Ο Εφταλιώτης, ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης σε μια «Αγνωστη χώρα»
Η Εφη Γαζή μιλάει στο «Βήμα» για τις απαρχές και τους εκπροσώπους ενός ελληνικού ρεύματος αντιδυτικής κριτικής όπως αποτυπώνεται στο νέο της βιβλίο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Η ιστορική έρευνα της Εφης Γαζή αναζητεί εδώ και δύο δεκαετίες κεντρικούς κόμβους της νεοελληνικής ιδεολογίας και κουλτούρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα προηγούμενα δύο βιβλία της, Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών και Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, εξετάζουν τις ιδεολογικές διεργασίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού» αλλά και τα συντηρητικά στερεότυπα που σφράγισαν, με τη μορφή συνθήματος, το μετεμφυλιακό κράτος. Στο νέο της βιβλίο με τίτλο Αγνωστη χώρα επιστρέφει στις αρχές του 20ού αιώνα προκειμένου να αναλύσει τον αντιδυτικό λόγο που εκφέρεται εκείνη την εποχή, με κύριους εκφραστές τους Αργύρη Εφταλιώτη, Περικλή Γιαννόπουλο και Ιωνα Δραγούμη. Στη συζήτηση με την καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, αναδεικνύονται οι σύνθετες διαδρομές των προσώπων και των ιδεών.
Πώς ευθυγραμμίζονται οι Εφταλιώτης, Γιαννόπουλος, Δραγούμης με τα κυρίαρχα ρεύματα ιδεών στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα;
«Στις αρχές του 20ού αιώνα, βλέπουμε ότι, ειδικά μέσα σε κεντρικούς και ισχυρούς θεσμούς, όπως είναι το Πανεπιστήμιο ή η Εκκλησία, επιβιώνουν σχήματα και αντιλήψεις του «ρομαντικού» 19ου αιώνα: καθαρεύουσα, έμφαση στην κλασική αρχαιότητα, «ελληνοχριστιανικός πολιτισμός». Οι θεσμοί αυτοί, που διαχειρίζονται ένα πολύ σημαντικό τμήμα του συμβολικού κεφαλαίου, θα δεχτούν κριτική και αμφισβήτηση, όταν θα εμφανιστούν δυναμικά στο προσκήνιο ορισμένα πρόσωπα με νέες ερμηνείες για τη νεοελληνική ταυτότητα. Ο Iωνας Δραγούμης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Περικλής Γιαννόπουλος διατυπώνουν θέσεις που εκείνη την περίοδο είναι σαφώς αντίθετες με τη φιλολογία του Γεώργιου Μιστριώτη, με τη γλωσσολογία του Γεώργιου Χατζηδάκι ή ακόμη και με τη λαογραφία του Νικόλαου Πολίτη. Για να καταλάβουμε λοιπόν αυτούς τους διανοητές, πρέπει να σκεφτούμε τον νεωτερικό ρόλο τους και την έντονη παρέμβασή τους μέσα στο διανοητικό πεδίο της εποχής τους».
Συγκροτούν τα τρία αυτά πρόσωπα ένα παράδειγμα πρόσληψης και ιδιοποίησης των νεωτερικών ιδεών; Η μήπως συνθέτουν μια κριτική απάντηση στην ίδια τη νεωτερικότητα;
«Υπάρχουν οπωσδήποτε πολλές εκδοχές νεωτερικότητας. Αναμφίβολα όμως αυτοί για τους οποίους μιλάμε είναι μοντέρνοι, με την έννοια ότι όχι μόνο συμβαδίζουν με την εποχή τους αλλά ορίζουν, έως έναν βαθμό, το ιδεολογικό πλαίσιο των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων στη δημόσια σφαίρα. Από τη μια πλευρά, λοιπόν, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ένα σχήμα συνεχούς ροής και κίνησης ιδεών, και από την άλλη θα πρέπει να σκεφτούμε πώς λειτουργούν οι επιμέρους ερμηνευτικές κοινότητες. Πώς κατανοούν, πώς επεξεργάζονται και πώς μετασχηματίζουν αυτά τα νοήματα; Πρόκειται για μια ενεργητική και επιλεκτική πρόσληψη των νεωτερικών ιδεών, στην οποία ωστόσο κυριαρχεί η αμφίσημη εικόνα της Ελλάδας ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Ο Εφταλιώτης, ο Γιαννόπουλος, ο Δραγούμης ανακαλύπτουν και ταυτόχρονα επινοούν αυτή την «άγνωστη χώρα», για την οποία μιλάω στο βιβλίο μου».
Oντως, η προσέγγισή σας δίνει την αίσθηση προσώπων που κινούνται μαζί με το έδαφος της εποχής τους. Το παράδειγμα του δημοτικισμού στο οποίο συνήθως εγγράφονται ο Εφταλιώτης και ο Δραγούμης πρέπει επομένως να διευρυνθεί για να συμπεριλάβει και άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις;
«Η βιβλιογραφία γύρω από τον δημοτικισμό είναι πλούσια και πολύ ενδιαφέρουσα. Ωστόσο έχουμε απομακρυνθεί ιστοριογραφικά από μια θεώρηση απλοϊκών αντιθετικών σχημάτων μεταξύ «εκσυγχρονιστών» και «καθαρολόγων», «προοδευτικών» και «συντηρητικών». Στο εσωτερικό του δημοτικισμού υπάρχουν πολλές τάσεις και ποικίλες αποχρώσεις. Αυτή για την οποία συζητάμε διασταυρώνεται εν μέρει με κάποιες από τις υπόλοιπες – τον γλωσσοεκπαιδευτικό δημοτικισμό, ας πούμε. Είναι όμως μια τάση που δεν αποτελείται αποκλειστικά από μαχόμενους δημοτικιστές. Ο Γιαννόπουλος, για παράδειγμα, πολύ γρήγορα χάνει το ενδιαφέρον του για αυτά τα ζητήματα, αν και διατηρεί την επικοινωνία του με τον «Νουμά», το κατεξοχήν λογοτεχνικό περιοδικό των δημοτικιστών. Και αυτός και οι υπόλοιποι στρέφονται περισσότερο προς την έννοια της ανάταξης και της εθνικής ανακαίνισης. Δεν είναι απλώς δημοτικιστές. Είναι «εθνικοί αναμορφωτές»».
Ο όρος «υπόλοιποι» έχει σημασία γιατί πλην των τριών γνωστών ονομάτων ανακαλύπτουμε στο βιβλίο και ένα ολόκληρο υπόστρωμα «ελασσόνων» διανοουμένων που κινούνται στον αστερισμό του αντιδυτικισμού.
«Πράγματι, δεν ασχολούμαι μόνο με τρεις ανθρώπους. Στο βιβλίο θέλησα να αναδείξω ένα πολύ πιο ευρύ διανοητικό πεδίο, στο οποίο συνυπάρχουν, συνοδοιπορούν και συνομιλούν ομοϊδεάτες και αντίπαλοι. Θέλησα, κατ’ αρχάς, να αναζητήσω τους διανοητές, τους στοχαστές και τους συγγραφείς με τους οποίους σχετίζονται άμεσα, στο επίπεδο των ιδεών, τα τρία βασικά πρόσωπα της μελέτης μου. Στον δρόμο βρήκα αρκετούς που δεν είχα συμπεριλάβει στην αρχική μου έρευνα, όπως τον Μανουήλ Χαιρέτη. Το έργο του παρουσιάζει ενδιαφέρουσες συνηχήσεις με το έργο του Γιαννόπουλου. Στο βιβλίο γίνεται επίσης αναφορά και στον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη αλλά και στον Κωνσταντίνο Σοκόλη, τον οποίο εγκωμιάζει ιδιαίτερα ο Δραγούμης. Οι ελάσσονες αυτοί διανοητές αποδεικνύονται εξίσου σημαντικοί ακριβώς επειδή μας δείχνουν πώς γίνεται η «μεταποίηση» των ιδεών, χωρίς απαραίτητα την ιεραρχική διάκριση που εμπεριέχει ο όρος «μείζονες-ελάσσονες». Στα πρόσωπα του βιβλίου μου αποτυπώνεται όλη αυτή η κινητικότητα του διανοητικού πεδίου».
Οι κύριοι εκπρόσωποι του βιβλίου διάγουν έναν παρατεταμένο «δεύτερο βίο». Η «ελληνική γραμμή» ή η «Ρωμιοσύνη» υπερβαίνει τα πολιτικά στεγανά.
«Η κληρονομιά τους είναι ευρύτερη, δεν περιχαρακώνεται στον εθνικιστικό χώρο. Το γεγονός ότι ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης πεθαίνουν νέοι τούς εξασφαλίζει ένα είδος αθανασίας. Ο μύθος τους επιτείνει τις πολλαπλές χρήσεις και τις πολυσήμαντες επιστροφές στο έργο τους. Eννοιες από τη σκέψη του Γιαννόπουλου όπως η «ελληνική γραμμή», η αισθητική του Ελληνισμού, ο ρόλος του τόπου και του τοπίου, αξιοποιήθηκαν δημιουργικά από τη Γενιά του ’30. Ακόμα και οι ιδέες του Εφταλιώτη, που εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζουν τόσο πολιτικά χρωματισμένες, εν συνεχεία βρίσκουν πολλαπλές χρήσεις στον χώρο της Αριστεράς. Ο Εφταλιώτης αναφέρεται σε μια «εθνολαϊκή» οντότητα που δεν απορρέει από την καθαρεύουσα, τη λογιοσύνη και τους αρχαίους, αλλά αναζητά την καταγωγική σχέση της με τους κλέφτες, με τους Αρβανίτες, με τις κοινότητες. Τη Ρωμιοσύνη αυτή την ενσωματώνει αργότερα στην ανάλυσή του και ο Δραγούμης. Είναι μία ακόμα ένδειξη πώς οι ιδέες δεν έχουν ευθύγραμμες πορείες αλλά παράξενες διαδρομές».
Και επισημαίνετε την πολυσημία, τελικά, του λόγου του Δραγούμη, αρχής γενομένης από την έννοια της «φυλής».
«Στα κείμενα του Δραγούμη, η φυλή λαμβάνει μια βιολογική απόχρωση. Γράφει όμως και πολλά άλλα, στα οποία η φυλή συνδέεται με τη διάσταση της πολιτισμικής κοινότητας. Αρκετές φορές, τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν. Ο λόγος του Δραγούμη έχει τόσο μεγάλη επίδραση γιατί είναι ένας λόγος εύπλαστος, ρευστός και κυρίως «ευρύχωρος»: και Ελλάδα και ελληνισμός, και κράτος και κοινότητες, και έθνος και αυτοκρατορία. Ο δραγουμικός εθνικισμός είναι ένας εθνικισμός «διπλής δέσμευσης». Οι έννοιες, δηλαδή, που χρησιμοποιεί «αγκυρώνονται» σε διπλά, αντιθετικά και συχνά αντιφατικά νοήματα».
Χωρίς να υπαινίσσομαι την ύπαρξη μιας γραμμικής διασύνδεσης, επανεμφανίστηκαν στοιχεία του αντιδυτικού λόγου του ρεύματος αυτού στη δεκαετία της κρίσης;
«Στην έρευνα αυτή δεν έχω εξετάσει τους σύγχρονους αντιδυτικισμούς. Ωστόσο, επιχείρησα να δείξω ότι η νεοελληνική αμφισημία και αμφιθυμία απέναντι στη Δύση έχει μια μακρά ιστορική διαδρομή. Η καχυποψία έναντι των ξένων, μια καχυποψία που μπορεί να έχει είτε πολιτισμικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά (οι Φράγκοι, οι καθολικοί) είτε πολιτικά (οι ξένοι που μας επιβουλεύονται), παραπέμπει σε γνώριμα παλαιότερα μοτίβα της νεοελληνικής ιδεολογίας και κουλτούρας. Ορισμένα από αυτά τα μοτίβα πράγματι ενεργοποιήθηκαν ξανά κατά την περίοδο της κρίσης. Θα ήταν ωστόσο αναγωγισμός να μιλήσουμε για αναβιώσεις. Ο «αντιγερμανισμός», για παράδειγμα, εμφανίζεται στον λόγο του Εφταλιώτη, ο οποίος επικρίνει, εκείνη την εποχή, τον «ιψενογερμανισμό». Η λέξη είναι χαρακτηριστική για να κατανοήσουμε τις αποχρώσεις αλλά και τις διαφορές».
{SYG}Εφη Γαζή {SYG}{TIT}Αγνωστη χώρα. Ελλάδα και Δύση στις αρχές του 20ού αιώνα {TIT}{EKD}Εκδόσεις Πόλις, 2020, σελ. 368, τιμή 20 ευρ{EKD}ώ

