«Ο έρωτας είναι η βίζα της ψυχής»
Κάνοντας εξαιρετικούς παραλληλισμούς με ιστορικά γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο γερμανός διανοούμενος σκηνοθέτης μάς προσφέρει την πορεία ενός μεγάλου, ανέφικτου έρωτα
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Εύκολες απαντήσεις δεν βρίσκουμε ποτέ στις ταινίες του Κρίστιαν Πέτσολντ, του «αρχιερέα» του Νέου Γερμανικού Κινηματογραφικού Κύματος που άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 2000 και σήμερα κατέχει εξέχουσα θέση στον χάρτη του παγκόσμιου κινηματογράφου. Στη φιλμογραφία του Πέτσολντ, που γεννήθηκε το 1960 στο Χίλντεν της Γερμανίας και αφού ολοκλήρωσε τις θεατρικές σπουδές του στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου σπούδασε σκηνοθεσία στη Γερμανική Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου, θα βρούμε δύσκολα υπαρξιακά δράματα όπως η «Yella» (2007), το «Jerichow» (2008) και το «Τραγούδι του Φοίνικα» (2014). Στην «Μπάρμπαρα» (2012), ίσως την πιο γνωστή στη χώρα μας ταινία του, ο αριστερών καταβολών Πέτσολντ χρησιμοποίησε το ιστορικό πλαίσιο της διχοτομημένης Γερμανίας της δεκαετίας του 1980 ως εργαλείο για να σκάψει βαθύτερα στην τραυματισμένη ψυχή των χαρακτήρων του.
Κατά μία έννοια, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο «Transit», την τελευταία ταινία του, αφορμή για μια σύντομη συνάντησή μας στο φεστιβάλ του Βερολίνου όπου πέρυσι η ταινία έκανε πρεμιέρα. Εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα «Τράνζιτο» (Εκδόσεις Αγρα, 2006) της σημαντικής γερμανίδας συγγραφέως Ανα Ζέγκερς, η ταινία παρακολουθεί τη δράση ενός μυστηριώδους αντιστασιακού, του Γκέοργκ (Φραντς Ρογκόφσκι) ο οποίος κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης αποστολής στη Μασσαλία μπλέκει σε μια δαιδαλώδη κατάσταση και εγκλωβίζεται μέσα σε έναν έρωτα πάθους που τελικά ορίζει τη ζωή του. Ολα δείχνουν ότι το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας είναι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μόνον που καθετί που βλέπουμε στην οθόνη (κοστούμια, αυτοκίνητα, στολές, όπλα κ.ο.κ.) έχει σύγχρονη όψη. Και αυτό σημαίνει ότι με έναν περίεργο τρόπο ο Κρίστιαν Πέτσολντ έχει μεταφέρει τον τότε πόλεμο σε μια άλλη εποχή, στις μέρες μας ίσως. Γιατί ποτέ δεν ορίζεται με ακρίβεια ο δραματουργικός χρόνος της ιστορίας. Αλλο ένα στοιχείο που προσθέτει ενδιαφέρον στο «Transit» κάνοντάς το μια πραγματικά μυστηριώδη και γοητευτική εμπειρία.
Η έλξη προς
το παρελθόν
«Οι ερωτικές ιστορίες είναι εκείνες που μας δίνουν τη βίζα της ψυχής και με έναν τρόπο αυτό ακριβώς ήταν το μοτίβο της «Καζαμπλάνκα»» λέει ο Πέτσολντ. Η αναφορά στην κλασική ταινία του Μάικλ Κερτίζ, εκείνο το υπέροχο και αγέραστο κινηματογραφικό ειδύλλιο ανάμεσα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ινγκριντ Μπέργκμαν, δεν γίνεται τυχαία. Σε πολλά σημεία, το «Transit» θυμίζει την «Καζαμπλάνκα», στην αυτοθυσία του Γκέοργκ εξάλλου εκφράζεται η ρομαντική διάθεση του ευαίσθητου σκηνοθέτη.
Αλλά όχι μόνον αυτό. Η «Καζαμπλάνκα» συνδέεται βαθιά με την ιστορία της ίδιας της συγγραφέως Ανα Ζέγκερς η οποία στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήθελε να δει το «Τράνζιτο» να γίνεται ταινία, κάτι που δεν έγινε ποτέ, ακριβώς επειδή εκείνη την εποχή υπήρχε στα σκαριά μια παρόμοιου θέματος ταινία, καμία άλλη από την… «Καζαμπλάνκα»! Ωστόσο, ένα προηγούμενο μυθιστόρημα της Ανα Ζέγκερς θα γινόταν ταινία την ίδια περίπου περίοδο από τον Φρεντ Τσίνεμαν. Ηταν ο «Εβδομος σταυρός» («Seventh cross»), επίσης μια ταινία για την αντίσταση κατά των γερμανών κατακτητών, παραγωγής 1944, με πρωταγωνιστή τον Σπένσερ Τρέισι. Ολα αυτά ο Κρίστιαν Πέτσολντ τα αναφέρει με γνήσιο πάθος (oι γνώσεις του για την ιστορία του σινεμά είναι ανεξάντλητες) και δεν αρνείται ότι το παρελθόν τον γοητεύει· όχι όμως με νεκροφιλικό μα με ουσιαστικό τρόπο.
«Το σινεμά είναι
φαντάσματα»
Κατά τη διάρκεια δημιουργίας του «Transit», η ταινία που επανερχόταν διαρκώς στο μυαλό του Κρίστιαν Πέτσολντ ήταν το «Μια ασυνήθιστη κατάσταση» (2000), η πρώτη του ιδίου που είδαμε στην Ελλάδα. Εκείνη η ταινία, την οποία παρομοιάζει με το «Transit», πραγματεύεται το υπαρξιακό αδιέξοδο ενός ζεύγους αριστερών τρομοκρατών που καταδιώκονται επί 15 χρόνια από τις Αρχές αλλά έχουν χάσει πια κάθε έννοια της ύπαρξής τους. Ο Πέτσολντ σκέφτηκε ότι τελικά ήταν μια ταινία «για φαντάσματα, μια ταινία για ανθρώπους ξεχασμένους, φιγούρες που έχουν σβήσει από τη μνήμη και που προσπαθούν κάπως να ξαναβρούν τις αισθήσεις τους, που θέλουν να ξαναγίνουν όντα φτιαγμένα από σάρκα και οστά. Και σκέφτηκα επίσης» συνέχισε ο σκηνοθέτης, «ότι αυτό τελικά είναι για μένα το σινεμά. Ιστορίες για ανθρώπους που έχουν χάσει τον έρωτά τους, ή τις δουλειές τους, που έχουν τραυματιστεί και έχουν μείνει πίσω στη ζωή και θέλουν να ξαναμπούν σε αυτήν. Αυτές είναι οι ιστορίες που το σινεμά έχει την ανάγκη να πει. Και αυτές είναι οι ιστορίες που με ενδιαφέρει να αφηγηθώ».
Ο Πέτσολντ μιλά επίσης για τις επιρροές που δέχθηκε από τον κομμουνιστή γερμανό συγγραφέα Γκέοργκ Γκλάσερ, ο οποίος πέρασε μια μεγάλη περίοδο της ζωής του στη Γαλλία. «Στην αυτοβιογραφία του, κάτοικος Μασσαλίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, γράφει: «Ξαφνικά, καθώς τελείωνε η πτήση μου, βρέθηκα περιτριγυρισμένος από κάτι που χαρακτήρισα ως ιστορική σιωπή». Η «ιστορική σιωπή» μοιάζει με την άπνοια. Σαν το ιστιοφόρο που μένει ακινητοποιημένο στη μέση της θάλασσας επί δύο-τρεις εβδομάδες λόγω της άπνοιας. Χωρίς τον άνεμο μένει εκεί, ακίνητο, περιβαλλόμενο από το τεράστιο τίποτα της θάλασσας. Οι επιβάτες έχουν σβηστεί – από την ιστορία και από τη ζωή, στριμωγμένοι στον χώρο και στον χρόνο. Ετσι και ο Γκλάσερ, ένιωθε σαν ένας άνθρωπος εκτός τόπου και χρόνου, χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον, ένας άνθρωπος για τον οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν». Την ίδια κατάσταση ζούσαν οι τρομοκράτες της ταινίας «Μια ασυνήθιστη κατάσταση» και κάπως έτσι ο Πέτσολντ σκέφτηκε τους ήρωες στο «Transit». «Βρίσκονται αποξενωμένοι σε μια πόλη-λιμάνι και κανείς δεν θα ενδιαφερθεί να ακούσει την ιστορία τους».
Αλλά και η ζωή γεμάτη
φαντάσματα είναι…
Ομως ο Κρίστιαν Πέτσολντ αντλεί παραδείγματα και από την ίδια του τη ζωή, από την κουβέντα μας δεν θα λείψει ο πατέρας του, ένα παράδειγμα που θεωρώ κορυφαίο και που σίγουρα διαμόρφωσε τη σκέψη του σκηνοθέτη. «Ο πατέρας μου ήταν άνεργος για τριάμισι χρόνια και λίγο προτού χάσει τη δουλειά του είχε μόλις αγοράσει το σπίτι όπου ζούσαμε» είπε και με έντονα χρώματα άρχισε να περιγράφει το σπίτι, 80 τετραγωνικών μέτρων με ένα δωμάτιο για τους γονείς, δύο για τα τρία παιδιά, μια κουζίνα, ένα σαλονάκι. «Ηταν ένα μικρό αλλά άνετο σπίτι, μόνο που σε αυτά τα τριάμισι χρόνια ανεργίας του ο πατέρας μου ένιωθε ότι δεν ανήκε σ’ αυτό, για την ακρίβεια ένιωθε ότι δεν ανήκε πουθενά. Το μόνο που έκανε όλα αυτά τα χρόνια ήταν να κάθεται μέσα στ’ αμάξι του, μπροστά από το σπίτι μας, και να ακούει κλασική μουσική. Και κάποτε, χρόνια αργότερα, μου είπε ότι ένιωθε σαν φάντασμα, ότι βρισκόταν σε ένα μεταβατικό στάδιο όπου δεν έβρισκε πουθενά χώρο για τον εαυτό του. Ισως γι’ αυτόν τον λόγο να συγκινούμαι πάντα με τους ανθρώπους που νιώθουν ότι βρίσκονται ένα βήμα προτού χάσουν κάθε σημασία στη ζωή τους, που είναι έτοιμοι να μετατραπούν σε φαντάσματα και που απελπισμένα ζητούν να επιστρέψουν πίσω και να αναγνωριστούν και πάλι ως άνθρωποι».

