολα αυτά δεν μπορεί ν’ αφαιρεθούν από έναν άνθρωπο. Δεν μπορούμε να τα πετάξουμε. Και ο άλλος, απογυμνωμένος, να κάνει μεγαλειώδη έργα αλλά να είναι ένα παλιοτόμαρο. Προσπαθώ να έχω πολύ καλή σχέση με τους ηθοποιούς μου, να είμαι ακριβής, συνεπής. Ο καλλιτέχνης, ο ηθοποιός ιδιαίτερα, με τον εύθραστο ψυχισμό του, όταν προδίδεται, αισθάνεται ότι δολοφονείται».
Θέατρο Αττις: «Αlarme» του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Με τις Σοφία Χιλλ – Αγλαΐα Παππά. Από 4/3.

